θεματικά δίκτυα

Για να οδηγηθούμε σταδιακά σε μια εννοιολογική αφαίρεση, θα χρειαστεί να διαβάσουμε εκ νέου τα αποτελέσματα της ανάλυσης κοινωνικών γεγονότων και φαινομένων, μέσα από τα θεματικά δίκτυα που συγκρότησαν, δημιουργώντας τις απαραίτητες εννοιολογικές γέφυρες ανάμεσά τους.

Θεματικό δίκτυο 1 – Κοινωνικός Εαυτός κοινότητας

Αρχικά, η κοινότητα του Παραδείσου Αγίας Παρασκευής, είναι μια νέα κοινότητα που αναπτύχθηκε μέσα από ένα προστατευτικό παραδοσιακό κοινωνικό καθεστώς («…δε θα έλεγα κι ότι είναι 100% έτσι. Εντάξει, ναι νοιάζομαι για το γείτονά μου, ξέρω τι γίνεται τι κάνει τι τρώει, τι πίνει τι ώρα πάει τουαλέτα ας πούμε, ναι (γελάει) τα ξέρω όλα, ε τον κουτσομπολεύω αλλά στα δύσκολα ήτανε κοντά, κοντά.»), με αγροτική-κτηνοτροφική οικονομία, περιαστικού χαρακτήρα («Περνώντας από αυτή τη διαδρομή, υπήρχαν χωράφια, που βόσκανε πρόβατα. Έβλεπα τα πρόβατα να περνάνε, ακόμα κι όταν έμεινα στην Πίνδου που είναι δυο δρόμοι, τρεις δρόμοι πριν τη Δουκίσσης Πλακεντίας, από κάτω από το δρόμο πέρναγε το… το κοπάδι και πήγαινε εκεί που είναι το Κωφών και Βαρηκόων το οποίο ήτανε μια αδόμητη έκταση χορτολιβαδική. Πήγαινε το κοπάδι εκεί να βοσκίσει.»). Η αυστηρή πυρηνική οικογένεια, ήταν η δομική κοινωνική οντότητα από την οποία συγκροτήθηκε. Η κοινωνική λειτουργία της, εστίαζε στο κοινωνικό φαίνεσθαι και στο φόβο απομάκρυνσης από τον πυρήνα της («ούτε στην ίδια τους την οικογένεια, δηλαδή ούτε η γυναίκα με τον άντρα, ας πούμε δεν μίλαγε να λέει τα προβλήματά της ή να πουν μια κουβέντα, κάτι παραπάνω ρε παιδί μου, επίσης δεν είχα παρατηρήσει, μεταξύ αυτών της παλιάς κοινότητας, ένα χάδι, στα ζευγάρια, ποτέ δεν… δεν υπήρχε αυτό, δηλαδή εντάξει ήτανε οι εποχές, χούντες περάσανε κι όλα αυτά, ησυχίες, δεν μιλάμε όλα αυτά τα πράγματα.»).      
Ο σταδιακός μετασχηματισμός της σε αστικό προάστιο που εκκίνησε τη δεκαετία του ‘80, έφερε σταδιακά νέο πληθυσμό και είχε ως αποτέλεσμα τον σταδιακό οικιστικό κορεσμό της, πάντα ως ιδανικό μέρος διαβίωσης νέων οικογενειών («τώρα αυτό που χάλασε νομίζω την ιστορία εδώ ήτανε η… λεγόμενη αντιπαροχή, που μπήκε πάρα πολύ… έτσι, αρχίσανε όλοι να τα δίνουν τα σπίτια για να γίνουν πολυκατοικίες και διαμερίσματα,»). Η δομική παρουσία της πυρηνικής οικογένειας, διευρύνθηκε στο τρίπτυχο οικογένεια – οικεία – αυτοκίνητο, διαμορφώνοντας ένα πιο εξωστρεφές αλλά λιγότερο κοινωνικοποιητικό πλαίσιο λειτουργίας («…φτάσαμε στο σημείο τώρα, μετά από χρόνια ας πούμε, με τους καινούργιους κατοίκους που ήρθανε, να υπάρχει κόντρα μεταξύ, με τους ασφάλτους με τα αυτοκίνητα …»). Οι διαφορετικής προέλευσης πληθυσμοί που εντάχθηκαν στην κοινότητα, διατήρησαν την πολιτισμική και κοινωνική αναφορά του τόπου καταγωγής, αναπαράγοντάς την μέσα από κοινωνικά και πολιτιστικά δίκτυα («Οι συλλογικότητες που κουβαλήσαμε και οι μνήμες που κουβαλάμε από εκεί, αυτή είναι πλέον η Αγία Παρασκευή και είτε το θέλετε είτε δε το θέλετε, είτε σας αρέσει είτε δε σας αρέσει.»). Με τη σειρά τους, τα νέα αυτά δίκτυα, συναρθρώθηκαν με τις θεσμικές οντότητες του τόπου, μετασχηματίζοντας απλά τους συσχετισμούς κυριαρχίας, χωρίς όμως να μπορούν να τους αναστρέψουν, μιας και η απροθυμία συμμετοχής και ενεργού εμπλοκής των πολιτών, επέτρεψαν την διατήρησή τους («Ε… κάνουν κάποια πράγματα, ο καθένας έχει  τη χορευτική του ομάδα ας πούμε ή κάτι άλλο κάνει, πάει τις εκδρομές του ας πούμε τις πεζοπορικές, ωραία… κι όταν έρχονται τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, λέει, ή οι Απόκριες, λέει η δημοτική αρχή, ελάτε κάντε μου, τις εκδηλώσεις.»). Επιπλέον, η διεύρυνση του ταξικού φάσματος εντός της κοινότητας, αύξησε τις ενδογενείς συγκρούσεις και τον ανταγωνισμό.

