«Αλέξανδρος Ιόλας: Το εξέχον θήραμα του αυριανισμού», του Χρήστου Παρίδη – lifo.gr, 08/06/2020

Οι σημαντικότερες στιγμές της αμφιλεγόμενης και συνάμα επιδραστικής προσωπικότητας που πέθανε σαν σήμερα, το 1987.

Έχουν περάσει 33 χρόνια από τον θάνατο του Αλέξανδρου Ιόλα, ενός ανθρώπου που πέρασε από την ελληνική δημόσια ζωή, προκαλώντας τρομερή χλαπαταγή, απορρίφθηκε από την κυρίαρχη λογική, μυθοποιήθηκε από κάποιους, λαβώθηκε ανεπανόρθωτα από τον Τύπο, αγνοήθηκε από την πολιτεία κι έφυγε βαθιά απογοητευμένος από τους συμπατριώτες του.

Μια σημαντική προσωπικότητα της διεθνούς εικαστικής σκηνής που επηρέασε και εν μέρει καθόρισε τη σύγχρονη τέχνη και που οφείλαμε να του αποδώσουμε ανάλογες τιμές. Αντ’ αυτού, πολεμήθηκε λυσσαλέα.

Αλεξανδρινός, άφησε στα δεκαοκτώ του, το 1926, την οικογένειά του, παίρνοντας μαζί του δέκα χρυσές λύρες, τρεις συστατικές επιστολές του Κωνσταντίνου Καβάφη (για τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Μητρόπουλο), μια υπέρμετρη φιλοδοξία και όνειρα μεγαλείου.

Τι ήθελε να γίνει δεν ήξερε πραγματικά: πιανίστας ίσως ή χορευτής. Η δεσποτική του γιαγιά τού είχε πει: «Πήγαινε στη Γερμανία ή τη Γαλλία, ποτέ στην Ελλάδα». Το ένστικτό της για την πατρίδα θα επαληθευόταν οικτρά μισό αιώνα αργότερα. Όμως, ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήθελε ν’ αποδράσει και ν’ ανοίξει τα φτερά του για να πετάξει όσο πιο μακριά γινόταν.

Μερικοί τίτλοι των εφημερίδων, ήταν: «Ο σάπιος Ιόλας και η σαπίλα των άλλων», «Υψηλή σαπίλα: Ασέλγειες και ναρκωτικά», «Καλός κόσμος και υπόκοσμος στην αγκαλιά του Ιόλα», «Γνωστοί Αθηναίοι σε όργια του Ιόλα. Παραπέμπονται για πορνεία – παιδεραστία». Ποιοι υπέγραφαν τα ρεπορτάζ; Εκτός από τον Μάνο Χάρη, ο Αιμίλιος Λιάτσος, η Αγγελική Νικολούλη, ο Άρης Πορτοσάλτε, ο Θοδωρής Δρακάκης αλλά και ο Γιώργος Μαύρος.

Οι απόπειρες του πατέρα του να τον φέρει πίσω και να γίνει βαμβακέμπορος δεν καρποφόρησαν. Η ζωή στην Αθήνα είχε μια γοητευτική ελευθερία. Άλλωστε ανήκε ήδη, ως προστατευόμενος, σε έναν κύκλο ξεχωριστό. Συναναστρεφόταν την Κοτοπούλη, ο Σικελιανός τον προετοίμαζε για τις Δελφικές Γιορτές και η Νέλλη Σεραϊδάρη τον φωτογράφιζε να χορεύει στον Παρθενώνα.

Αλλά σύντομα θ’ αποδρούσε ακόμα πιο μακριά. Έτσι βρέθηκε, εν έτει 1929, στο Βερολίνο, αυτήν τη φορά με μια επιστολή του Δημήτρη Μητρόπουλου προς τον σκηνογράφο της όπερας Πάνο Αραβαντινό.

Eκπάγλου καλλονής, πανέξυπνος, ταλαντούχος, κοσμοπολίτης, δεν χρειάστηκε πολύ για ν’ αναδειχτεί. Θριάμβευσε σχεδόν από την πρώτη στιγμή ως πρώτος χορευτής, απολαμβάνοντας συγχρόνως όλη εκείνη την τρέλα και την ελευθεριότητα του Μεσοπολέμου.

Η άνοδος του ναζισμού τον ανάγκασε σε νέο φευγιό για το Παρίσι, το οποίο θεωρούνταν διεθνές κέντρο του χορού. Εκεί συνδέθηκε με τον Πωλ Βαλερύ, ο οποίος τον επηρέασε καθοριστικά στον τρόπο σκέψης του, αλλά και με τον Αντρέ Μπρετόν, τον θεωρητικό του σουρεαλισμού. Αναπόφευκτα ήρθε σε επαφή με την τέχνη και τον μοντερνισμό.

Μια μέρα του 1931, περνώντας έξω από μια γκαλερί, έμεινε ενεός μπροστά σε έναν πίνακα του Ντε Κίρικο. Μπήκε μέσα, τον καπάρωσε και χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να τον ξεπληρώσει. Μαζί κέρδισε και τη φιλία του ελληνοτραφούς Ιταλού ζωγράφου, με τον οποίο εντρύφησε στον κόσμο του πνεύματος.

Έτσι, άρχισε να γνωρίζει τους πάντες. Τον Ραούλ Ντιφί, που του έκανε το πορτρέτο, τον Κοκτώ, τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Μαν Ρέι και τον Μαξ Ερνστ.

