ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κάθε εποχή έχει τη μονόπλευρη θέση της και ό, τι υπάρχει έξω από τη θέση αυτή, θεωρείται ανάξιο, άχρηστο, καταδικαστέο.
Κάθε εποχή έχει το πνεύμα της. Το οποίο παίρνει τη μορφή ενός δεοντολογικού κανόνα, ο οποίος απαγορεύει τις εξαιρέσεις. Απαγορεύει όλα αυτά τα οποία αποδεικνύουν οτι η ιστορία πορεύεται αντίθετα. Έξω από διαγεγραμμένα σχήματα. Σχήματα δογματικά. Ξένα από τη ζωντάνια της ίδιας της ιστορίας και της ελευθερίας της.
Όταν το πνεύμα της εποχής γίνεται υπαγορευμένο, τότε είναι υποταγμένο. Είναι ανελεύθερο. Τότε όμως γίνεται και επικίνδυνο. Όπως η εποχή που ξεκίνησε να γράφεται αυτό το βιβλίο.
Πρίν από 30 χρόνια, γύρω στα 1983 . Μόλις δυο χρόνια ήταν που το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είχε καταλάβει στην εξουσία. Μία εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε δικαιοσύνη. Ένα πάθος… φτιαχτό πάθος καθοδηγούσε τα πλήθη σε φανερά ψεύδη, τα οποία τότε, το αμόρφωτο πλήθος, δεν καταλάβαινε οτι θα κληθεί 30 χρόνια μετά, να ζήσει συγκλονιστικές δοκιμασίες σαν αυτές που ζούμε όλοι σήμερα, προκειμένου να νοιώσει την αρχή των δεινών της ζωής.
Μόλις είχα τελειώσει τη θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό, το φθινόπωρο του 1981, όταν ένα απόγευμα, στο σπίτι του παιδικού μου φίλου Νίκου Κουτσίνα, στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι, γνώρισα το ζωγράφο Μίνω Αργυράκη.
Από την πρώτη στιγμή, η συμπάθειά μας ήταν αμοιβαία. Πήγαινα στο σπίτι του στο Παγκράτι. Ερχόταν και εκείνος στο πατρικό μου σπίτι στον Υμηττό και έμενε συχνά. Του άρεσε.
Άρχισαν τότε τα ταξίδια. Παρίσι, Κοπεγχάγη, Άμστερνταμ, Ρώμη, Βενετία. Άρχισαν και οι γνωριμίες τότε με τον Αλέκο Φασιανό, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, το Μάνο Χατζιδάκι, τον Δανό συγγραφέα,μεταφραστή και ποιητή Όλε Βάλε Όλσεν , τον Γιάννη Τσαρούχη. Εποχή αθωότητας.Διάβαζα Ρεμπώ, άκουγα”The tide is high”,των Blondie και “Another one bites the dust” των Queen.
Ο Νικόλας Άσιμος ανέβαζε την ένταση στο κασετόφωνο εκείνη την εποχή . Η Κατερίνα Γώγου και η Βερονίκη Δαλακούρα φιγουράριζαν στις προθήκες των ψαγμένων βιβλιοπωλείων. Ηταν, το 1981 όταν γνώρισα τον γλύπτη Τάκι, από τον οποίο άκουσα για πρώτη φορά το όνομα “Αλέξανδρος Ιόλας”.
Οι περιγραφές του και οι αναμνήσεις του ήταν εκκωφαντικές. Μόλις είχε τελειώσει τη προσωπική του έκθεση στο Μουσείο του Ζωρζ Πομπιντού, στο Παρίσι και είχαμε συναντηθεί στο σπίτι του στο Γεροβουνό, με τον Μίνω Αργυράκη. Για πρώτη φορά άκουσα για τον Αλέξανδρο Ιόλα, “..τον άνθρωπο, ο οποίος μεσουράνησε στο χώρο της τέχνης του εικοστού αιώνα.”. Απο τότε θυμάμαι τον εαυτό μου να κρατώ σημειώσεις σε σκόρπια χαρτιά τα οποία στοιβάζονταν κατά καιρούς πάνω στο γραφείο μου μέχρι να βρουν τη κατάλληλη θέση τους σε κάποιο ντοσιέ. Οι αναφορές στον Αλέξανδρο Ιόλα ήταν ελάχιστες έως σπάνιες.