Θεματικό δίκτυο 2α – Νέοι εκτός κοινοτικής λειτουργίας

Οι νέοι στη διαδικασία μετάβασης της κοινότητας από την αρχική στη νέα σύνθεση, χάνουν σταδιακά τις διεξόδους τους για μια ομαλή μετάβαση στην ενηλικίωση και αποσυνδέονται από τις μεγαλύτερες γενιές («δηλαδή, νομίζω ότι οι έφηβοι, δύσκολα θα μπούνε σε μια διαδικασία, σε μια κατάσταση που έχουν ήδη φτιάξει κάποιοι άλλοι γι’ αυτούς.»). Ο ελεύθερος δημόσιος χώρος συρρικνώνεται και τα στέκια συνάντησης σιγά σιγά χάνονται («Παλιότερα και οι πιο μεγάλοι από εμένα τα ζήσανε αυτά, δηλαδή υπήρξανε τέτοιοι χώροι, εδώ και αρκετά χρόνια λείπουνε, κυρίως από το Κοντόπευκο, αλλά νομίζω και από την Αγία Παρασκευή.»). Η ελευθερία κίνησης και παιχνιδιού,  αντικαθίσταται από μια δομημένη και απαρέγκλιτη εκπαιδευτική διαδικασία («Υπάρχει μία αλλαγή.. έχει ξεκινήσει από τη δικιά μας την εποχή, μετατρέπουμε τη διασκέδαση των παιδιών σε μάθημα.»). Από μερίδα τους αναπτύσσονται τάσεις φυγής από τον τόπο (εδώ  ζούσα αλλά… στο κέντρο… τριγυρνούσα), ενώ μέρος όσων παραμένουν, αποσυνδέεται συναισθηματικά από την κοινότητα και αναζητώντας τα πεδία αυτονομίας και αυτενέργειας που χάθηκαν, οδηγείται σε πρακτικές παραβατικότητας («Ε… αυτό είχε τρομερό ενδιαφέρον. Σε πρώτη φάση εντάξει ήταν αυτό, η εξερεύνηση να λυθεί δηλαδή αυτό το μυστήριο, οπότε η πρώτες φορές ήταν απλώς μια… περιήγηση έτσι να μπούμε μέσα, να δούμε τι γίνεται, ε… μιλάμε για πολύ μεγάλο κτίριο, δε θυμάμαι πόσες αίθουσες, οπότε και κάτι… κελάρια πατάρια όλα αυτά ήταν… λες και είμαστε σε ταινία ας πούμε, το ζούσαμε κάπως έτσι ήμαστε και παιδιά, ε το εξερευνούσαμε… είχε τύχει να συναντήσουμε και ανθρώπους μέσα, δηλαδή ήταν… τελοσπάντων. Ε… και μετά κατά βάση πηγαίναμε για να, το βάψουμε, αυτό ήτανε…»).  

