
Από την επόμενη μέρα της δημοσίευσης της συνεντευξης, τα τηλέφωνα στο σπίτι του Ιόλα πήραν φωτιά. «Μπράβο. Καλά τους τα ‘πες, έπρεπε να τους τα πει κάποτε κάποιος.», «Δεν έπρεπε Ιόλα, δεν έχουν χιούμορ, θα το πληρώσεις ακριβά», «Καλά τους έκανες!», «Ήταν λάθος!…»… Οι αντιδράσεις από το τηλέφωνο ήταν ποικίλες, και οι δημοσιεύσεις την επόμενη περίοδο ήταν εκατοντάδες.
Ο μόνος που ανησυχούσε πραγματικά ήταν ο Αντώνης Στρατής, δεξί χέρι του Ανδρέα Παπανδρέου τον οποίο ο Ιόλας εκτιμούσε βαθύτατα. «Υπάρχουν τεράστιες αντιδράσεις στην κυβέρνηση, Ιόλα. Δεν έπρεπε να δώσεις αυτήν την συνέντευξη. Γιατί τα είπες αυτά τα πράγματα;»
Το ίδιο βράδυ η Μελίνα Μερκούρη πήρε τον Ιόλα στο τηλέφωνο. «Ιόλα μου, δεν την ξέρεις την Ελλάδα, αλλά πρέπει να την αγαπάς. Δεν θα καταλάβουν ποτέ το χιούμορ σου οι Έλληνες, δεν είναι Αμερική εδώ». «Μα, βρε Μελίνα, αλλιώς τα έγραψε η δημοσιογράφος, δεν εννοούσα αυτό που έγραψε για τον Παρθενώνα, δε μου έδειξε τη συνέντευξη.»
Μετά από λίγες μέρες έμαθε ότι το «Μέγαρο Μαξίμου» είχε ενοχληθεί. Το κακό ωστόσο είχε συμβεί. Η μόνη που πραγματικά χαιρόταν γι’ αυτή τη συνέντευξη ήταν η Νίκη Στάιφελ και λίγοι φίλοι του, οι οποίοι γνώριζαν το χιούμορ του και τον σουρεαλιστικό χαρακτήρα του.
3. Η πρώτη συνάντηση… Ήμουν δημοσιογράφος στο περιοδικό «ΈΝΑ» του Παύλου Μπακογιάννη. Με φωνάζει μια μέρα στο γραφείο του και μου λέει:
-«Θα πάς να κάνεις το πορτραίτο του συλλέκτη, Αλέξανδρου Ιόλα. Δε θέλω συνέντευξη, πορτραίτο θέλω!»
-«Εγώ; Να πάρω συνέντευξη από αυτόν; Με τίποτα!» του απαντώ.
Πρώτη φορά άνθρωπος με έβρισε στη ζωή μου! Χτύπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο και μου λέει:
-«Με ποιο δικαίωμα έχεις άποψη για έναν άνθρωπο, τον οποίον δε γνώρισες ποτέ;»
Κατέβασα το κεφάλι, ζήτησα συγνώμη και προσπάθησα να βρω τον Αλέξανδρο Ιόλα. Όντως, σύντομα με δέχτηκε στο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή Αττικής. Όταν πήγα στο σπίτι του, έμεινα κατάπληκτος. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν μια γκροτέσκο σκηνή. Ο Ιόλας ξαπλωμένος στο ανάκλιντρό του, σε ένα αρχαιοελληνικό δωμάτιο, να βάζει πούδρα στο πρόσωπό του.
Έπαθα σοκ! Το κατάλαβε από τον μορφασμό μου. «Παιδί μου. Πομάδες. Πομάδες.» επανέλαβε. Δεν ξέρω αν έπρεπε να αηδιάσω ή να γελάσω. Συγχρόνως έδωσε εντολή στη Σούλα, την οικονόμο του σπιτιού, να μου δείξει το Μουσείο.
Ήταν περασμένες 9.00 το βράδυ. Με ξενάγησε στο ισόγειο. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο. Ξαφνικά όλα αυτά τα έργα που έβλεπα στα βιβλία Τέχνης, τα έβλεπα μπροστά μου. Μπορούσα να αγγίξω έναν Picasso. Έναν Calder. Έναν Duchamp. Ήταν συγκλονιστική εμπειρία.
Ύστερα από δύο εβδομάδες περίπου, έλαβα στο γραφείο μου, στο περιοδικό, έναν φάκελο, όπου μέσα υπήρχε ένα αεροπορικό εισιτήριο μετ’ επιστροφής για τη Θεσσαλονίκη, με το όνομά μου. Ήταν μια πρόσκληση του Αλέξανδρου Ιόλα.
Θα έμενα στο ξενοδοχείο «Ηλέκτρα», ενώ στο αεροδρόμιο θα με περίμενε ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, ο οποίος ήταν κι εκείνος προσκεκλημένος του Αλέξανδρου Ιόλα, για τα εγκαίνια του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας είχε κάνει μια μνημειώδη δωρεά, 50 περίπου μουσειακών έργων της συλλογής του, σημαντικών Αμερικανών, Ευρωπαίων και Ελλήνων καλλιτεχνών, τα οποία αποτέλεσαν την μαγιά για τη δημιουργία του Μουσείου.
Αποδέχτηκα την πρόσκληση. Νωρίς το απόγευμα βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη. Μου έδειξε να καθίσω δίπλα στην πολυθρόνα του. Τον χαιρέτησα. Ήταν μεγάλη η έκπληξή μου, όταν πήρα τα χέρια του, στα χέρια μου. Ήταν αποστεωμένα, γεμάτα στίγματα της ηλικίας, ωστόσο τόσο ζεστά και μαλακά, σα μικρού παιδιού, κι έκαναν θερμή τη χειραψία μας.
-«Λοιπόν, κύριέ μου, είστε έτοιμος να μου γράψετε την βιογραφία μου;»
Σάστισα!!!