Δεν θα ξεχάσω τότε την ίδια περίοδο, την πρώτη συνάντηση μου με τον ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, στο σπίτι του στην οδό Κριεζώτου, σε ένα δείπνο με τον Μίνω Αργυράκη, όπου η συζήτηση κατέληξε σε ένα πολυτελή δερματόδετο λιθογραφικό κατάλογο, τον οποίο είχε εκδόσει ο Αλέξανδρος Ιόλας για τον ίδιο απο την εποχή της συνεργασία τους, και ο οποίος βρισκόταν σε περίοπτη θέση επάνω στο γραφείο της βιβλιοθήκης του αρχοντικού του. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα για την “πνευματικότητα” και τη “φιλοσοφική σκέψη” του Αλεξανδρινού συλλέκτη, από ένα μεγάλο καλλιτέχνη της γενιάς του .Ήταν δύο η τρείς οι επισκέψεις μας στον δάσκαλο και πάντοτε “έπιανα” τον εαυτό μου να χαζεύει τους πολυτελείς καταλόγους τους οποίους είχε εκδόσει ο Αλέξανδρος Ιόλας για τον καλλιτέχνη του.
Εκείνη ωστόσο, η παρατήρηση του Μάνου Χατζιδάκι, τη Μεγάλη Εβδομάδα, στο σπίτι του Φιλίππου και της Τιτίνας Κουτσίνα, στη Μακρινίτσα Πηλίου, όπου ήμασταν προσκεκλημένοι προκειμένου να γιορτάσουμε μαζί τις ημέρες του Πάσχα, με την παρέα του Μίνου Αργυράκη, καθώς και του Μάνου Χατζιδάκι- προκειμένου να συνεργασθούν για την “Πορνογραφία” που θα ανέβαινε εκείνη την περίοδο,-έχει μείνει ανεξίτηλη στις σημειώσεις μου.
Σε μια ανάμνησή του από τη περίοδο της Νέας Υόρκης το 1968, θα θυμηθεί τον Αλέξανδρο Ιόλα, όταν του είχε ζητήσει να του γράψει μιά σύνθεση: “Η αρετή του Αλέξανδρου Ιόλα είναι η ευημερία του. Τη πολυτέλεια της έντιμης συμπεριφοράς μπορεί να την υποστεί κάποιος μονάχα όταν έχει φτάσει στην κατάλληλη θέση και έχει αποκτήσει το χρήμα που συμβαδίζει μ’ αυτήν.”
Η πιό αξιοσημείωτη ωστόσο αναφορά ήταν η σκέψη του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα για τον Αλέξανδρο Ιόλα : “Είναι περισσότερο Έλληνας από του Έλληνες. Ο Αλέξανδρος Ιόλας θα πεθάνει μέσα σε ένα αριστουργηματικό θεατρικό έργο, το οποίο έστησε ο ίδιος, με την ίδια του τη ζωή. Ο Ιολικός κόσμος του, είναι η ίδια η ιστορία της τέχνης του εικοστού αιώνα.”
Αυτή η επίσκεψη θα μείνει βαθιά χαραγμένη μέσα μου, καθώς μου εξηγούσε τον ονειρικό κόσμο που είχε πλάσει και ζήσει ο Ιόλας,, ο οποίος το μόνο λάθος που έκανε στη ζωή του, ήταν να έρθει να ζήσει στην Ελλάδα. Τα όνειρα είναι ακριβά, δεν είναι τζάμπα.