Θεματικό δίκτυο 2β- Σύγχρονη Τέχνη εκτός κοινοτικής λειτουργίας

Αντίστοιχα με τους νέους, η παρουσία και η αντίληψη για την σύγχρονη τέχνη και τις πρακτικές της είναι μηδαμινή στην κοινότητα, παρά την διαβίωση σημαντικού αριθμού καλλιτεχνών στον τόπο («Ναι, αυτά είναι προβλήματα. Δηλαδή όταν λες συγνώμη, όταν είχαμε πει ότι θέλουμε να κάνουμε έκθεση στη, όλοι λέγανε πίνακες, λες, όχι…»). Η αναπαραγωγή του πολιτισμικού προτύπου της παράδοσης, σε συνδυασμό με την αυστηρά δομημένη εκπαιδευτική προσέγγιση, δεν αφήνουν χώρο για τις διαλεκτικές πρακτικές της. Δεν βρίσκεται πεδίο ανάπτυξης ούτε στο δημόσιο χώρο, ούτε στη δημόσια σφαίρα ενδιαφέροντος («Ναι, οι κάτοικοι είδαμε τους κατοίκους ότι εμείς δε θέλουμε εδώ ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης. Γιατί; γιατί αυτοκίνητα γιατί χαμός γιατί κόρνες. Μα τους λέμε αυτό θα είναι εγκαίνια κάθε δύο μήνες. Όχι.»), ενώ απουσιάζουν και οι στοιχειώδεις υποδομές για την υποστήριξή τους («Πιστεύω σε ιδιωτικό, πιστεύω στον ιδιωτικό μόνο, δηλαδή θεωρώ ότι σε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα την τέχνη την στηρίζουν τα μεγάλα ιδρύματα.»). Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την ανυπαρξία πολιτιστικού οράματος και σχεδιασμού από τις θεσμικές αρχές (να τον πάρουμε τον Ιόλα, να τον πάρουμε, να τον κάνουμε όμως τι; Εκεί υπάρχει κενό για μένα. Και δεν υπάρχει μόνο από τον δήμο, υπάρχει και εδώ, από τους ανθρώπους που, χρόνια τώρα, λένε να πάρουμε τον Ιόλα.»).