-«Εγώ να σας κάνω τη βιογραφία;»
Το δωμάτιό του ήταν γεμάτο από ανθοδέσμες που του είχαν στείλει φίλοι του από τη Θεσσαλονίκη. Εκείνος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την μπαλκονόπορτα, που έβλεπε την Πλατεία Αριστοτέλους.
-«Δείτε, τι ωραίοι άνθρωποι, πόσο όμορφα περπατάνε. Δείτε περηφάνια οι Μακεδόνες..»
-«Ναι, έχετε δίκιο» είπα κοιτάζοντας κι εγώ από το παράθυρο. Ποτέ μου δεν είχα προσέξει πως περπατάνε οι Μακεδόνες…
Την επόμενη μέρα, θα επισκεπτόμασταν το εργοστάσιο «Φίλκεραμ Τζόνσον» του Γιώργου Φιλίππου, προκειμένου να παραστούμε στα εγκαίνια της συλλογής- δωρεάς του Αλέξανδρου Ιόλα στη πόλη που αγαπούσε. Ο πρώτος θεμέλιος λίθος για το Μουσείο είχε μπει και ήταν ιδιαίτερα ευτυχισμένος για τη χειρονομία του.
-«Έχω ήσυχη την συνείδησή μου, που έγινε αυτός ο πυρήνας, ο οποίος όμως πρέπει να επεκταθεί . Το Μακεδονικό Μουσείο θα αναπτυχθεί χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία κάνει θαύματα.
Από τον καιρό που άρχισα να έρχομαι τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, είχα βάλει στο μυαλό μου, να δημιουργηθεί, σε αυτόν τον τόπο, ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ακόμη η Εθνική Πινακοθήκη δεν είχε δημιουργηθεί. Όταν πρωτο-λειτούργησε έσπευσα αμέσως να κάνω μια δωρεά με έργα των Magritte, Fontana και άλλων καλλιτεχνών. Έτσι και εδώ.
Αυτή η ιδέα μου έγινε σκοπός της ζωής μου, όταν μια μέρα με επισκέφτηκε η Μάρω Λάγια μαζί με την Κατερίνα Καμάρα, στο σπίτι μου στη Αθήνα, με σκοπό τη δημιουργία του Μουσείου.
«Κάντε κάτι για την Θεσσαλονίκη!» μου είπανε και δεν ήθελα τίποτα περισσότερο.
Την απόφασή μου την πήρα εκείνη τη στιγμή, απλά τους τόνισα: «Αν θέλετε να γίνει ένα πραγματικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, τότε αυτό θα πρέπει να είναι απαλλαγμένο από χρηματοδοτήσεις κυβερνήσεων και υπουργείων πολιτισμού. Η αγάπη των ανθρώπων και η προσφορά τους, θα το γιγαντώσει.»
Διέκρινα από την πρώτη στιγμή το πάθος στα λόγια του. Ακόμη διέκρινα το πάθος του για την Τέχνη, ενώ το ίδιο απόγευμα είδα την προσφορά του, στα εγκαίνια του μουσείου, η οποία δεν ήταν καθόλου φειδωλή…Niki De Saint Phalle, Tinguely, Raysse, Τάκης, Παύλος Πανιάρας, Τσόκλης, Τζίβελος, Ακριθάκης, Λαζόγκας, Νίκος Ζουμπούλης.… έργα μεγάλων διαστάσεων όλα τους.
-«Τι θέλετε να λέει το βιβλίο; Τις καλές σας μόνο στιγμές; Ποιόν Ιόλα θα αναφέρει;»
-«Θα γράψεις τα πάντα. Αλλά με τρόπο κομψό! Δεν είχα απλή ζωή. Είναι μυθιστόρημα η ζωή μου. Το παράδοξο επικράτησε στη ζωή μου ή μάλλον δεν είχα μια ζωή πολλές είχα» είπε σκεφτικός.
-«Τι σκέφτεστε;» τον ρώτησα.
-«Ότι το βιβλίο πρέπει να διαβάζεται σαν μυθιστόρημα από τους καλλιτέχνες, τους ηθοποιούς, τους χορευτές, τους αλήτες, τους ζιγκολό, τους νταβατζήδες, τους γκαλερίστες και τα αφεντικά σκυλιών.»
Τον κοίταξα απορημένος.
«Πως το λένε παιδί μου… Πώς να στο πω… Πρέπει να διαβάζεται ευχάριστα, από οποιονδήποτε άνθρωπο, ο οποίος έχει σοβαρό έργο ζωής… Ακόμα κι από τις χαρτορίχτρες.»
Σάστισα για ακόμη μια φορά αλλά διέκρινα ότι έχει ενδιαφέρον αυτή η γνωριμία. Άλλωστε η ίδια η ζωή του ήταν ένα έργο Τέχνης, αλλά έπρεπε να συνηθίσω τον ίδιο πρώτα. Kάθε τι πάνω του ήταν σε γερή δόση… Από τις χειρονομίες του, τις ατάκες του, τις ιστορίες του, τις πράξεις του.
«Ακόμα και ψέμα να πεις. φρόντισε να είναι μεγάλο.»
Επιστρέφοντας από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα μου είπε κάτι που το θυμάμαι για πάντα.
«Η ζωή παιδί μου είναι σαν το θέατρο. Όλους μας θέλει. Άλλοι είμαστε γεννημένοι πρωταγωνιστές, άλλοι είναι γεννημένοι για να είναι κομπάρσοι. Αρχιτέκτονας της ζωής σου, μόνος σου γίνεσαι.» Ήθελα να μάθω τα πάντα για τον μοναδικό αυτόν τύπο. Δεν είναι έμπορος Τέχνης. Είναι παθιασμένος με την Τέχνη. Ο πλούτος του ήταν η Τέχνη. Ή μάλλον η ίδια του η ζωή. Είναι τόσο κλεισμένος μέσα στον εαυτό του, μέσα στη ζωή του και τις εμπειρίες του και είναι τέτοια η πεποίθησή του στο γούστο του, που προσελκύει τους συλλέκτες, μέσα στο στρόβιλο του ενθουσιασμού του. Μέσα στο παραλήρημα του πάθους του. Και ύστερα τους στέλνει όλους σπίτι τους με ένα πίνακα. Η μόρφωσή του είναι σημαντική αλλά ένα αγνό έμφυτο ειδύλλιο, με αυτά τα μυστηριώδη αντικείμενα της «έκφρασης» είναι αναντικατάστατο.