Σχεδόν ολόκληρη η καλλιτεχνική κοινότητα συζητούσε για τον Αλεξανδρινό συλλέκτη. Πολλοί καλλιτέχνες οι οποίοι ετοίμαζαν έργα για το Μουσείο του, στην Αγία Παρασκευή, μιλούσαν για το πρωτοφανές “εύρος” και για το “κύρος” της προσωπικής του συλλογής,, η οποία έφτανε τμηματικά στη Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Στην Ελλάδα θεωρούσαν τότε δύσκολο να συναντήσει κανείς τον Αλέξανδρο Ιόλα, επειδή ποτέ δεν βρισκόταν εδώ. Ερχόταν μόνο για διακοπές, τα καλοκαίρια. Ο μύθος ωστόσο γύρω απο το όνομά του διευρύνετο. Το ίδιο και οι σημειώσεις μου.
“Είναι το ίδιο του το είδωλο, το ανάκτορο του στην Αγία Παρασκευή. Είναι ο καθρέφτης του. Όταν ανοίγουν όλες τις πόρτες διάπλατα, όλα γίνονται μέσα εκεί, εκτυφλωτικά. Γινόσουν μέρος του σκηνικού που είχε στήσει και αυτόματα είχες μια άλλη συμπεριφορά, την οποία την ανακάλυπτες ξαφνικά για πρώτη φορά στη ζωή σου μέσα σαυτό το μοναδικό Ιολικό σκηνικό…” θα μου πεί, μεταξύ άλλων ο Γιάννης Τσαρούχης σε μια επίσκεψή μας στον Μυστρά, προκειμένου να συναντήσουμε την μοναχή Καλή, την οποία θυμόταν απο την εποχή που ως βοηθός του Φώτη Κόντογλου, αγιογραφούσαν το Ναό του Παντοκράτορος και την οποία βρήκαμε ηγουμένη πλέον και τυφλή, το φθινόπωρο του 1982.
Μιά ακόμη σημείωσή μου στα σκόρπια χαρτιά ήταν απο ένα ταξίδι με τον Μίνω Αργυράκη στο Παρίσι, στο σπίτι του γλύπτη ΤΑΚΙ , όταν ο καλλιτέχνης που σφράγισε τη ζωή του με τον γκαλερίστα του, θυμόταν το απροσδόκητο του χαρακτήρα του Αλέξανδρου Ιόλα: “Εγχειρισμένος με by pass στο New York Hospital, και ενώ οι κληρονόμοι του πλακώνονταν για τη κληρονομιά, εκείνος είχε στο μυαλό του μόνο το Μουσείο του και τις αρχαιότητες που μόλις είχε αγοράσει από τους Christie;s, προκειμένου να τις επαναπατρίσει στην Ελλάδα…”
Η ρήση όμως που με ιντρίγκαρε ήταν μια ακόμη γνώμη του Μάνου Χατζιδάκι, ένα απόγευμα την Άνοιξη του 1982, στο σπίτι του στην οδό Ριγηλής.. Το ίδιο πρωί με τον οδηγό του μου είχε στείλει στο πατρικό μου σπίτι δύο βιβλία των εκδόσεων Ίκαρος: “Στη Κοιλάδα με τους Ροδώνες” του Νίκου Εγγονόπουλου και τη ¨Μαρία Νεφέλη” του Οδυσσέα Ελύτη με προσωπική αφιέρωση. “Ο Αλέξανδρος Ιόλας μοιάζει περισσότερο με Μαροκινό πρίγκιπα. Αν ζούσε σε άλλες εποχές θα ήταν σαν αρχαίος έλληνας θεός…”.