Eκπάγλου καλλονής, πανέξυπνος, ταλαντούχος, κοσμοπολίτης, δεν χρειάστηκε πολύ για ν’ αναδειχτεί. Θριάμβευσε σχεδόν από την πρώτη στιγμή ως πρώτος χορευτής, απολαμβάνοντας συγχρόνως όλη εκείνη την τρέλα και την ελευθεριότητα του Μεσοπολέμου.

Το 1940 συνδέθηκε με τη Θεοδώρα Ρούσβελτ, εγγονή του Αμερικανού Προέδρου, η οποία τον «βάφτισε» Αλέξανδρο Ιόλα. Έστησαν ένα μπαλέτο κι έφυγαν για περιοδεία στη Βραζιλία. Έμειναν μαζί μέχρι το 1943 και λίγο μετά αποφάσισε να εγκαταλείψει τον χορό.

Με τη βοήθεια της φίλης του δούκισσας Μαρία ντε Γκραμόν άνοιξε το 1946 την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη, όπου παρουσίασε ατομικές εκθέσεις του Ρενέ Μαγκρίτ και του Μαξ Ερνστ, με τον οποίο τον συνέδεε μεγάλη φιλία και αλληλοεκτίμηση.

Το 1952 «ανακάλυψε» τον Άντι Γουόρχολ, κάνοντάς του την πρώτη έκθεση, μια σειρά εικονογραφήσεων διηγημάτων του Τρούμαν Καπότε. Από εκεί και μετά η πορεία ήταν μόνο ανοδική και θριαμβική.

Άνοιγε τη μία γκαλερί μετά την άλλη, ξεκινώντας με τη Γενεύη το 1963. Ακολούθησαν Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο, Μαδρίτη, Βυρηττός. Ζει μυθιστορηματικά, ασκώντας τεράστια επιρροή στη σύγχρονη τέχνη. Ο ζωγράφος Γιώργος Λαζόγκας εξηγεί: «Τη δεκαετία του ’60 δημιουργείται μια γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ και ο Ιόλας σ’ αυτό το άνοιγμα πρωταγωνίστησε σε παγκόσμια κλίμακα».

Όλα αυτά τα χρόνια δεν ξέχασε ποτέ ούτε την οικογένειά του ούτε την Ελλάδα. Κάθε καλοκαίρι το περνούσε εδώ. Γύρω στο 1950, τον καιρό που συνεργαζόταν και προσπαθούσε να επιβάλλει τον Τσαρούχη στο εξωτερικό, γνωρίστηκε με τον Πικιώνη και του ανέθεσε να του κτίσει ένα σπίτι σε μια τοποθεσία που είχε εντοπίσει ανάμεσα σε αμπελώνες στην Αγία Παρασκευή.

Στην αρχή δεν ήταν παρά μια κάμαρα κι ένας χώρος για να στεγάσει κάποια έργα που έφερε μαζί του. Σταδιακά, το σπίτι μεγάλωνε για να μπορέσει να χωρέσει ολόκληρη τη συλλογή.

Το 1940 συνδέθηκε με τη Θεοδώρα Ρούσβελτ, εγγονή του Αμερικανού Προέδρου, η οποία τον «βάφτισε» Αλέξανδρο Ιόλα.

Για κάθε νέα άφιξη ορθωνόταν κι ένα νέο τμήμα, μέχρις ότου αναδύθηκε ένα ανάκτορο που στέγαζε μια εκπληκτική συλλογή, που όμοιά της δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Ένα μοναδικό πάντρεμα αρχαίων ελληνικών, κυκλαδικών, βαβυλωνιακών αντικειμένων, ρωμαϊκών κολονών, βυζαντινών εικόνωνκαι έργα των ιδιοφυέστερων καλλιτεχνών του 20ού αιώνα.

Συχνά φιλοξενούσε ινκόγκνιτο σημαντικές προσωπικότητες, ενώ ήταν σαφές ότι εκεί σκόπευε να εγκατασταθεί στα γεράματά του. Απέναντι από το δικό του έκτισε και σπίτια για τις δυο αδελφές του, τη Νίκη και την Ηρώ – με την πρώτη είχε παθολογική σχέση.

Aρχές του ’70 ξεκίνησε συνεργασία με τη γκαλερί Ζουμπουλάκη. Στην ελληνική κοινωνία ήταν γνωστός σ’ έναν μικρό κύκλο καλλιτεχνών κυρίως. Είχε προβάλει ήδη διεθνώς τη δουλειά του Τσόκλη, του Παύλου, του Ακριθάκη, του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του γλύπτη που θεωρούσε τον σημαντικότερο της εποχής του, τον Τάκι.

Ήξερε πολύ καλά τη Μελίνα και τον Κακογιάννη, είχε βοηθήσει στη χρηματοδότηση της Στέλλας και ήταν στενός φίλος του Ταχτσή. Δεν έκρυβε καθόλου ότι ήταν ομοφυλόφιλος -το αντίθετο, μάλιστα- και διατεινόταν ότι οι Έλληνες ήταν οι καλύτεροι εραστές του κόσμου!

Με μερικούς συνδέθηκε ιδιαιτέρως, παίρνοντάς τους μαζί του στα ταξίδια του στις μεγάλες μητροπόλεις και στα μεγάλα πάρτι της διεθνούς αριστοκρατίας.