Ήθελα να μάθω τα πάντα για τα νεανικά του χρόνια, τότε που διαμόρφωσε τη προσωπικότητα του, τη μόρφωση του, τις σπουδές του, την ερωτική του ζωή και να εισέλθω στους κλειστούς κύκλους του. Αυτές ήταν οι αφορμές που έδωσαν ώθηση στις δημιουργικές του προσπάθειες με αποτέλεσμα να επεκτείνει τις δραστηριότητες του σε επτά πρωτεύουσες και να συνεργαστεί με 124 καλλιτέχνες επιβάλλοντας τους στον κόσμο στη Σύγχρονης Τέχνης του 20ου αιώνα. 
4 Έρωτες και ισορροπία
-«Πόσες ζωές έχετε;» τον ρώτησα στους κήπους του ανακτόρου του καθώς περπατούσαμε μέσα σ ΄ αυτούς . Του άρεσε να περπατά μέσα στους κήπους του . Έβαζε μια εσάρπα πάνω από τις φόρμες της γυμναστικής και περπατούσε αργά.
-«Πόσες φορές φεύγω από τον πραγματικό κόσμο. Έχω ένα κόσμο μέσα στη φαντασία μου τόσο πελώριο που πάντα αποστατώ. Δεν αντέχω την πραγματικότητα. Είναι τόσο ελλιπής.»
-«Σας είναι απαραίτητη αυτή η αποστασία στον κόσμο της φαντασίας σας;»
-«Μου είναι απαραίτητη για να εκπληρώνω την ηθική μου υπόσταση και την τοποθετώ κάθε φορά και αλλού. Σαν τα έργα τέχνης που πρέπει για να ζήσουν να βρουν την κατάλληλη θέση τους. Δεν μπορώ να είμαι τυχαία κάπου. Αν δεν πατάω γερά στα πόδια μου, αν δεν ισορροπώ, τσακίζομαι»
Ήθελε ισορροπία και τάξη γύρω του. Το έβλεπα στις ίδιες του τις σκέψεις, στον τρόπο που σκεφτόταν, που περπατούσε. Στον τρόπο που κρέμαγε τα έργα της συλλογής του. Στο ντύσιμό του. Στη συμπεριφορά του στις γυναίκες, στoυς άντρες, στους καλλιτέχνες αλλά και στην ίδια τη ζωή του.
-«Δες έναν αρχαίο ναό! Δες αυτές τις συστοιχίες από κολώνες που υπάρχουν στους κήπους. Από όποια πλευρά κι αν τις δεις, στέκουν αυτάρκεις. Δεν αλλάζουν. Από όποια πλευρά κι αν σταθείς, θα σου προσφέρουν την ομορφιά της τελειότητας τους. Αυτός είναι και ο τρόπος που κτίζει ο καθένας τον κόσμο του. Ό, τι κι αν πουν οι γύρω του, αυτός στέκει αυτάρκης στη θέση του. Κυριαρχεί.»
Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι συμβολικές αναφορές του, αντικατόπτριζαν την πνευματική του υπόσταση. Κάθε φορά που τον συναντούσα, παρατηρούσα μια αδιάκοπη προσπάθεια να προσαρμοστεί και να ισορροπήσει στα νέα δεδομένα που καθημερινά του έφερναν αλλαγές στον ορίζοντά του: οι συλλογές, οι οποίες περίμεναν τις δωρεές του, οι καλλιτέχνες, οι οποίοι ετοίμαζαν τα έργα για το μουσείο του, η νέα αντι- γκαλερία του στο Μιλάνο με την οποία ήθελε να ρίξει ένα χαστούκι στη «Μαφία της Τέχνης», η υγεία του, η οποία άρχισε να κλονίζεται, τα προβλήματα και οι ζήλειες που του προκαλούσε η αδερφή του, Νίκη Στάιφελ, τον ανάγκαζαν να τοποθετείται ασταμάτητα για να προσαρμοστεί, να ισορροπήσει, να συγκεντρώσει τη φυσική του ενέργεια. «Κάθε φορά αλλάζουν τα δεδομένα… Γαμώτο!»
Μαγευόμουν συχνά από τις ιστορίες της ζωής του. Μια πινακοθήκη με συλλέκτες, εκατομμυριούχους, πρίγκιπες, δούκισσες, πολιτικούς, εραστές. Ναι! είχε πολλούς άντρες, όπως είχε και αρκετές γυναίκες στη ζωή του και δεν το έκρυψε ποτέ ότι όλους τους λάτρεψε. Τον Αντουάν, την Νίκη Κ., τον Αντρέ, τον Γιώτη, την Θεοδώρα, τον Λάζαρο, τον Γιώργο, τον Ζαν, τον Μπρουκς…
Αφοσιώθηκε στους έρωτές του, τους δόθηκε, έτρεξε πίσω τους αλλά και τους υπερασπίστηκε. «Ήταν στιγμές που έγινα ύαινα προκειμένου να προστατέψω ό, τι αγαπώ, υπήρξαν κι άλλες που προσπαθώ να ξεχάσω, μα δε γίνεται…».
Έβλεπα έναν άνθρωπο μπροστά μου, με μια αξιοπρέπεια πνεύματος και δε άνηκε σε καμία εξευγενισμένη ποιότητα συρμού, όπως αυτούς που καλούσε κάθε τόσο σπίτι του και γέμιζαν οι κήποι του με υπαγορευμένο στυλ .
Αυτός ο άνθρωπος έμενε πολύ υψηλότερα από την οποιαδήποτε σκοπιμότητα και ενώ είχε λάθη αμέτρητα, ήταν δίκαιος. Δίκαιος στην κρίση του για τους άλλους. Δίκαιος και στην δική του προσωπική ζωή.