Εκείνη την εποχή κανείς δε γνώριζε σχεδόν τίποτα για τον Αλεξανδρινό συλλέκτη, εκτός βέβαια απο τη καλλιτεχνική κοινότητα, η οποία ήταν ενημερωμένη για τις περισσότερες δραστηριότητές του στο χώρο της διεθνούς εικαστικής σκηνής.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας άρχισε να γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό, όταν ο Ζάχος Χατζηφωτίου στη στήλη του “Ίακχος”, στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”, φιλοξενούσε τα πρωτοφανή για την εποχή χλιδάτα πάρτη του στη βίλα του στην Αγία Παρασκευή, όπου οι προσκεκλημένοι του από το εξωτερικό, ήταν περισσότεροι απο τους φίλους του στην Αθήνα.
Εκείνη την εποχή το να σου δώσει συνέντευξη ο Αλέξανδρος Ιόλας, εθεωρείτο δημοσιογραφική επιτυχία. Όχι γιατί απέφευγε τη δημοσιότητα. Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά γιατί ποτέ δε βρισκόταν σταθερά σε κάποιο μέρος να τον βρεις.
Η πρώτη συνέντευξή του ήταν στη δημοσιογράφο Φρίντα Μπιούμπη, για το περιοδικό “Ταχυδρόμο” το 1982, η οποία ουσιαστικά σύστησε τον Αλέξανδρο Ιόλα στο ελληνικό κοινό.
Ύστερα απο λίγο καιρό, το 1982, μια συνέντευξή του στη Λιάνα Κανέλη η οποία εργαζόταν τότε στο συγκρότημα Λαμπράκη, στο ίδιο περιοδικό, προκαλεί αίσθηση, ενώ όλο και πιο συχνά η Μανίτα Χατζηφωτίου μέσα από τις κοσμικές στήλες της αρχίζει να προβάλει συστηματικά τις δραστηριότητες του Αλέξανδρου Ιόλα, κάνοντας τον ευρύτερα γνωστό στο ελληνικό κοινό.
“Όταν προασπίζεις την ομορφιά πρέπει ταυτόχρονα να γίνεσαι ύαινα για να τη προστατέψεις” θα δηλώσει ο Αλέξανδρος Ιόλας στο περιοδικό Interview του Andy Warhol,το Σεπτέμβριο του 1982. Ήταν η συνέντευξη της χρονιάς. Η συνεργάτης του Andy Warhol, Iris Love, η οποία πήρε τη συνέντευξη, είχε έρθει και είχε φιλοξενηθεί σχεδόν μια εβδομάδα στο ανάκτορο της Αγίας Παρασκευής.
Τα μεγαλύτερα περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής έστελναν κλιμάκια απο φωτογράφους και δημοσιογράφους προκειμένου να απαθανατίσουν για τις σελίδες τους το Σπίτι-Μουσείο του Αλεξανδρινού Έλληνα: “Town and Country”, “Casa Vogue” “Vanity Fair”
Μέρα με τη μέρα η Ελλάδα άλλαζε. Ο Ελληναράς, με το που ήρθε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία θέριεψε.
Μια τραχιά τάξη ήρθε στα πράγματα, παραμερίζοντας τις εκλεπτυσμένες διαθέσεις των μικρόχαρων απολαύσεων της ελληνικής κοινωνίας μετά την επτάρονη περιπέτειά της.
Αυτή η εξαίσια περίπτωση του Αλέξανδρου Ιόλα, για το ελληναριό της εποχής φάνταζε σαν βλασφημία. Στα πράγματα της χώρας ήρθε η αμορφωσιά. Η αγραμματοσύνη έψαχνε στόχους. Οι στόχοι ήταν εύκολοι στο πρώτα χρόνια των -80ς. Όποιος τολμούσε να ξεφύγει απο τα αποπνικτικά όρια της μιζέριας των Πασόκων, τον ξέσκιζαν. Αλήτες, νταβατζήδες, μάγκες και συμμορίες είχαν αναλάβει να εξωραΐσουν τη χώρα.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν απόλυτος. Και όταν το Δεκέμβριο του 1982 μίλησε στο γαλλικό τηλεοπτικό κανάλι TV5 , όπου μεταξύ άλλων είπε οτι: “ Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Μελίνα Μερκούρη είναι η μεγαλύτερη καταστροφή για τη χώρα του Πολιτισμού…”, ήταν τότε ακριβώς που άρχισαν τα πρώτα ειρωνικά σχόλια, απο τις ανυπόγραφες στην αρχή, ενυπόγραφες στη συνέχεια στήλες των Αθηναϊκών εφημερίδων.