Η ελληνική κοινωνία, συντηρητική κι εσωστρεφής, δεν γνώριζε την ύπαρξή του και σε όσους είχαν ακούσει κάτι όλα αυτά φάνταζαν εξωφρενικά κι εξωτικά. Άρχισε να γίνεται γνωστός όταν ο Ζάχος Χατζηφωτίου άρχισε να προβάλλει στον «Ταχυδρόμο», στις περίφημες σελίδες του Ίακχου, τα πάρτι του. Από τον πρώτο κιόλας καιρό έγινε απίστευτο σούσουρο.

Οι εμφανίσεις του, εκκεντρικές κι εκκωφαντικές, με μανδύες χρυσοποίκιλτους, εσάρπες, γούνες, φαντεζί πουκάμισα και ακόμα πιο τρελής έμπνευσης παπούτσια, έκαναν πάταγο.

Η χλιδή που έβγαινε προς τα έξω ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Οι εμφανίσεις του, εκκεντρικές κι εκκωφαντικές, με μανδύες χρυσοποίκιλτους, εσάρπες, γούνες, φαντεζί πουκάμισα και ακόμα πιο τρελής έμπνευσης παπούτσια, έκαναν πάταγο. Μύθοι άρχισαν να διαχέονται στην πόλη για πάρτι ανήκουστης ξετσιπωσιάς, με διασημότητες του πλούτου και του θεάματος να ζουν νύχτες ακολασίας.

Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές τον Οκτώβριο του 1981 και η Μελίνα έγινε «εφ’ όρου ζωής» υπουργός Πολιτισμού. Δυο χρόνια μετά ο Ιόλας παραχώρησε στην Όλγα Μπακομάρου μια συνέντευξη-ποταμό για τη «Γυναίκα». Και από κει άρχισε η μεγάλη κατρακύλα. Μίλησε με την έπαρση ενός αριστοκράτη και την υπεροψία ενός ηγεμόνα, απαξιωτικά για όλους και όλα.

Με πόζα σχεδόν θεατρική αποκαθήλωσε ολόκληρη την ελληνική κουλτούρα. Από τον Τσαρούχη, με τον οποίο εν τω μεταξύ είχε έρθει σε ρήξη, μέχρι τον Κουν και την ίδια τη Μελίνα. Ειρωνεύτηκε την «αλλαγή» του Ανδρέα, αλλά και απέναντι στον στενό του φίλο Κωνσταντίνο Καραμανλή, Πρόεδρο της Δημοκρατίας εκείνη την εποχή, ήταν περιπαικτικός. Ολοκλήρωσε την πολιτική του θέση, λέγοντας το αμίμητο «Η φτερού να μας κυβερνήσει»!

Οι Έλληνες σοκαρίστηκαν, δεν κατάλαβαν τι εννοούσε με το «ο Παρθενώνας ήταν μια μικρή έκφραση του 5ου αιώνα και της παρακμής του, ήταν γελοίος», όπως και με άλλες παραβολές του. Το χιούμορ του και ο κοσμοσπολιτισμός του, αντί να τους διασκεδάσει, τους εξαγρίωσε. Έτσι κι αλλιώς, δεν τους πολυπήγαινε αυτή η παρδαλή περσόνα. Γι’ αυτούς δεν ήταν ούτε μαικήνας, ούτε εμπνευστής μεγάλης τέχνης.

Η χλιδή που έβγαινε προς τα έξω ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Στην φωτογραφία ένα από τα εντυπωσιακά δημοσιεύματα στον ξένο τύπο.
Εντυπωσιακά δημοσιεύματα στον ξένο τύπο.

Ήταν μια «κραγμένη», κάποιος που τον τοποθετούσαν στον απόπατο του βολεμένου συστήματος αξιών τους. Και τότε εμφανίστηκε ο άνθρωπος που πυροδότησε την απόλυτη εξόντωσή του.

Η τραβεστί με το ψευδώνυμο Μαρία Κάλλας, ένας άρρωστος ψυχικά άνθρωπος που, έχοντας εργαστεί δίπλα στον Ιόλα, αποφάσισε να τον εκδικηθεί, επειδή τον έδιωξε. Τον κατηγορούσε για παιδεραστία, αρχαιοκαπηλία και χρήση ναρκωτικών.

Με πρώτη και καλύτερη την «Αυριανή», την εφημερίδα που εξέφραζε εκείνη την εποχή τον πιο φαύλο και φασίζοντα λαϊκισμό, ξεκίνησε ένας ανελέητος πόλεμος εναντίον του Ιόλα με τους πλέον χυδαίους χαρακτηρισμούς.

Για χρόνια δεν περνούσε εβδομάδα που να μην ασχοληθεί μαζί του. Ίσως με κύριο στόχο τον Καραμανλή, καθώς ανάλογο πόλεμο είχε κηρύξει και στον άλλο του φίλο, τον Μάνο Χατζιδάκι. Την ακολούθησε σχεδόν ολόκληρος ο ελληνικός Τύπος, με τη συνδρομή δημοσιογράφων της προοδευτικής, κυρίως, παράταξης.

Μερικοί τίτλοι ήταν «Ο σάπιος Ιόλας και η σαπίλα των άλλων», «Υψηλή σαπίλα: Ασέλγειες και ναρκωτικά», «Καλός κόσμος και υπόκοσμος στην αγκαλιά του Ιόλα», «Γνωστοί Αθηναίοι σε όργια του Ιόλα. Παραπέμπονται για πορνεία – παιδεραστία».