Με ενδιέφερε να αποκρυπτογραφήσω το πόσο απελευθερωμένος ήταν στη προσωπική του έκφραση, πόσο αχαλίνωτος ήταν στη σεξουαλική του ζωή αλλά και στη δίψα του για επιβολή και δύναμη.
-« Έλα τώρα, κόψε τις κολακείες!..»
Περπατούσαμε αρκετά μέσα στους κήπους της βίλας του. Τα πλακόστρωτα ήταν έτσι διαμορφωμένα ώστε μπορούσες να γυρίσεις γύρω- γύρω τα επτά στρέμματα και να απολαμβάνεις γλυπτά έργα τέχνης του Τάκη, του Novelo Finoti, του Eliseo Mattiachi, υστεροβυζαντινές κολώνες, βυζαντινά στοιχεία από μάρμαρο, αγάλματα, ελληνιστικές στήλες και να συζητάς μαζί του. Ήταν γαλήνιος και σκεπτικός όταν περπατούσε. Σου μίλαγε μόνο αν είχε κάτι ενδιαφέρον να σχολιάσει.
Με τράβηξε προς το υπνοδωμάτιό του, το οποίο είχε πόρτες και πατζούρια στην αυλή. Ξάπλωσε στο ανάκλιντρο και κάθισα δίπλα του. Δίπλα στα κομοδίνα, τα κηροπήγια –πεταλούδες του Νταλί, τα έπιπλα του Μάτα και ένα πίνακας ζωγραφικής επτά μέτρων… εικόνες από την Ραβέννα, αγάλματα από την Αίγυπτο, την Συρία και την Ελλάδα.
-«Σας λείπουν οι φίλοι, Ιόλα;»
-«Πως δε μου λείπουν, όλοι είμαστε θύματα της αγάπης μας.»
-«Ποιος ήταν ο καλύτερος εραστής σας;» τόλμησα να ρωτήσω.
-«Πολλοί άντρες και γυναίκες πριν και μετά τον Γιώτη, προσπάθησαν να είναι οι καλύτεροι δίπλα μου» Με κοίταξε στα μάτια. «Δε μιλώ εύκολα για τους έρωτές μου. Να το θυμάσαι αυτό.»
Έμεινε αρκετή ώρα σιωπηλός. Φοβήθηκα πως είχα κάνει γκάφα. Με κοίταξε ξανά.
-« Ο καλύτερος από όλους ήταν ο Γιώτης!» επανέλαβε και το γέλιο μας ακούστηκε μέχρι απέναντι, στο σπίτι της αδερφής του.
-«Πείτε μου για τον μεγάλο σας έρωτα.»
-«Τον Γιώτη. Είχε μια ομορφιά, η οποία στην αρχή με άφηνε αδιάφορο. Ήταν μια ομορφιά που με την πρώτη ματιά δε μου γέννησε καμιά επιθυμία αλλά κέντριζε το ενδιαφέρον μου.
Δε σου κρύβω ότι στην αρχή μου προξένησε κάποια αποστροφή, όπως συμβαίνει και στον κινηματογράφο, όταν σε μια σκηνή, για έναν ξεχωριστό λόγο, σου κεντρίζει το ενδιαφέρον, ένας ήρωας, τον οποίο δεν είχες προσέξει πριν.
Στην πορεία εξελίχθηκε σε τρελό έρωτα, ο οποίος με σημάδεψε αρκετά. με έκανε να υποφέρω. Να ανέβω στα ουράνια και να κατέβω στον Άδη. Με έκανε να παρακαλέσω.
Είχε προφίλ πιο τονισμένο από το κανονικό. Μύτη ελληνική, που πάντα μου άρεσε, δέρμα εύθραυστο, ζυγωματικά εξογκωμένα και λαμπερά μάτια σαν αετού. Στο πρόσωπό του, οι γραμμές ήταν τονισμένες, τα δάχτυλά του αδύνατα… Και ο ίδιος ήταν ψηλός και αδύνατος. Στους τρόπους του ήταν αγροίκος αλλά μυστηριώδης, σαγήνευε και τους πλέον ευγενείς. Να φανταστείς ότι παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα, την οποία του γνώρισα, από την βασιλική οικογένεια της Σαβοΐας, η οποία λίγα χρόνια μετά τον χώρισε.»
5. Ο Χορός και ο πρώτος πίνακας
Συχνά ο Αλέξανδρος Ιόλας επαναλαμβανόταν. Αλλά και τότε πάντοτε κάτι καινούριο προέκυπτε… επτά διαφορετικές ημερομηνίες γέννησης μου είχε πει μέχρι να ψάξω μόνος μου στην Αλεξάνδρεια να βρω πότε γεννήθηκε. Πάντοτε ωστόσο το ενδιαφέρον μου γι΄αυτές τις επαναλήψεις ήταν τεράστιο.
-«Για μένα μια γκαλερί είναι σαν θέατρο. Να οργανώσεις τις εκθέσεις, το φωτισμό, οι ενάρξεις. Όλα πάνε μαζί και αν αυτό γίνει σωστά, το αποτέλεσμα είναι υπέροχο. Πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου έναν εκτελεστή παραστάσεων.
«Ξεκίνησα σαν χορευτής αλλά κατέληξα να κάνω συμφωνίες για την τέχνη, καθώς οι άνθρωποι που ασχολούνται ή σχετίζονται με το μπαλέτο, είναι απαίσιοι, τόσο αδαείς. Είναι τρομερό. Μπορεί να μοιάζουν τόσο τέλειοι στη σκηνή αλλά μετά την παράσταση ξαναπέφτουν στη γη.
«Είμαι καθαρός Έλληνας, αλλά όπως ο πατέρας μου, η μητέρα μου και οι παππούδες μου, γεννήθηκαν στην Αίγυπτο, υπήρχε μια υπέροχη κοινωνία στο Κάιρο τότε, με εκπληκτικά σχολεία.