Μέχρι που η έμπορος τέχνης και φίλη του Αλέξανδρου Ιόλα Ανίκα Βαρβαρήγου, το 1983 του σύστησε τη δημοσιογράφο Όλγα Μπακομάρου, η οποία εργαζόταν τότε στο περιοδικό ‘Γυναίκα” το οποίο μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του γυναικείου και όχι μόνο αναγνωστικού κοινού της εποχής.
Η συνέντευξη ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη και συνεχίστηκε αρκετό καιρό μετά όταν ο Αλέξανδρος Ιόλας επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το ελληναριό, το οποίο μέχρι τότε δεν ήταν συνηθισμένο να του τα “πέι” κάποιος ο οποίος απελευθερωμένος απο ταμπού θα μιλούσε ανοιχτά ακόμα και για την ομοφυλοφιλία του, αγανάκτησε μετα τη δημοσίευση της συνέντευξης. Ξαφνικά έκλεισαν όλες οι πόρτες για τον Αλέξανδρο Ιόλα. Ήταν εκκωφαντικός ο τρόπος του για τους πρασινοαίματους κομπλεξικούς .
Δημοσιογράφοι με οντολογικό φούσκωμα τεράστιο, οι οποίοι μάθαιναν στο αναγνωστικό κοινό όλες τις αποχρώσεις του ρόζ και του κίτρινου, γίνανε οι κήνσορες της ηθικής ενός τόπου ο οποίος έψαχνε απεγνώσμενα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης να βρει το πρόσωπό του.
Το βρήκε στον Ανδρέα Παπανδρέου, την εφημερίδα Αυριανή και τον εκδότης Γιώργο Κουρή! Αυτοί οι τύποι δεν ήταν δυνατόν να ανεχτούν μια προσωπικότητα η οποία επαναπάτρισε 2 500 αρχαίους ελληνικούς θησαυρούς οι οποίοι ήταν διασκορπισμένοι στα πέρατα της γης.
Ήταν ανίκανοι να αφουγκραστούν το όραμά του: ένα Μουσείο που θα φέρει το όνομά του και θα είναι συγκροτημένο απο κάθε πολιτισμό της γής.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας μετά απο αυτή τη συνέντευξη στην οποία αποδόμησε όλο σχεδόν το κατεστημένο της δεκαετίας του-80 έγινε τότε …” μια κραγμένη αδερφή”. Όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος έγινε… “ο πρώτος πούστης..”.
Η ενημερωμένη αμάθεια των νεοελλήνων τη δεκαετία του-80, δεν ήταν δυνατόν να ανεχτεί μια “παρδαλή περσόνα”, μια “λούγκρα”, η οποία φάνταζε την εποχή του Κουτσόγιωργα, του Τσοχατζόπουλου και του Γιαννόπουλου σαν ενας ερμαφρόδιτος σατανάς.
Ξεφτιλίστηκε στη χώρα μας μια προσωπικότητα των γραμμάτων και των τεχνών επειδή είχε απλά και μόνο το θάρρος της γνώμης του .Ένα πρόσωπο το οποίο στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα απολάμβανε το κύρος που αρμόζει στα πρόσωπα του μύθου, στη χώρα του ποδοπατήθηκε επειδή δε κρύφτηκε πίσω απο το δάχτυλό του. Επειδή είχε το θάρρος της γνώμης του. Επειδή δεν είχε τη “πουστιά ” μέσα στο αίμα του.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας αποτέλεσε το πλέον αντιπροσωπευτικό θύμα του ελληνικού τύπου. Απλά τον ξέσκισαν.