Ποιοι υπέγραφαν τα ρεπορτάζ; Εκτός από τον Μάνο Χάρη, που το είχε αναγάγει σε προσωπική βεντέτα, ασχολήθηκαν, μεταξύ άλλων, και ο Αιμίλιος Λιάτσος, η Αγγελική Νικολούλη, ο Άρης Πορτοσάλτε, ο Θοδωρής Δρακάκης αλλά και ο Γιώργος Μαύρος. Ο Ιόλας, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει, έδινε όλο και περισσότερη τροφή με όλο και πιο κραυγαλέες εμφανίσεις και δηλώσεις.

Ο διασυρμός αυτός έμελλε να τον αποδιοργανώσει κι εν τέλει να τον καταστρέψει. Οι Έλληνες καλλιτέχνες σταμάτησαν να τον παίρνουν τηλέφωνο, οι κοινωνικές επαφές περιορίστηκαν, άρχισε να έχει οικονομικό πρόβλημα. Είχε επίσης χαρίσει τις γκαλερί στους εραστές του, που τις διηύθυναν.

Η φίλη του Μελίνα αρνήθηκε να τον στηρίξει, αδιαφορώντας για την πρόθεσή του να κάνει δωρεά τη συλλογή του μαζί με το σπίτι του στο ελληνικό κράτος. Ένα βράδυ, βγαίνοντας από τη «Ζουμπουλάκη» στην πλατεία Κολωνακίου, κάποιοι που καθόντουσαν στη διπλανή καφετέρια άρχισαν να τον κράζουν «να τη, η γριά τσατσά». Αυτό δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει για εβδομάδες.

Εντυπωσιακά δημοσιεύματα στον ξένο τύπο.
Εντυπωσιακά δημοσιεύματα στον ξένο τύπο.

Όλα αυτά την ίδια εποχή, πάνω κάτω, που η γαλλική δημοκρατία τον τιμούσε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και η «Le Monde» κι η «Liberation» έγραφαν ύμνους γι’ αυτόν με αφορμή τη μεγάλη έκθεση της συλλογής της Ντομινίκ ντε Μενίλ, της οποίας ήταν δημιουργός. Ο ίδιος ο Ιόλας ξενάγησε στα εγκαίνια τον Μιτεράν και τον Ζακ Λανγκ.

Στη Θεσσαλονίκη, μια παρέα φωτισμένων φιλότεχνων, με προεξάρχουσα τη στενή του φίλη Μάρω Λάγια, προσπαθούσαν να βρουν χώρο να στεγάσουν το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, όπου θα τοποθετούσαν έργα τέχνης που θα τους δώριζε ο Ιόλας.

Η Μάρω Λάγια θυμάται: «Πήγαμε να βρούμε τον Καραμανλή σε μια δεξίωση και όταν του είπα “κύριε Πρόεδρε, ο Ιόλας θέλει να μας χαρίσει μια συλλογή του και δεν έχουμε χώρο”, εκείνος μου απάντησε στον ενικό “και τι θέλεις από μένα; Αν αυτός σου δώσει, κάτι εμένα να μου περάσεις χαλκά στη μύτη” κι έκανε και την κίνηση στη μύτη».

Τέτοιες συμπεριφορές δεν απέτρεψαν ούτε εκείνη ούτε την Κατερίνα ή τον Πέτρο Καμάρα, τον Γιάννη Μπουτάρη, το Γιώργο Λαζόγκα και τους υπόλοιπους απ’ το να κυνηγήσουν τον στόχο τους.

Τελικά, βρέθηκε ο Γιώργος Φιλίππου της Φίλκεραμ-Τζόνσον, ο οποίος τους παραχώρησε χίλια τετραγωνικά μέσα στο εργοστάσιό του κι έτσι ο Ιόλας πείστηκε να παραχωρήσει 48 έργα σημαντικών καλλιτεχνών όπως οι Τινγκελί, Νίκι ντε Σεν-Φαλ, Ρεϋνώ, Ράις, Μπράουνερ, Τάκι, Τσόκλη, Ακριθάκη και πολλοί άλλοι.

Τα εγκαίνια εντάχθηκαν στα Δημήτρια του 1984 και η Κατερίνα Καμάρα θυμάται ότι «ο πασοκικός δήμαρχος Μιχάλης Παπαδόπουλος ήθελε να βγάλουμε το όνομα του Ιόλα από την πρόσκληση τη στιγμή που ανοίγαμε έκθεση με τη συλλογή που μας είχε παραχωρήσει! Τέτοιος λαϊκισμός! Τελικά, κάναμε διπλές προσκλήσεις».

Στο Μακεδονικό Μουσείο σήμερα βρίσκεται το μόνο τμήμα της συλλογής Ιόλα που πρόλαβε να σωθεί στην Ελλάδα. Η Μάρω Λάγια, πάντως, λέει ότι όταν ο Ιόλας επέστρεψε από μια σοβαρή εγχείρηση καρδιάς που έκανε στην Αμερική και βρέθηκε μαζί του στην Αγία Παρασκευή, είδε τα περισσότερα δωμάτια άδεια.

«Η συλλογή χάθηκε πριν από τον θάνατό του. Η αδελφή του είχε προλάβει και είχε στείλει έξω ένα μεγάλο μέρος. Βλέποντας τους άδειους χώρους, μου είπε “παιδί μου, η σύγχρονη τέχνη πάει μπροστά, θα πάρουμε καινούργια”. Αλλά ούτε εμάς μας ήθελε η Νίκη. Προσπαθούσε να αποτρέψει τη δωρεά».