«Οι Αιγύπτιοι- Έλληνες δε μοιάζουν καθόλου με τους νεοέλληνες, οι οποίοι είναι απολίτιστοι, αλλά δε φταίνε αυτοί, που δεν τους μάθανε. Έχουν βλέπετε το νου τους μόνο τον λαϊκισμό. Στην Αίγυπτο μαθαίναμε όλους τους πολιτισμούς: Ελληνικό, Αγγλικό, Γαλλικό, Αιγυπτιακό. Λαϊκισμό δεν μαθαίναμε.»
-«Πότε είδατε για πρώτη φορά μπαλέτο;»
-«Ήταν η Πάβλοβα! Όταν είχε έρθει στο Κάιρο. Ήταν απίστευτο. Πως το κάνουν αυτό, έλεγα μέσα μου .Ήμουν τόσο γοητευμένος! Από τότε. Ήξερα, βέβαια, πολύ καλά ότι ο πατέρας μου ήθελε να πάω στην επιχείρηση βαμβακιού του, ενώ εγώ ήθελα να γίνω αρτίστα.
Κάθε καλοκαίρι ο πατέρας μου, με πήγαινε στο Νείλο, στη Βόρεια Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του ανατολικού καύσωνα. Ήταν πολύ σκληρός μαζί μου. Πολύ αυστηρός, αλλά κι εγώ ήμουν λίγο ανισόρροπος, όταν ήμουν νέος, αλλά και τώρα που είμαι 75, είμαι τελείως τρελός, αλλά είμαι γνήσιος τρελός. Όχι τρελάρας. Είναι για μένα όπως η αναπνοή. Αν δεν υπάρχει τρέλα στη ζωή, δεν έχει αξία.
Υπήρχε μια λύση για μένα κι έτσι το έσκασα από το σπίτι και ήρθα στη Ελλάδα, από εκεί στο Βερολίνο κι έπειτα στο Παρίσι. Πήγα στη σχολή για να γίνω χορευτής και αποδείχθηκε ότι ήμουν απίστευτα ταλαντούχος.
Τα μαθήματα για μένα ήταν δωρεάν και κάθε μέρα οι καθηγητές μου με καλούσαν να τους κάνω παρέα μετά τα μαθήματα. Δε ξέρω γιατί. Μάλλον έβλεπαν την τρέλα μου γοητευτική.
-Και η πρώτη επαφή σας με τη ζωγραφική?
-Η πρώτη φορά που μπήκε στο νου μου η επιθυμία να αποκτήσω ένα πίνακα ήταν γύρω στα 1933. Μία μέρα, στάθηκα μπροστά σε μία γκαλερί της οδού Matignan στο Παρίσι. Ένας παράξενος πίνακας είχε τραβήξει την προσοχή μου. Ήταν ένα ταμπλό του Ντε Κύρικο, το πρώτο μοντέρνο ζωγραφικό έργο που έβλεπα στην ζωή μου. Παρίστανε μία πλατεία άδεια. Στη μέση ένα άγαλμα. Στο βάθος ένα τρένο με το φουγάρο του που περνούσε. Τίτλος του πίνακα: “Μελαγχολία”. Μπήκα στην γκαλερί και ρώτησα τί είναι αυτό; μου απάντησαν, είναι ένα αριστούργημα του Ντε Κύρικο μπορείτε να το αγοράσετε με 2.000 δολάρια. Περνούσα από την γκαλερί δίνοντας λίγα τα χρήματα. Τελικά, ύστερα από πέντε χρόνια ο πίνακας έγινε δικός μου. Από τότε λοιπόν, με εκείνες τις συχνές επισκέψεις στην γκαλερί της οδού Matignan, αρχίζει να μου μπαίνει η ιδέα να κάνω κι εγώ κάποτε μία γκαλερί».. Ο έμπορος κι εγώ, γίναμε φίλοι… Ξεχνάω και το όνομά του… Raul Levin. κάτι τέτοιο.
Μια μέρα ο εγγονός του Cezzane ήρθε στη γκαλερί. Δεν είχα ξανακούσει για τον Cezzane. Ήμουν ένας αγρότης από την Αίγυπτο.
Τελικά, με μια μικρή βοήθεια από την μητέρα μου, η οποία μου έδωσε κρυφά λεφτά στη Αίγυπτο, κατάφερα και αγόρασα ένα μικρό Cezzane. Συνήθιζα να πουλάω τα μαλλιά μου για να τα φέρνω βόλτα.
Ήταν 1925 και οι πρώτες ψεύτικες βλεφαρίδες, είχαν έρθει στη μόδα. Είχα σγουρά μαλλιά και κάποια μέρα, ο κομμωτής Αντουάν με ρώτησε:
-«Μπορώ να αγοράσω τα μαλλιά σου;»
Σκέφτηκα πως είναι τρελός, αλλά συμφώνησα και θα μου έκοβε τις άκρες των μαλλιών μου και θα τις κολλούσε για ψεύτικες βλεφαρίδες. Η Μάρλεν Ντίτριχ και η Γκρέτα Γκάρμπο τις φορέσανε. Πληρωνόμουν για να το κάνω αυτό. Ήταν το εισόδημά μου. Έτσι , αγόρασα το έργο του De Chirico, που μου άρεσε τόσο! Ήταν εκπληκτικός ζωγράφος. Είχε μια δύναμη στο πινέλο του και στα χρώματά του αλλά και ίδιος ήταν πάντοτε χαρούμενος, ήρεμος και πολύ καθαρός.
Ήταν ένα πραγματικό σοκ για μένα αυτή η γνωριμία. Γίναμε φίλοι με τον De Chirico. Μιλούσαμε μαζί Ελληνικά και μου διάβαζε στο ατελιέ του, αποσπάσματα από τη Βίβλο. Μου μάθαινε Αισχύλο.
Έτρεφα πελώριο σεβασμό για τον ζωγράφο αυτόν, στον οποίον σχεδόν οφείλω τα πάντα. Ήταν η πρώτη φορά που γνώρισα καλύτερα τον Jean Cocteau, τον οποίον είχα δει και στο σπίτι του κομμωτή Αντουάν. 