Στη χώρα μας είναι πολύ εύκολο. Παραμερίζουμε, διακωμωδούμε., θυσιάζουμε ανθρώπους, οράματα και Ιδέες, μόνο και μόνο για την αξία της υπόστασής μας. Αυτό λέγεται εγωισμός: το αξιότερο να υποτάσσεται στο υποδεέστερο. Αυτό που πρέπει να ζήσει και να αναπτυχθεί, πρέπει να καταστραφεί. Έτσι είναι. Δέ πρόκειται κανείς να μας γλυτώσει από την ανάγκη να πληγώνουμε συχνότατα και να καταστρέφουμε αξίες και θεσμούς, μόνο και μόνο για να κάνουμε ένα καλό στον παράνομο και σκοτεινό κόσμο μας.
Αυτή ήταν η νοοτροπία της εποχής τότε. Ο Αλέξανδρος Ιόλας είχε όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός εξαίσιου θύματος.
Τόν Αλέξανδρο Ιόλα έπρεπε να τον κατανοήσεις για να τον εκτιμήσεις,. Να τον διαισθανθείς για να καταλάβεις το χιούμορ του. Μόνο και μόνο για να μπορέσεις να τον κρίνεις προκειμένου να τον τοποθετήσεις αξιολογικά στο κοινό αίσθημα.
Τη μαύρη για τον Ελληνισμό εποχή του “Αυριανισμού”, υπήρξε ένας άτυπος δεοντολογικός κανόνας, ο οποίος απαγόρευε τις εξαιρέσεις.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας ηταν πολίτης του κόσμου. Δε γνώριζε απολύτως τίποτα για τη κατάρα του “Αυριανισμού”, αυτού του λαϊκίζοντα φασισμού. Δεν ήταν δυνατόν να κατανοήσει τη μικρότητα ενός Αυριανιστή .Όπως επίσης δε μπορούσε με τίποτα να ανεχθεί τη χυδαιότητα ενός ”πρασινοφρουρού” της εποχής.
Ήταν ήδη δικαιωμένος ο Αλέξανδρος Ιόλας στο χώρο της διεθνούς καλλιτεχνική σκηνής. Ίσως γιατί έπρεπε στη χώρα του να περάσει μια συγκλονιστική δοκιμασία :απο τη παγκόσμια καταξίωση στην εγχώρια διαπόμπευση.
Μόνο πόζα, ιδέα και “αρπαχτές”, οι “μάγκες” του ΠΑΣΟΚ τότε. Τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου στράφηκε στην εφήμερίδα Αυριανή και τον εκδότη της, προκειμένου να διαμορφώσει τη νεοελληνική πασοκική ράτσα: ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, παραγκωνισμένοι απο το κρατος της δεξιάς στην εξουσία, πήραν τις τύχες της χώρας στα χέρια τους. Το εμετικό ύφος της Αυριανής, γίνεται το κυρίαρχο ύφος της πολιτικής ζωής. Ο καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας και οι διανοούμενοι, όσοι κυρίως δε συντάσσονται μαζί τους, έχουν κατακρεουργηθεί: Ο Μικης Θεοδωράκης γίνεται “Μίκη Μάους”.Ο Μάνος Χατζιδάκις έγινε “Μανωλία”. Ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης έγινε…”Κορνήλω η ρουφιάνα που θα γλύψει κάποτε τα “κα…λια” των πασοκτζήδων για να βάλει μυαλό…”. Ο Γιάννης Τσαρούχης έγινε.. “Ναυταλία” και “Κλεφτοτσαρούχης”. Τον Αλέξανδρο Ιόλα, επι τέσσερα χρόνια τον έθαψαν ζωντανό.