Θεματικό δίκτυο 3α: Πολιτισμικό τραύμα και τόπος

Η βίλα Ιόλα, αναπτύσσεται αντίστροφα από την κοινότητα, με μια ταλάντωση ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, την αποθέωση και την παρακμή. Ως σημείο υπερσυσσώρευσης σύγχρονου πολιτισμικού και οικονομικού κεφαλαίου («Από την άλλη όμως να σου πω κάτι, χωρίς τον Ιόλα δε θα χαμε δει έργα από την Νέα Υόρκη στην Αθήνα, ….δε θα είχαμε εισαγωγή περιεχομένου.»), αλλά και ως υλική μετουσίωση της εκκεντρικής προσωπικότητας του Α. Ιόλα, γίνεται πεδίο κοινωνικού, πολιτισμικού και οικονομικού ανταγωνισμού («Πλέον, ναι αλλά είναι είναι σα να λέμε είναι της μάνας μας ρε παιδί μου, ούτε καν του πατέρα, είναι της μάνας που έχουμε μάθει να αρμέγουμε, έτσι, το βλέπουνε έτσι.») («Εγώ ξέρεις τι φοβάμαι, πιο πολύ απ’ όλα έτσι, δηλαδή η χειρότερη κατάληξη όλων ξέρεις ποια θα ήταν, να συζητάμε μετά από είκοσι χρόνια, εικοσιπέντε χρόνια ξέρω ‘γω και συ να είσαι και εσύ στον καναπέ, ας πούμε και να συζητάμε τα διάφορα στάδια ας πούμε της επεξεργασίας της υπόθεσης Ιόλα.»). Ο Α. Ιόλας ως εστέτ παράδειγμα με εκκεντρική στάση και μετα-νεωτερικές συμπεριφορές, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από κανέναν («και μάλιστα είχε έρθει αυτός ο… τύπος και φασαρία… βέβαια, ήτανε… τραβεστί θα έλεγα… ο άνθρωπος που ήρθε εκεί και φώναζε και μου τον σκοτώσατε και μου τον κάνατε και μου τον ράνατε, διάφορα τέτοια, μου ‘χε μείνει έντονα γιατί ήτανε… στις αρχές όταν είχε πρώτο.. γίνει αυτό, αυτό. αλλά γενικά σαν άτομο ήτανε μια χαρά.»). Το πολιτικό σύστημα και οι κρατικές δομές, παρά τις σχέσεις που διατηρούσαν μαζί του, αδυνατούσαν να διαχειριστούν το πολιτισμικό κεφάλαιο που αντιπροσωπεύει («…αυτοί που όφειλαν να προφυλάσσουν την… βίλα, δεν την προφύλαξαν και η βίλα υπέστη λεηλασίες, εμπρησμούς, βανδαλισμούς… και ένα σωρό πράγματα που συνιστούσανε καταστροφή αυτού που υπήρχε.»), ενώ οι τοπικές αρχές το αγνοούν εντελώς (Και… η αίσθησή μου ήταν πάντοτε ότι κι ο δήμος… δεν πολύ ενδιαφερόταν.»). Οι οικείοι του το κεφαλαιοποιούν  οικονομικά, αποδομώντας το («όταν πέθανε, γύρω γύρω λέει πλακώσανε τα περιπολικά, είχανε κλείσει λέει όλο το μέρος, ενώ το βράδυ αντίθετα ερχότανε φορτηγό, μάζευε τα πράγματα, βγάζανε, τρέχανε λέει γυναίκες από την γειτονιά και παίρνανε γούνες, βγαίνανε με γούνες και φεύγανε, τρέχοντας, δηλαδή η καλή γειτονία.»). Ο ενδιάμεσος ιδιοκτήτης επιχειρεί να κάνει το οικόπεδο μεζονέτες, ενώ όταν αυτό σαν πιθανότητα αποκλείεται, προσπαθεί να το μεταπωλήσει σε πολλαπλάσια αξία («η μία μάλλον πούλησε το μερίδιο της σε έναν εργολάβο, ο οποίος θεώρησε καλό να στήσει μία .. ταμπέλα μπροστά, ανέγερση πολυτελών πολυκατοικιών.»).  