Ο Jean Cocteau, ήταν η πιο τρελή παρουσία που γνώρισα ποτέ μου. Ήταν ψηλός, λεπτός, με πυκνά μαύρα μαλλιά, μεγάλα μάτια και χόρευε, ζωγράφιζε, έγραφε, σκηνοθετούσε, έπαιζε, έκανε τον κριτικό Τέχνης, τον σεναριογράφο. Ήταν απλά εξαίσιος.
Ένα απόγευμα που με είχε καλέσει στο σπίτι του, μου έδειξε τις μακέτες από την «Παρέλαση», που είχε ανέβει, σε σενάριο του ίδιου και μουσική του Έρικ Σατί.»
Μου άρεσε που τον άκουγα για πολλοστή φορά να αναπολεί τη ζωή του. Έκανε χορευτικές φιγούρες μέσα στο δρόμο. Ήταν τόσο χαρούμενος και είχε τόση ενέργεια, όταν μιλούσε για τη ζωή του.
– Θεέ μου!!! Τόσο νέος μέσα στη τέχνη…
-« Ήταν η ανάσα μου αυτή. Η ζωή μου συνεχίστηκε με αυτόν τον τρόπο. Ως τότε, το μπαλέτο δεν ήταν αρκετό για μένα. Ήταν υπέροχο το θέαμα αλλά τώρα είχα επίσης και την τέχνη. Σιγά- σιγά άρχιζα να γνωρίζω καλλιτέχνες. Πήγα στον Raul Dufy και μου ζωγράφισε ένα πανέμορφο πορτραίτο, το οποίο το κρατώ ακόμα.
Γνώρισα τον Picasso, τον Brague. Σε ένα πάρτι μασκέ με σύστησαν στον Man Ray. Αυτό το πάρτι δεν θα το ξεχάσω ποτέ, γιατί εκείνη τη βραδιά, ήταν η πρώτη φορά που γνώρισα τον Max Ernst. Φορούσε παντελόνι πυτζάμας και είχε ζωγραφίσει μάτια πάνω στο γυμνό του σώμα, με ψεύτικές βλεφαρίδες, τις οποίες είχε αγοράσει από τον Αντουάν! Θεέ μου, είχε στο σώμα του τις βλεφαρίδες μου! Kαι εδώ δούλεψα ως μοντέλο, στον γλύπτη Τόμπρο ποζάρισα αρκετές φορές. Ο «Αθηναίος έφηβος» είναι το κορμί μου, το κεφάλι είναι αλλουνού. »
Ήταν τέτοια η διάθεσή του που δεν περπατούσε αλλά πέταγε. Ήταν συναρπαστικό να τον βλέπεις έτσι. Δεν ξέρεις από πού προέρχεται, αυτή του η ενέργεια. Τον άκουγα και τον θαύμαζα. 
-Πόσο συναρπαστική ήταν η ζωή σας δίπλα σε τέτοιες προσωπικότητες…
-«Ήταν συναρπαστική η ζωή μου! Ήταν συναρπαστικό για μένα να γνωρίσω όλους αυτούς τους διάσημους καλλιτέχνες και να γίνω φίλος τους Είχα τη χαρά να με τιμήσουνε με τη φιλία τους. Να με βάλουνε μέσα στον εσωτερικό τους χώρο. Δεν είναι λίγο αυτό. Ο DeChirico ήταν ένας άνθρωπος με απίστευτη ευφυΐα. Ο Max Ernst ήταν ο άνθρωπος που συμπαθούσα περισσότερο, αυτός που με έλυνε πιο πολύ, αλλά ήταν και ο Victor Brauner, του οποίου, ήταν πολύ ανεπτυγμένη η καλλιτεχνική αισθητική του για την τέχνη. Είναι ακράδαντη η πίστη μου ότι ο Brauner έκανε μια επανάσταση στην τέχνη, την οποία ακόμη δεν έχουμε δει. Ήταν προάγγελος για ότι ακολούθησε στο χώρο της τέχνης»
Μου μίλησε για το Παρίσι, για την Γερμανία, το Βερολίνο. Είχε μοναδική διάθεση, ακόμα και για αυτοκριτική…
-«Πάντοτε σιχαινόμουν να είμαι αναγνωρισμένος. Καθησυχασμένος. Όταν η γκαλερί στο Παρίσι άρχισε να γίνεται «ασφαλής», μετακόμισα στο Μιλάνο και όταν έγινε και το ίδιο πράγμα εκεί, πήγα στη Γενεύη και μετά πάλι στη Νέα Υόρκη.
Τόσα χρόνια είχα συγκεντρωθεί σε τόσους σπουδαίους καλλιτέχνες… Magritte, Max Ernst, De Chirico, Fautrier, Brauner, αλλά τώρα όλοι έχουν πεθάνει. Αισθάνομαι σα χήρος.»
-«Είστε τρελός, Ιόλα» του είπα. «Απίστευτα τρελός.»
-«Υπάρχει αρκετή συγκίνηση και τρέλα στη ζωή μου. Γιατί θέλω να με θυμούνται σαν έναν νέο χορευτή και όχι σαν έναν παλιόγερο που καταρρέει. Μια χορευτική πόζα, μια κίνηση, ένα αριστούργημα της τέχνης σωστά κρεμασμένο σε μια γκαλερί!.»
Δεν είχε όριο όταν ξετύλιγε το κουβάρι των αναμνήσεών του. Είναι τόσες εικόνες… είναι τόσες οι σκηνές, που χάνεσαι.
«Στη ζωή μου, όπως και στη δουλειά μου, κάνω μόνο ό, τι μου αρέσει, ό, τι θέλω, ό, τι αγαπώ. Δεν πιστεύω στα όρια. Είμαι αντι- εθνικιστής στην τέχνη. Στην τέχνη δεν υπάρχουν πολιτιστικά όρια, που πρέπει να έχεις διαβατήριο για να τα περάσεις. Ούτε στις αναλύσεις και στις θεωρίες πιστεύω. Τι να πεις δηλαδή για την τέχνη;… Να την αναλύσεις; Αυτό το πράγμα δεν το θέλω στη δουλειά μου. Δεν μπορώ να μιλώ σαν εμπειρογνώμονας της τέχνης. Δεν έχω καμία σχέση με αυτό. Αυτά τα λένε οι άσχετοι με τη τέχνη.