Ήταν μια μισαλλόδοξη εποχή. Με την Αυριανή να θέτει τα θεμέλια μιας χαμερπούς ηθικής. Ένας ιδεαλιστικά μεταμφιεσμένος αγώνας για εκδίκηση των αντιπάλων μπήκε στο προσκήνιο.
Ένας κύκλος ανηθικισμού ήρθε ξαφνικά στη ζωή των ελλήνων. Με εγχειρίδιο τη κατάπτυστη εφημερίδα, η οποία έγινε η αρχή των δεινών για οποιονδήποτε ξεχώριζε απο τη χυδαιότητά της.
Έτσι ξαφνικά ήρθε η πνευματική εξαθλίωση η οποία είχε βρει το κατάλληλο έδαφος για να ριζώσει.
Η αργόσχολη ζωή των απολαύσεων των ανθρώπων του Πασοκ, οι οποίοι είχαν “μπουκάρει” σε όλη τη δημόσια διοίκηση, άρχισαν πλέον να διαμορφώνουν μια νέα κοινωνική συνείδηση. Ένα κίτρινο σκυθρωπό πέπλο ήρθε και κάθισε στη καθημερινότητα του νεοέλληνα.
Τα αισθήματα ζηλοφθονίας συμπλέγματα κατωτερότητας, η άσχημη ζήλια που παραμορφώνει, όλα αυτά τα φριχτά ελαττώματα τα οποία είναι ενδόμυχα καλά κλεισμένα στη ψυχη του ελληναριο, ξαφνικά βγήκαν στην επιφάνεια. Τότε άρχιζε να δηλητηριάζεται η ελληνική κοινωνία … “απο το τέρας του Αυριανισμου” που έγραφε και διαλαλούσε απο τα βάθη της ψυχής του ο Μάνος Χατζιδάκις.
Μια κοινωνία στερημένη απο στηρίγματα, ξαφνικά αρχισε να “γοητεύεται” απο τη φαυλότητα και τη χυδαιότητα του ‘Αυριανισμού” .Με αποτέλεσμα η κυκλοφορία της Αυριανής να ξεπεράσει τα 400 000 φύλα.
Ήταν τότε που άρχισε να υποκύπτει η χώρα στην εισβολή ρυπαρών τύπων. Ο οποιοσδήποτε χυδαίος παραλής νεόπλουτος αποτελούσε το πρότυπο της νέας Βαβυλώνας.
Είχα θυμώσει και εγώ με τη δημοσίευση εκείνης της συνέντευξης. του Αλέξανδρου Ιόλα στο περιοδικό “Γυναίκα”. Είχα ταραχτεί, όχι απο τις απόψεις του, αλλά απο την αδυναμία μου να καταλάβω τότε στο ελάχιστο το Μεγαλείο του. Είχα θυμώσει με εμένα γιατί ήθελα να μείνω λίγο πιο πάνω απο τη σκοπιμότητα. Τότε δεν ήμουν ακόμα έτοιμος. Δεν ήμουν δίκαιος.. Το πάθος με καθοδηγούσε.
Το γνώριζε ο Αλέξανδρος Ιόλας καλά αυτό: “με φτιαχτά πάθη διαμορφώνουν τη συνείδηση του Έλληνα. Όταν όμως οι άνθρωποι και οι λαοί καθοδηγούνται απο το μίσος για τους αντιπάλους τους και απο τα ψεύτικα πάθη τους, τότε αργά η γρήγορα έρχεται η καταστροφή”.
το βιβλίο του Νίκου Σταθούλη “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΟΛΑΣ : Η ΖΩΗ ΜΟΥ”θα δημοσιεύεται σε καθημερινές συνέχειες στη “ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ” με την ευγενική άδεια του συγγραφέα.
Ανακτήθηκε στις 09-06-2020 από: https://www.bibliotheque.gr/article/30523