Η τοπική κοινότητα έχοντας σωματοποιήσει τις ταξικές, πολιτισμικές και υπαρξιακές αντιθέσεις της με τον Α. Ιόλα, αρχικά παρακολουθεί την αποδόμηση του  χώρου («Ναι, ναι. Κοίτα να δεις, τώρα ε… μετά το θάνατο ή λίγες μέρες πριν το θάνατο, προσωπική μου μαρτυρία, ε… μπήκανε μέσα φορτηγά, έτσι; που δεν μπήκανε… παράνομα, έτσι, είχανε κλειδιά και μπήκανε και φορτώνανε… δηλαδή για δυο μέρες, φεύγανε πράγματα.») και στη συνέχεια συμμετέχει σε αυτήν, υπό τη μορφή μιας άτυπης συλλογής «σουβενίρ» από το πεδίο της σύγκρουσης («Και νομίζω το δημόσιο αρχίζει, αρχίζει να γίνεται τα σκισίματα και οι ρωγμές μετά το θάνατό του μετά την λεηλασία, όπου ξαφνικά αρχίζουν οι ρωγμές κι αρχίζουν και μπουκάρουν σιγά σιγά…»«Καλά τα έχουμε πάρει εμείς τα άλλα. (γελάει) Τα έχουμε στο Λαύριο.»). Ο τόπος στεγανοποιείται από κάθε κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα και οι μόνοι που το χρησιμοποιούν είναι οι νέοι και οι περιθωριοποιημένες ομάδες πληθυσμού, ως καταφύγιο από την υπόλοιπη κοινότητα («ε… μιλάμε για πολύ μεγάλο κτίριο, δε θυμάμαι πόσες αίθουσες, οπότε και κάτι… κελάρια πατάρια όλα αυτά ήταν… λες και είμαστε σε ταινία ας πούμε, το ζούσαμε κάπως έτσι ήμαστε και παιδιά, ε το εξερευνούσαμε… είχε τύχει να συναντήσουμε και ανθρώπους μέσα, δηλαδή ήταν… τελοσπάντων. Ε… και μετά κατά βάση πηγαίναμε για να, το βάψουμε, αυτό ήτανε…»). Αμέσως μετά την αγορά του ακινήτου από τον Δήμο Αγίας Παρασκευής, επανέρχεται στο προσκήνιο ως ανταγωνιστικό πεδίο, σε σχέση με τις προσδοκίες αξιοποίησής του. Κάθε υπο-ομάδα της κοινότητας, προβάλλει στον τόπο την πολιτισμική της αναφορά, διεκδικώντας την αποκλειστική ταύτισή του με αυτήν (θα το έβλεπα, να είναι πραγματικά στα χέρια, ε της κοινότητας να το διαχειρίζεται η κοινότητα ας πούμε, με τρόπο… ε… αυτό δηλαδή να παρεμβαίνει η ίδια ας πούμε κι όχι να υπάρχει κάποιος διαχειριστής, που θα τους επιτρέπει την πρόσβαση, η ίδια η κοινότητα να αναλάβει δράση ας πούμε, ε… και να αξιοποιήσει το χώρο.») («δηλαδή αυτό που φοβάμαι είναι ότι τώρα θα βγουν όλες αυτές οι συλλογικότητες και ο δήμος μαζί, και θα σφαχτούμε μεταξύ μας… για το τι θέλουμε τελικά να κάνουμε και ο πιο ισχυρός θα επικρατήσει, κάπως έτσι θα γίνει..»). Οι κυρίαρχες τάσεις αφορούν στην εμβέλεια και την απεύθυνση της μελλοντικής του λειτουργίας, εστιάζοντας στο τοπικό, το ευρύτερα εθνικό ή το διεθνές κοινό («εγώ θα ήθελα σε μια γωνιά να γίνει κι ένα μικρό καφέ μπαρ, για να μπορεί ο χώρος αυτός, να καλύπτει τα έξοδά του, το πιο σημαντικό αυτό. Να μην είναι ένα βάρος, γιατί όταν ένας χώρος είναι ένα βάρος για το δήμο, μοιραία θα ‘ρθουνε κι άλλα, να μεταφέρει κι ο δήμος όλες τις πολιτιστικές του δραστηριότητες, να αξιοποιήσει το χώρο και σαν ένα θέατρο εξωτερικό ή εσωτερικό, να κάνει ομάδες φωτογραφίας.»), («Ένα τέτοιου βεληνεκούς μουσείο, ας πούμε, δε μπορεί να έχει τοπικό χαρακτήρα. Οπότε τα τοπικιστικά μένουν στην άκρη. Ενδεχομένως να είχε κάποιους χώρους, ε… όπως είναι το μουσείο Βορρέ, μπορούνε να μπούνε παιδιά, υπάρχουν εργαστήρια που μπορείς να κάνεις διάφορα πράγματα.»), («Ουτοπικά, ιδεατά αν είναι έτσι. Ιδεατά αυτό. …Θα πρεπε να γίνει, ένα σύγχρονο παράδειγμα, ένα σύγχρονο κέντρο σύγχρονης τέχνης, με ρέζιντενσι με πράγματα πολύ σύγχρονα, που να αναδεικνύει περιπτώσεις και να έχει μία ιστορικότητα και ένα βάθος και τα λοιπά.»). Από όλη αυτή τη διαδικασία, απουσιάζει η ταυτότητα του ακινήτου, η τέχνη ως υποκείμενο και αντικείμενο («Αν δεν είναι μέρος ε… παραγωγής εικαστικού προϊόντος, παραγώγων μάλλον, δεν μπορώ να καταλάβω αν έχει νόημα.»)