Η τέχνη δεν έχει λόγια. Τα λόγια δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη. Αυτό είναι το μυστικό μαζί της. Την αφήνεις να σε μαγέψει. Είναι λάθος να είσαι έξυπνος και να μιλάς με γνωματεύσεις. Όταν το κάνεις αυτό απλά γίνεσαι βαρετός. Το να μιλάς για την τέχνη μου φαίνεται πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει ένας καβγάς.» 
Ο Αλέξανδρος Ιόλας έχει την καλή Τέχνη στο γαλάζιο Αλεξανδρινό αίμα του. Γνήσιος εραστής του μπαλέτου. Ο ίδιος χορευτής. Άριστη γνώση του θεάτρου, της λογοτεχνίας, της μουσικής και όλων των εικαστικών Τεχνών.
«Όταν ασχολείσαι με την Τέχνη, δεν έχεις δικαίωμα να ασχολείσαι μόνο με μια πτυχή της! Είσαι απατεώνας» έλεγε συχνά
Ήθελα να μάθω πως σκέφτεται. Δε σου το επέτρεπε. Τουλάχιστον να καταγράψω του χιούμορ του πασπαλισμένο με ειρωνεία.
-«Πρέπει να «ξέρεις», για να με νοιώσεις…»
-Ξεκινήσατε τη ζωή σας σαν πιανίστας ή σαν χορευτής;»
-«Σπούδασα πιάνο αλλά οι γονείς μου έκλεισαν το πιάνο και μου είπαν «όχι μουσική, όχι θέατρο, όχι χορός! Θα γίνεις έμπορος βαμβακιού.»
-«Έμπορος βαμβακιού;»
-«Ναι. Αλλά δεν μπορούσαν να με απομακρύνουν από τις Τέχνες. Αφού έχασα την ευκαιρία να παίξω πιάνο, προσπάθησα να τραγουδήσω. Αφού δε μου επέτρεπαν να τραγουδήσω, δοκίμασα να γίνω ηθοποιός. Αφού δε μπόρεσα να γίνω ηθοποιός, προσπάθησα να γίνω χορευτής. Αλλά δεν ήθελα να γίνω βαμβακέμπορος. Ούτε καν ένας πλούσιος βαμβακέμπορος.»
-«Πως ήταν η Αλεξάνδρεια τότε; Αρχές του 20ου αιώνα;»
-«Ήταν το κέντρο του κόσμου. Ήταν απόλυτα ελληνική η Αλεξάνδρεια. Είχε ελληνικά νοσοκομεία, ελληνικά σχολεία, ελληνικά γυμναστήρια, ελληνικές φυλακές, ελληνικά νεκροταφεία, αλλά είμαι ένας άνθρωπος με 100 διαβατήρια. Δε πιστεύω στις εθνικότητες εγώ.»
-«Είστε σαν τον Άργο με τα 100 μάτια και μετά;»
-«Στην Αθήνα και μετά Βερολίνο κι ύστερα Παρίσι. Όταν έφτασα εκεί ήταν το 1929, στην Place de la Concorde, με τις παρελάσεις, τις σημαίες και τα ρωσικά σφυροδρέπανα.»
-«Εκεί που αποκεφαλίστηκε η Μαρία Αντουανέτα;»
-«Ναι! Εκεί! Φυσικά γνωρίζοντας τον γαλλικό λαό, μπορώ να πω, ότι ξεχνούν πολύ εύκολα, σε σχέση με τις επιθυμίες τους. Όταν έφτασα στο Παρίσι, πήγα στη σχολή χορού, γνώρισα όλες τις μπαλαρίνες, τους ασυνήθιστους ποιητές, τον Jean Cocteau Αυτός ο άνθρωπος μου έδειξε φιλία, αγάπη, κατανόηση. Μου έδωσε ελευθερία στον τρόπο σκέψης και έκφρασης του εαυτού μου. Μια μέρα γνώρισα τον πρίγκιπα Felix Yusupov, ο οποίος ήταν ο καλύτερος, ο πιο ευγενής και ο πιο όμορφος άντρας στη γη!…»
-«Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Ρασπούτιν;»
-«Ποτέ δε μίλησε γι’ αυτόν. Εκτός από μερικές φορές που κάποιος τον ρώταγε… αλλά δεν έλεγε ούτε ναι, ούτε όχι. Ένας αξιολάτρευτος άνθρωπος. Τον ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή.»
-«Κι εσείς είστε ένας ωραίος κύριος. Πόσο χρονών είστε;»
-«Είμαι 75.»
-«Πόσο πλούσιος είστε;»
-«Πόσο πλούσιος αισθάνομαι, θες να πεις. Απέκτησα χρήματα για να αγοράσω μερικά πράγματα γιατί τα αγαπώ και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτά. Αυτός ο κορμός» μου δείχνει τον Ραμσή «είναι από τα μεγαλύτερα θαύματα που έχω δει στη ζωή μου.»
-«Καλύτερο και από την ελληνική γλυπτική;»
-«Καλύτερο από οποιαδήποτε γλυπτική. Καλύτερο και από τη φύση.»
-«Και ο δημιουργός του καλύτερος από τον Πραξιτέλη;»
-«Μη συγκρίνεις την Τέχνη. Ποτέ μην εξαπατάς τον εαυτό σου με συγκρίσεις. Πολλά από τα πράγματα δε συγκρίνονται. Το σπουδαιότερο είναι να αγαπάς, όχι να συγκρίνεις. Μόνο τότε βλέπεις «μέσα» τους.»