Με τη Νίκη Στάιφελ είχε μια σχεδόν αρρωστημένη σχέση. Ενώ λάτρευαν ο ένας τον άλλον, καθημερινά βίωναν δραματικές συγκρούσεις. Κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί της, αλλά ούτε και να πει κάτι εναντίον της στον ίδιο.

Η γκαλερίστα Ελισάβετ Λύρα, η οποία σχετιζόταν από παιδί, λόγω του συλλέκτη πατέρα της, με τον Ιόλα, λέει «πάντως, μην ξεχνάμε ότι η Νίκη τον βοήθησε και με τους γάμους της… Αλλά τι συζητάμε τώρα, ο Ιόλας ήταν bigger than life. Εγώ του χρωστάω τα πάντα. Αισθανόταν την τέχνη εκατό φορές περισσότερο από όλους μας. Ξέρεις πόσο σημαντικός άντρας ήταν ο Ιόλας; Όταν οργάνωσα στο Βυζαντινό Μουσείο την έκθεση “Warhol Icon”, εντόπισα μια συνέντευξη στο “Flash Art”, όταν ετοίμαζαν οι δυο τους τον “Μυστικό Δείπνο” στο Μιλάνο. Ρωτάει ο δημοσιογράφος τον Γουόρχολ “Γιατί επιλέξατε να ζωγραφίσετε τον Μυστικό Δείπνο;” και απαντάει “Γιατί ο Ιόλας μου είπε να το κάνω”. Λίγο καιρό μετά πέθαναν και οι δυο».

Κατά τη Μανίτα Χατζηφωτίου, σύμβουλο έργων τέχνης, «μετά τον θάνατό του, πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες, εδώ και στο εξωτερικό, έμειναν στάσιμοι, σταμάτησαν να έχουν έμπνευση. Ενώ, σ’ ό,τι έβαζε εκείνος το χέρι του, γινόταν χρυσό». Η ίδια φωτίζει μια άλλη πτυχή.

«Ήθελε να βάλει ένα παιδάκι στο Κολέγιο Αθηνών με την προϋπόθεση να δεχτούν κάποια έργα δωρεά. Κάποιο μέλος του διοικητικού συμβουλίου έδωσε μάχη, ώστε να μη δεχτούν».

Η εγκαταλελημμένη βίλα Ιόλα. Οταν ο Ιόλας μεταφέρθηκε ως ασθενής στη Νέα Υόρκη οι γείτονες έβλεπαν τα φορτηγά να φορτώνουν μεγάλα κιβώτια.
Μέσα στο σπίτι το πλιάτσικο θύμιζε εκείνο της Μαντάμ Ορτάνς στον Ζορμπά.

Πέντε μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Ιόλας έδωσε το παρών στον13ο τακτικό ανακριτή για την υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Οκτώ χοντρόδετα ντοσιέ αποδείκνυαν την προέλευση όλων των αντικειμένων. Ο ανακριτής τον διαβεβαίωσε ότι θεωρούσε την υπόθεση λήξασα και ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να αποκαταστήσει το όνομά του στον Τύπο. Ουσιαστικά, ήταν σαν να είχε επαναπατρίσει 2.500 αρχαία.

Ο Λαζόγκας προσθέτει επ’ αυτού: «Δεν βρήκαμε καμία συμπαράσταση από κανέναν δημοσιογράφο. Ο “αυριανισμός” είχε τρομερή δύναμη. Η Ελλάδα αδυνατούσε ακόμα να αντιληφθεί τα ανοίγματα της σκέψης και της αισθητικής, έτσι ώστε η παρέμβαση του Ιόλα να αποδώσει.

Ο χώρος της τέχνης, που εγώ τον τοποθετώ πριν και μετά τον Ιόλα, έχασε πολλά εξαιτίας της κακής αντιμετώπισής του. Γιατί ήταν μια πολύπλευρη φυσιογνωμία και βαθύτατος γνώστης της τέχνης, με παγκόσμια εμβέλεια».

Ο Ιόλας μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη ως ασθενής με AIDS. Η Νίκη διορίστηκε διαχειρίστρια της περιουσίας του. Οι γείτονες έβλεπαν τα φορτηγά να φορτώνουν μεγάλα κιβώτια. Μέσα στο σπίτι το πλιάτσικο θύμιζε εκείνο της Μαντάμ Ορτάνς στον Ζορμπά. Άνθρωποι της αυλής του και η Νίκη τραβούσαν από τα χέρια ο ένας του άλλου χαλιά, ρούχα, έπιπλα Αναφέρθηκαν διαρρήξεις. Τόσο η συλλογή όσο και η γκαρνταρόμπα του λεηλατήθηκαν.

Τα αρχαία φυγαδεύονταν στο απέναντι σπίτι και κούτες έφευγαν ως οικοσκευή με προορισμό την κόρη της Σύλβια ντε Κουέβας στην Αμερική. Φυσικά, προτού τεθεί θέμα φόρου κληρονομιάς. Κάποιες κατασχέθηκαν στην αποθήκη της μεταφορικής εταιρείας.

Τόσο η συλλογή όσο και η γκαρνταρόμπα του λεηλατήθηκαν.

