Ο Ιόλας χτίζει το σπίτι του γύρω στο ’50. Διαμορφώνει τον κήπο με μαρμάρινα τραπέζια, υστεροβυζαντινές κολώνες, επιτύμβιες πλάκες, πλακόστρωτο σχεδιασμού Πικιώνη, και φυτεύει “Ελληνικά” -όπως τα οραματίστηκε- δέντρα, κατά κύριο λόγο ελιές. Έτσι δημιούργησε περάν της δικής του εστίας και τις καλύτερες συνθήκες προς εγκατάσταση των πουλιών του κήπου του, τα οποία μαθαίνουμε από μαρτυρίες περιοίκων ότι προστάτευε από τους επίμονους, νεαρούς κυνηγούς της γειτονιάς. Και για αρκετά χρόνια το φυσικό περιβάλλον συνυπήρχε αρμονικά με τον άνθρωπο Ιόλα. Ενώ εκείνος πηγαινοερχόταν σε κοσμοπολίτικες γειτονιές του κόσμου, το σπίτι δεχόταν αρχιτεκτονικές επεμβάσεις και προεκτάσεις, τα δέντρα και τα φυτά μεγάλωναν, τα πουλιά έχτιζαν νέες φωλιές και μεγάλωναν τα μικρά τους κυνηγώντας σκουλίκια και σκαθάρια. Ώσπου μια μέρα η συμβίωση άλλαξε ισορροπίες, ο Ιόλας πέθανε, το σπίτι σφραγίστηκε και λεηλατήθηκε πολλές φορές. Με αφορμή την εγκατάλειψη της έπαυλης αναπτύχθηκε ανεμπόδιστα το φυσικό τοπίο που την περιβάλλει. Ο κήπος είναι ο πλέον μόνος κατοικήσιμος -από φυσικά όντα- χώρος του οικοπέδου. Εκεί, συμβιώνουν τα θραύσματα των σπασμένων μαρμάρινων τοίχων του κτιρίου, τα απομεινάρια των μαρμάρινων παγκακιών και τραπεζιού, το βάθρο του γλυπτού της Niki de Saint Phalle, το πλακόστρωτο του Πικιώνη, τα δέντρα και φυτά του Ιόλα και πολλά πουλιά (πρέπει να μάθω τι είδους πουλιά!).
Ο κύριος Θεόδωρος εκτρέφει καρδερίνες σε κλουβιά στο μπαλκόνι του 5ου ορόφου της πολυκατοικίας που μένει, με σκοπό να τις ακούει να κελαηδάνε στον ελεύθερο χρόνο του. Για να εκπαιδεύσει τις καρδερίνες να κατακτήσουν το επιδιωκόμενο κελάηδισμα τις ηχογραφούσε και μόνταρε τους ήχους στις κασέτες ώστε να έχει προ ηχογραφημένο το ιδανικό κελάηδημα που στη συνέχεια τους έβαζε να ακούν. Με σκοπό πάντα να το επαναλάβουν ζωντανά, να παράξουν τον τέλειο, για τον ίδιο, ήχο. Τα χειρόγραφα σχόλιά του πάνω στις κασέτες είναι του τύπου «ΚΑΡΔΕΡΙΝΑ ΚΑΛΗ», «ΚΑΛΟΥΤΣΙΚΗ», «ΘΕΛΕΙ ΔΙΟΡΘΩΣΗ», «ΟΧΙ ΚΑΛΗ». Ο κύριος Θεόδωρος μεγαλώνει, δε μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στον καθαρισμό και περιποίηση των καρδερίνων του, μετακομίζει στο νησί του και οι ήχοι παραμένουν στις κασέτες.
Μια πρώτη ιδέα είναι, μέσα από τις δύο αφηγήσεις, να μελετήσω αρχικά κοινές έννοιες όπως η εστία, η ελευθερία, αλλά και το όραμα. Μέσα από τη γειτνίαση των προ ηχογραφημένων και ζωντανών ήχων πουλιών, το κοινό στοιχείο ανάμεσα στις 2 ιστορίες, θα διερευνήσω την έννοια του πραγματικού και του κατασκευασμένου. Πιο συγκεκριμένα σκέφτομαι να δουλέψω με μέρος του αρχείου του κ. Θ. που περιέχει τους προ ηχογραφημένους ήχους κατά κύριο λόγο καρδερίνων. Κατά τη διάρκεια μιας περφόρμανς στο χώρο της αυλής, θα παράγω ένα “ζωντανό”(live) ηχοτοπίο, μοντάροντας αυτά τα ιστορικά πλέον, ηχητικά στοιχεία. Μετά την περφόρμανς και κατά τη διάρκεια της έκθεσης, το μαγνητόφωνο θα παίζει τους μονταρισμένους από εμένα ήχους, και έτσι η γειτονιά, για λίγο χρόνο θα ακούει μαζί με τους φυσικούς και τους παράγωγους, φιλοξενούμενους στον κήπο του Ιόλα ήχους, που κάποτε ο κύριος Θ. είχε οραματιστεί και κατασκευάσει.