-«Πάντα θα απορώ γιατί γυρίσατε να ζήσετε τα τελευταία σας χρόνια εδώ. »
-«Γιατί έπρεπε να κάνω μια δωρεά στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να δημιουργηθεί ένα Μουσείο, το οποίο να μην έχει σχέση με την κυβέρνηση και την οποιαδήποτε πολιτιστική πολιτική. Να έχει σχέση με ανθρώπους που αγαπούν την Τέχνη και προσφέρουν ό, τι μπορούν. Άλλος γη, άλλος κτήρια, άλλος Τέχνη. Ένα Μουσείο που να φέρει τη σφραγίδα του πάθους. Ένα Μουσείο που να έχει μέσα Τέχνη μοντέρνα, σημερινή και αυριανή Έτσι γίνονται τα Μεγάλα Μουσεία. Γιατί γύρισα στην Ελλάδα. Μα γιατί την αγαπώ βέβαια. Είναι οι άνθρωποι μου εδώ, η οικογένειά μου, οι άνθρωποι που αγαπώ.»
-«Αν ήσασταν πρωθυπουργός, σαν τον Ανδρέα Παπανδρέου, ποια θα ήταν τα πρώτα επιτεύγματά σας;»
-«Δεν είμαι πολιτικός εγώ. Εγώ αναπνέω μόνο για την Τέχνη, την αγάπη και τους ανθρώπους. Από αυτά τα τρία πράγματα, τίποτα δεν γνωρίζουν οι πολιτικοί. Έχουν τα δικά τους προσωπικά ενδιαφέροντα αυτοί. Δεν κοιτούν έξω από τον εαυτό τους, εκτός από το πώς θα «τιθασεύσουν» τον κόσμο. Γιαυτό δεν είναι ποτέ μεγάλοι, είναι πάντοτε μικροί.»
-«Πάντα χαρίζατε ένα μεγάλο μέρος της συλλογής σας; Από ότι γνωρίζω είστε δωρητής σε δώδεκα μεγάλα μουσεία του κόσμου.»
-«Κοιτάξτε. Οι Αιγύπτιοι αρέσκονται στο να κατέχουν αντικείμενα. Τους καταλαβαίνω. Αλλά η Τέχνη είναι καλύτερα να χαρίζεται.»
-«Ποιο είναι το πιο σπουδαίο από όλα τα αποκτήματά σας;»
-«Το πιο όμορφο απόκτημά μου είναι ο αιγυπτιακός κορμός του Ραμσή. Είναι από τα ωραιότερα πράγματα που έχω δει σε πέτρα. Κοιμάμαι μαζί του. Είναι στο υπνοδωμάτιό μου. Δε μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό.
Όταν ήμουν παιδί έπρεπε να κάνω το σταυρό μου τρείς φορές μπροστά στο εικόνισμα και να φιλήσω την Παναγία. Από τότε που έχω αυτόν τον κορμό, του δίνω ένα φιλί στα δεξιά και την άλλη μέρα τον φιλώ πάλι εκεί.»
-«Ποιους καλλιτέχνες ανακαλύψατε στην διακεκριμένη καριέρα σας;»
-«Δεν είμαι Χριστόφορος Κολόμβος εγώ. Δεν ανακαλύπτω τίποτα. Βλέπω πράγματα. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Έχω ευαισθησία αλλά δεν ανακαλύπτω τίποτα. Γιατί τα πράγματα βρίσκονται εκεί. Τα «βλέπω» και ξετρελαίνομαι για κάποια από αυτά.»
-«Υιοθετήσατε πολλούς καλλιτέχνες όμως…»
-«Ναι. Και πρώτους απ’ όλους, τους Σουρεαλιστές. Όταν πήγα στην Αμερική, ο σουρεαλισμός είχε εκτιμηθεί άσχημα. Τόσο πολύ ώστε να είναι σκανδαλώδες ακόμα και να εκθέτεις έργα. Αργότερα ο Σουρεαλισμός άρεσε σε όλους.»
-«Αναδείξατε όμως πολλούς καλλιτέχνες.»
-«Δεν ανέδειξα κανέναν. Είμαι όμως ευτυχισμένος όταν οι καλλιτέχνες μου αναγνωρίζονται.»
-«Ποιος ήταν ο πιο σημαντικός καλλιτέχνης του αιώνα μας, κατά τη γνώμη σας;»
-«Για μένα ο πιο συγκλονιστικός είναι ο De Chirico. Αγαπώ τους τελευταίους του Picasso. Δείχνουν στους νέους ανθρώπους ότι ακόμα και χωρίς να έχεις πάει σε σχολή, μπορείς να ζωγραφίσεις.»
-«Είστε κατά των Σχολών Τέχνης;»
-«Απόλυτα ναι! Αυτή η απελευθέρωση από τον ακαδημαϊσμό είναι δικό του έργο. Κάθε καλλιτέχνης θα πρέπει να μάθει τα πάντα για τον εαυτό του και να το μεταφέρει με τον τρόπο που το νοιώθει.»
-Ο πιο σημαντικός καλλιτέχνης;
-«Υπάρχουν δυο μεγάλα κινήματα στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Κυβισμός και ο Σουρεαλισμός. Μετά εμφανίστηκε η Pop Art και η κατάσταση άλλαξε. Ο Picasso βέβαια, τα ξεπέρασε όλα αυτά. Δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον Σουρεαλισμό πλέον. Ήταν περίπλοκος για αυτόν. Με την ομάδα των σουρεαλιστών ήταν για 7 ημέρες. Ω ναι. Ήταν ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης του 20ου αιώνα.»
-«Αν ξαναγεννιόσασταν. Θα ξανακάνατε το ίδιο πράγμα;»
-«Ένα εκατομμύριο τοις εκατό. Θα έκανα την δουλειά που κάνω τώρα. Τίποτε άλλο. Είμαι ολοκληρωτικά ικανοποιημένος και ολοκληρωτικά ευτυχισμένος. Όλη μου η ύπαρξη είναι αυτό που κάνω εδώ και 50-60 χρόνια. Τέχνη, Τέχνη και Τέχνη είναι το μόνο πράγμα που με ενδιαφέρει…»
Ανακτήθηκε στις 09-06-2020 από: https://www.bibliotheque.gr/article/30612?fbclid=IwAR0kotoyW3BL5Tir2FLlMPeMeK7S2CfZKRVbBanKr7K8DHQfpmUCq6R7H2k