Ο Ιόλας απεβίωσε στις 8 Ιουνίου 1987. Το μεγάλο ερωτηματικό παραμένει. Τι απέγιναν τα 10.000 έργα τέχνης; Σε ποιων τα χέρια κατέληξαν; Η πολιτεία, βέβαια, είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να χάσει τη δωρεά. Η χώρα που είχε λατρέψει και στην οποία δώριζε τη συλλογή-έργο ζωής του για να δημιουργηθεί ένα κέντρο τέχνης είχε σχεδόν εκδικητικά αρνηθεί να πραγματοποιήσει το όραμά του.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο LIFO.gr το 2012. 

Ανασύρθηκε από https://m.lifo.gr/articles/portreta_articles/195970/aleksandros-iolas-to-eksexon-thirama-toy-ayrianismoy?fbclid=IwAR0O7CKh5iXr-VwB6ef9a6CYCnpMRjz5TRoGAyqWa8U6Qcip9KyuAvHnep0, τελευταία πρόσβαση στις 20/09/2020

«Eγώ, ο Ιόλας». Aπό τον Κωστή Παπαγιώργη – lifo.gr, 20/06/2012

Η μυθιστορηματική ζωή του Έλληνα συλλέκτη από την Αθήνα στις μητροπόλεις του κόσμου και από την παγκόσμια καταξίωση στην «εγχώρια» διαπόμπευση.

Lester, Iolas and Catherine Guinness, 29 Mαρτίου 1979. Φωτ.: Andy Warhol

Το καλοκαίρι του 1940 ένας Ιταλός φίλος του μετέπειτα Έλληνα συλλέκτη τον πήγε στο κτήμα του Ρούσβελτ, του Προέδρου της Αμερικής, διότι η εγγονή του Θεοδώρα ήθελε να γίνει χορεύτρια. Ο Ιόλας έζησε έναν έρωτα μαζί της, τη συναναστράφηκε μερικά χρόνια, την αρραβωνιάστηκε, αλλά όταν άρχισαν οι αντιδράσεις του προεδρικού κύκλου, για να αποφύγουν το σκάνδαλο, οι δύο νέοι χώρισαν. Πάντως, στην εγγονή όφειλε τον αναβαπτισμό του – από Κωνσταντίνος Κουτσούδης, γεννηθείς στην Αλεξάνδρεια, έγινε ο παγκοσμίως γνωστός Αλέξανδρος  Ιόλας. Η αλεξανδρινή του ρίζα και η μεγαλοαστική του καταγωγή προφανώς αποτέλεσαν ισχυρό παράγοντα για την κατοπινή του σταδιοδρομία.

Στην Αθήνα σπούδασε χορογραφία με τον Βάσο και την Τανάγρα Κανέλλου και, με τη βοήθεια του Δημήτρη Μητρόπουλου, πήγε στο Βερολίνο για σπουδές, όπου τελικά αναδείχτηκε σε πρώτο χορευτή στο Λυρικό Θέατρο του Σάλτσμπουργκ. Τότε ακριβώς άρχισε και η συλλεκτική του μανία για τη ζωγραφική, οι φιλίες με διάσημους καλλιτέχνες σαν τον Ντε Κίρικο, το άνοιγμα εκθέσεων σε μεγάλες πρωτεύουσες (Νέα Υόρκη, Παρίσι, Ρώμη, Βερολίνο, Γενεύη, Μιλάνο, Μαδρίτη, Βηρυτό) και, πάνω απ’ όλα, το θυελλώδες μεσουράνημα του φαινομένου «Ιόλας». Αυτό ακριβώς επιχειρεί να αναδείξει ο Νίκος Σταθούλης, επιστήθιος φίλος του συλλέκτη κι επιλεγμένος βιογράφος του. Η μορφή που έδωσε στο βιβλίο είναι, θα λέγαμε, μια μακροσκελής συνέντευξη τριακοσίων σελίδων, η οποία παρακολουθεί την πορεία του Ιόλα σε όλες τις φάσεις της ζωής του.

Ένα από τα ανεξήγητα της νεανικής ζωής του είναι, βέβαια, η εγκατάλειψη του χορού.