Θεματικό δίκτυο 3β: Φόβος για το(ν) «Άλλο(ν)»

Πηγαίνοντας ένα βήμα περισσότερο προς μια πιο αφηρημένη ανάγνωση των κοινωνικών γεγονότων που αφορούν την κοινότητα και τον τόπο, διαπιστώνουμε ότι αναδύεται διαχρονικά ένα φαινόμενο «φόβου για το διαφορετικό». Αρχικά αυτό αντλεί, τόσο από το παραδοσιακό καθεστώς και τα πατριαρχικά χαρακτηριστικά της πυρηνικής οικογένειας («εγώ θυμάμαι, ο δήμαρχος τότε πήγε και τους τα γκρέμισε μαζί με… δηλαδή ήρθαν εδώ πέρα και γκρεμίσανε τα παραπήγματα που είχαν στα Πευκάκια, ε πέντε η ώρα το πρωί, ε με παιδάκια να τρέχουν από εδώ και από κει δεξιά αριστερά,»), όσο και από την ακραία απόκλιση του οικονομικού – πολιτισμικού κεφαλαίου, ανάμεσα στην κοινότητα και τον Ιόλα («Εγώ μια φορά είχα εικόνα μιας τέτοιας στιγμής, ε… πρέπει να ήτανε μόλις είχαμε πρωτομπεί στο σπίτι, το ’77 κάπου εκεί πέρα, και… θα ερχόταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, και μάλιστα εντάξει εμείς, ερχόταν ερχόντουσαν λιμουζίνες χαμός αυτά, κάποια στιγμή λοιπόν που ήτανε να έρθει ο πρόεδρος της Δημοκρατία, οι αστυνομία μας έλεγε μπείτε μέσα στα… σπίτια, που είμασταν στο μπαλκόνι μας ας πούμε…»). Στη συνέχεια και με την σταδιακή εισροή των νέων πληθυσμών, αναδύονται στάσεις και πεποιθήσεις που σχετίζονται με ημι-νεωτερικές, πατερναλιστικές αντιλήψεις («και ένα έτσι αρνητικό περιστατικό, ε.. με κάποια άτομα τα οποία, δεν ξέρω γιατί αλλά φάνηκε να τους ενοχλεί ένα τέτοιο… εγχείρημα, ότι κάπως διαταράσσει… την ηρεμία τους, την καθημερινότητά τους…. εδώ απλά είναι η κατοικία μου και… τι είναι αυτό και τι γίνεται εδώ……»), άμεσα συνδεδεμένες με την ανάπτυξη δικτύων κυριαρχίας ανάμεσα σε κοινωνικές θεσμικές οντότητες («αφού ξεσηκώσαμε τον κόσμο και τους γονείς του δημοτικού και λοιπά, επειδή δε θελαν να συστεγαστούν γιατί θα διαφθείραν τα μεγάλα παιδιά τα μικρά, για όνομα του θεού παναγία μου.»)και τον τύπο («Όχι, γιατί είναι, όπως ήταν ο αυριανισμός τότε, τώρα έχουμε το μακελειό, έχουμε το Λαζόπουλο έχουμε όλα αυτά τα… το ίδιο πράγμα είναι. Όχι, είναι θέμα νοοτροπίας δεν είναι θέμα… απλά αλλάζει …»). Η καταγωγή ως πολιτισμική προέλευση αποτελεί στοιχείο διαίρεσης («..Και τους είπα αυτή τη φράση. Είσαστε μειοψηφία στην Αγία Παρασκευή… οι γκάγκαροι είσαστε μια μειοψηφία, οι έποικοι είμαστε πολλοί περισσότεροι και μην ξεχνάτε ότι είναι η πόλη είμαστε εμείς. Οι συλλογικότητες που κουβαλήσαμε και οι μνήμες που κουβαλάμε από εκεί, αυτή είναι πλέον η Αγία Παρασκευή και είτε το θέλετε είτε δε το θέλετε, είτε σας αρέσει είτε δε σας αρέσει.»). Ο σεξουαλικός προσανατολισμός ως ταυτότητα, απειλεί την έννοια της οικογένειας («Δήλωσε σήμερα ότι είσαι ομοφυλόφιλος, και θα σε παίξουν τα πάντα. δες ένα έργο ας το πούμε που παίζεται, σε ένα θεατρικό έργο, οι σκηνές τέτοιου, τέτοιων χαρακτηριστικών, είναι δυσανάλογες αναλογικά, με αυτό που ισχύει σε όλη την κοινωνία…»). Η ημι-νεωτερική κουλτούρα του εύκολου υπερκέρδους και της οικονομικής κυριαρχίας διαχέεται μέσω της αντιπαροχής και της εκποίησης της παράδοσης («Έχουμε δει κιόλας… έχουμε δει κιόλας στην πράξη ότι… όλα όλα τα.. όλες οι δραστηριοποιήσεις  ας πούμε των περισσότερων δήμων, σε σχέση με τέτοια πολιτιστικά, είναι πολύ αποστασιοποιημένα, ας πούμε απ’ το… μέσο… κόσμο.»). Η σύγχρονη τέχνη ως ενέργημα και αντικείμενο, αποτελούν την αποθέωση του «διαφορετικού», για αυτό αποκλείονται («Να σου πω κάτι το πιο απλό, δηλαδή αυτό που είπαμε πριν για τα… α ήρθε ο πάτερ καλύψτε τους φαλλούς,»). Παράπλευρες απώλειες οι νέοι, μένουν στο περιθώριο, μέχρι να «ενηλικιωθούν».