Ο ίδιος παρατηρεί: «Η ζωή με τους χορευτές είναι το χειρότερο πράγμα. Πολύ σπάνια έχουν ανατροφή. Έτσι, το 1944 χόρεψα για τελευταία φορά. Ως τότε ποτέ δεν είχα πάψει να αγοράζω έργα τέχνης, κοσμήματα, πίνακες, γούνες, ταπισερί. Μου άρεσαν πολύ τα παλιά πράγματα. Αλλά ένας πίνακας του Ντε Κίρικο με έκανε το 1931 να ανακαλύψω τη μοντέρνα τέχνη, αυτή που πήγαινε στον σουρεαλισμό, αυτή που λατρεύω». Ένας άνθρωπος που για να χαρακτηρίσει την Τζάκυ Ωνάση έλεγε πως «το πρόσωπό της παίρνει το χρώμα της φράσης που λέει» ασφαλώς δεν στερείται γούστου. Το βασικό ένστικτο του Ιόλα ήταν η εκρηκτική διασημότητα πάση θυσία, η παγκόσμια φήμη, η συναναστροφή θρύλων από κάθε κοινωνική ομάδα, το μεγάλο όνομα, η αίγλη με κοινωνικό αντίκρισμα, η φήμη και το κοσμικό αίνιγμα. Ζώντας πάντα μέσα σε ένα δίκτυο διαθρυλούμενων ατόμων, πολιτικών, καλλιτεχνών, ανθρώπων του πλούτου αλλά και των γραμμάτων, δεν δανειζόταν απλώς δόξα αλλά ανήκε δικαιωματικά σ’ έναν λαό «εκλεκτών» και αδιαφιλονίκητων σταρ. Χωρίς μικροψυχία, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο Ιόλας δεν ήταν δημιουργός, δεν «γεννούσε» κάτι, απεναντίας το ανακάλυπτε, του πρόσφερε προστασία και διασημότητα, το καθιστούσε παγκόσμια ανακοίνωση και φυσικά συνέδεε το όνομά του με τη συντροφιά των ζωγράφων. Εξάλλου, μπορεί να μη ζωγράφιζε, ωστόσο αντιμετώπιζε τον εαυτό του ως ένα είδος έργου τέχνης. Είχε μυθική γκαρνταρόμπα, συντηρούσε αμέτρητα κοστούμια, γούνες, υποκάμισα, με έκδηλη την πρόθεση να μην έχει ψεγάδι – όντας ο φύλακας άγγελος της γκαλερί που στέγαζε τον μύθο της ομορφιάς. Μπορεί, βέβαια, να δανειζόταν δόξα από δεύτερο χέρι, αλλά, προάγοντας τον εαυτό του σε κοινωνικό φαινόμενο, άφηνε να εννοηθεί ότι κάτι από Ιόλα υποκρύπτεται σε όλα. Ο ίδιος ήθελε να είναι -και ήταν ενίοτε- ένα ένσαρκο αριστούργημα. «Η τέχνη δεν έχει λόγια. Τα λόγια δεν έχουν καμιά σχέση με την τέχνη. Αυτό είναι το μυστικό της. Την αφήνεις να σε μαγέψει. Είναι λάθος να είσαι έξυπνος και να μιλάς με γνωματεύσεις. Όταν το κάνεις αυτό, απλά γίνεσαι βαρετός. Το να μιλάς για την τέχνη μου φαίνεται πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει ένας καβγάς»!!!

Οι ιδιοφυείς νέοι της ελληνικής περιφέρειας -ο Ωνάσης κυρίως και ο Ζάπας- θαυμάστηκαν για το κερδοσκοπικό τους δαιμόνιο, με τη διαφορά ότι το δαιμόνιό τους αφορούσε τα λεφτά, μονάχα τα λεφτά, ενώ ο Ιόλας ήταν αποφασιστικά στραμμένος προς την τέχνη. Οι εφοπλιστές ήταν φορτηγατζήδες του πελάγους, αγόραζαν «μαούνες» και τις γέμιζαν δολάρια, αντίθετα ο Αλεξανδρινός είχε ανέβει άλλη κλίμακα.

Ήταν προστάτης της ομορφιάς, πράκτορας του καλού γούστου, οπότε, βασιλικά ντυμένος,πίστευε ότι σωζόταν κι αυτός μαζί με τις εκθέσεις του και τις συλλογές του. Άλλωστε, δενείναι τυχαίο ότι οι συλλογές του προέβαλλαν έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, έργα, με άλλα λόγια, που τα βλέπει κανείς συνοδευόμενος από άλλους ή ακούγοντας τον σχολιασμό των ειδημόνων. Για να το πούμε απλά: ό,τι έκανε ο Ιόλας απαιτούσε συντροφιά, παρουσία μαρτύρων, κοινωνικότητα. Η απόλαυση των πινάκων θύμιζε πανάκριβο πάρτι, μάζωξη διασήμων, τρελό πανηγύρι κοσμικότητας. Με μια βόλτα σ’ ένα μοντέρνο μουσείο μαθαίνεις πάρα πολλά για τη μοντέρνα τέχνη. Αντίθετα, με τα βιβλία τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Γι’ αυτό δεν ήθελε να τον σταμπάρουν ως Έλληνα ή Αιγύπτιο – εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν το κέντρο του κόσμου. Τέτοια ήταν η Αλεξάνδρεια στις μέρες του. Ήταν το κέντρο του κόσμου. Απόλυτα ελληνική, είχε ελληνικά σχολεία, ελληνικά νοσοκομεία, ελληνικά γυμναστήρια, ελληνικές φυλακές, ελληνικά νεκροταφεία. Πώς να πιστέψει, λοιπόν, στις εθνότητες ο Ιόλας, άνθρωπος με 100 διαβατήρια; Διόλου παράξενο το γεγονός ότι υμνεί την παρουσία ατόμων σαν τον πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ, τον άνθρωπο που ξεπάστρεψε τον διαβόητο Ρασπούτιν.

Γιατί διαλέξατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα, Ιόλα;

– Γιατί οι Έλληνες είναι καταπληκτικοί εραστές. Κανένας εραστής στον κόσμο δεν τους

ξεπέρασε!»

Η ιδιομορφία, όσον αφορά τον έρωτα, δεν ήταν μια κρυφή πτυχή της ζωής του Ιόλα. Ο«ελληνικός έρως» διαπότιζε τη ζωή του, την ενέπνεε, δεν επρόκειτο μόνο για την περιβόητη «πουστιά», απεναντίας ήταν η ποίηση της ύπαρξής του, ο προσανατολισμός του στην ηδονή και τη χαρά. Μ’ έναν λόγο, άνευ της εμπλοκής του με τους άνδρες ο ίδιος δεν υπήρχε. Επιζητούσε την κοινωνική αποδοχή επιστρέφοντας στην Ελλάδα; Προφανώς ναι, ωστόσο πίστευε ότι «ζωή χωρίς εχθρούς δεν έχει μυστήριο». Η συνέντευξη που έδωσε στην Όλγα Μπακομάρου αποκαλύπτει τους φόβους του για την ντόπια κοινωνία και συνάμα την περιφρόνησή του για διάσημους και άσημους.

Τον εαυτό του τον λογάριαζε ως άτομο υπεράνω κριτικής, διότι ήταν ο υπερ-διάσημος Ιόλας, αυτος που ό,τι άγγιζε γινόταν χρυσάφι. Όταν τον ρωτούν για τα πολιτικά πράγματα, απαντά με αλαζονεία: «Η φτερού να μας κυβερνήσει».

Παραδόξως πώς, ό,τι στο εξωτερικό ήταν θαυμαστή ιδιότητα στο ελληναριό δεν πέρναγε. « Ήταν συναρπαστική η ζωή μου! Ήταν συναρπαστικό για μένα να γνωρίσω όλους αυτούς τους διάσημους καλλιτέχνες και να γίνω φίλος τους. Είχα τη χαρά να με τιμήσουν με τη φιλία τους. Να με βάλουν στον εσωτερικό τους χώρο. Δεν είναι λίγο αυτό…». Όντως δεν είναι, μόνο που ως νόμισμα που «κόπηκε» στο εξωτερικό, στην Ελλάδα της δραχμής δεν περνούσε.

Ο ίδιος δήλωνε ατόφιος Έλλην της διασποράς, αλλά δεν ανεχόταν καμιά ομοιότητα με τους Έλληνες που γνώρισε στο εξωτερικό.

«Για τον Φασιανό τι γνώμη έχετε;». «Αχά, Θεέ μου, μη με τυραννάτε! Απαίσιος είναι».

«Μα, εσείς τον βοηθήσατε να επιβληθεί…».

«Τον είδα φτωχό στο Παρίσι. Με πήγαινε σε κάτι ελληνικά εστιατόρια εκεί πέρα, μ’ άρεσε η ζωή που μου έδειχνε. Ασήμαντοι Ελληνες, μικρούληδες, φτωχούληδες, είχαν ενδιαφέρον για μένα. Τους εκατομμυριούχους και τους δισεκατομμυριούχους τους είχα γνωρίσει. Αυτό που έκανα για τον Φασιανό δεν το έκανα γιατί ήταν μεγάλος καλλιτέχνης. Το έκανα γιατί ήταν Έλληνας και για να του δώσω βοήθεια. Και με αυτό τι έγινε; Έγινε μεγάλος καλλιτέχνης ο Φασιανός; Μπόρεσα να τον κάνω μεγάλο εγώ; Χειρότερος έγινε…».

Με αυτό το κριτήριο αντιμετωπίζει ο Ιόλας τους πάντες: από τον Καραμανλή και τη Μελίνα ίσαμε τον Παπανδρέου και τον Τσαρούχη.

Γενικά, η επάνοδός του στην Αθήνα ήταν μεγάλη καταστροφή. Μιλάμε για την εποχή του

αυριανισμού, για την άνοδο του Ανδρέα, για τη μετα-χουντική Ελλάδα. Το παλάτι που έχτισε στην Αγία Παρασκευή για να στεγάσει όλα τα έργα των συλλογών του τάχιστα έγινε βίλα των οργίων. «Όλη η πολιτική, καλλιτεχνική και κοινωνική σαπίλα τραπεζωνόταν στο ανάκτορο του Ιόλα», έγραφαν οι εφημερίδες. «2.000 ντόπιες και ξένες προσωπικότητες μάζεψε ο ανώμαλος αρχαιοκάπηλος στο Γεύμα του Αιώνα» κ.λπ.

Βέβαια, αυτός ο Έλλην του εξωτερικού –που ήταν ένας από τους δέκα ιδρυτές του Κέντρου «Ζωρζ Πομπιντού»- είχε εγκαινιάσει το Μακεδονικό Κέντρο Σύχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, αλλά για τη βδελυρή δημοσιογραφία όλα αυτά έζεχναν κραιπάλη, ναρκωτικά, ομοφυλοφιλία και παλιανθρωπιά. Ο εισαγγελέας θα κάνει αγωγή στον Αλέξανδρο Ιόλα για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, για ακολασία με νεαρούς άνδρες, για κερδοσκοπικά κίνητρα, παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων. Ο Ιόλας ξεσπούσε: «Τους πούστηδες, εμένα να καταντήσουν έτσι!»

Στις 8 Ιουνίου 1987, ο Ιόλας άφησε την τελευταία του πνοή στη Νέα Υόρκη, προσβεβλημένος από τον ιό του AIDS. H αδελφή του Νίκη Στάινφελ ζήτησε να καεί. Η τέφρα του έφτασε, λίγες μέρες μετά, κρυφά και ετάφη στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής, σε έναν τάφο που είχε παραχωρήσει ο δήμος για τους ευεργέτες. Στην κηδεία του δεν παρευρέθηκε κανείς. Είχε δώσει ρητή εντολή η αδελφή του «όποιος πλησιάσει το νεκροταφείο, να εκδιωχθεί».

Ανεσύρθει από https://m.lifo.gr/mag/features/3292, τελευταία πρόσβαση στις 21/09.2020