Κεντρικό Θεματικό δίκτυο 4 – Διαρκής και ατελής μετάβαση από το παραδοσιακό στο μετανεωτερικό κοινωνικό καθεστώς

Μέσα από τα προηγούμενα θεματικά δίκτυα, διαφαίνεται μια διαρκής και ατελής κατάσταση μετάβασης της τοπική κοινότητας, από το παραδοσιακό πατερναλιστικό μοντέλο του παρελθόντος, στο μετανεωτερικό, που μένει στρεβλή και στάσιμη, αναπαράγοντας ημι-νεωτερικές πρακτικές και στάσεις σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα και δίκτυα. Εκκινώντας από τα πρώτα χρόνια της κοινότητας, ουδέποτε αναπτύχθηκε μια διευρυμένη κοινωνική και πολιτισμική λειτουργία, ικανή να ικανοποιήσει τις ανάγκες των κατοίκων, γεγονός που ανέπτυσσε διαχρονικά φυγόκεντρες τάσεις και διαρκείς μετακινήσεις. Εξ αρχής, αναπτύχθηκε μια χωρικά στεγανή κατανομή του πλυθησμού, σε μεγαλοαστικά και μικροαστικά – λαϊκά στρώματα, η οποία στη συνέχεια εμπλουτίστηκε με μεσαία στρώματα εποίκων. Παρά την ανανέωση και τον εμπλουτισμό της κοινότητας από τους νέους κατοίκους, το αξιακό της υπόβαθρο διατηρεί τις αναφορές του αποκλειστικά στην παράδοση, αρνούμενο κάθε στοιχείο που αποκλίνει. Το διαφορετικό γίνεται ξένο και ενισχύει τα περίκλειστα όρια, οδηγώντας στην απομόνωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό.          
Η παραπάνω ατελής κατάσταση, αποκλείει κάθε δυνατότητα συγκρότησης ταυτότητας στην κοινότητα, παρά τη ραγδαία ανάπτυξη που έχει τόσο στο οικονομικό κεφάλαιο, όσο και πληθυσμιακά. Τα κοινωνικά δίκτυα, αναφέρονται σε μικρά υποσύνολα (οικογένειες, παρέες) και οι μόνες διασυνδέσεις και γεφυρώσεις που αναπτύσσονται, αφορούν τις τάσεις κυριαρχίας επί των «άλλων».