
6. Έρωτας, λαγνεία, φίλοι…
Μου πήρε αρκετό καιρό να αναπτύξω μια στοιχειώδη οικειότητα μαζί του. Σχεδόν δε σου το επέτρεπε. Μόνο αν ήθελε αυτός να σου ανοιχτεί, σου ανοιγόταν.
-«Πρέπει να έχει κάτι ο άλλος, για να με γοητεύσει, κάτι το άυλο δε ξέρω. Σε ότι ερωτεύθηκα , υπήρχε αυτό το κάτι… ένα τίποτα, που με έκανε να νοιώθω. Τώρα θέλω να τα ξεχάσω όλα, μα δε γίνεται.»
Ήθελε να μάθει τα πάντα, ό, τι συνέβαινε γύρω του. Για την πολιτική, τις προσωπικές σου σχέσεις και τρελαινόταν να ακούει προσωπικές στιγμές των άλλων. Μου είχαν μιλήσει πολλοί καλλιτέχνες για τον ίδιο, αλλά ο ίδιος δε μου είχε πει σχεδόν τίποτα.
Άρχισα να σκαρφίζομαι ιστορίες φίλων μου και παρατήρησα ότι αυτή η μέθοδος του άρεσε. Του άρεσε να ακούει για έρωτες των φίλων μου παρά για την δική μου προσωπική ζωή.
– Γιατί διαλέξατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα, Ιόλα; Τον ρώτησα για πολλοστή φορά…
-«Γιατί οι Έλληνες είναι καταπληκτικοί εραστές. Κανένας εραστής στον κόσμο δεν τους ξεπέρασε.»
Έδινε το κορμί του όσο οι ζωτικές του δυνάμεις τον κρατούσαν ψηλά! Δεν είχε όριο. Όπως και στη ζωή του, στο επάγγελμά του, στις ευθύνες του αλλά και στον έρωτα ήταν συγκλονιστικός. Απολάμβανε δίχως όρια οποιαδήποτε ύπαρξη τον ερέθιζε, πέρα από το φύλο.
Ήταν, βέβαια, και προστατευτικός. Αλίμονο αν σε διεκδικούσε κάποιος άλλος. Γινόταν θηρίο αλλά συγχρόνως γινόταν πατρικός, στοργικός. Ήθελε να χαμογελάς και φρόντιζε να μη σε αγχώνει τίποτα. Αρκεί να σε βλέπει ευτυχισμένο. Φρόντιζε τους δικούς του ανθρώπους, πλήρωνε λογαριασμούς, τους έχτισε σπίτια, χάρισε οικόπεδα, έδωσε χρήματα και έκανε απίστευτο κρεβάτι.!
Συγκλονιστικός παρτενέρ, μοναδικός εραστής. Ήξερε να κάνει τον άλλον, ακόμα και στο κρεβάτι, ευτυχισμένο… θα μου αποκαλύψει χρόνια αργότερα, σε μια άκρως συναισθηματική φόρτισή του ο Γ.Μ. , ένας από τους φίλους του. Κι αυτές οι ελάχιστες αναφορές του αλλά και των φίλων του, αποκαλύπτουν την ευαίσθητη πλευρά του, την οποία είχα ανάγκη, 25 χρόνια μετά τον θάνατό του, να αποκαλύψω. Επέμενα όμως περισσότερο για να δείξω το μεγαλειώδες της συμπεριφοράς του ακόμη και στον έρωτα. Εκεί κρύβεται το μεγαλείο κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Πόσο μάλλον για έναν Ιόλα, τόσο κυνικό, τόσο γήινο.
-«Η ψυχή, παιδί μου, θέλει έρωτα. Εκεί φωλιάζει αυτός. Με εναλλαγές που περικλείουν μόχθο, ενέργεια, χωρίς αυτές, ο έρωτας πεθαίνει.»
-«Έχετε δίκιο, Ιόλα! Το σπέρμα της χαράς!»
-«Και της δημιουργίας» αντέτεινε, «η ψυχή θέλει τις ώρες της, τις νύχτες της, τις χαρές και τον πόνο της, πονάς όταν κάνεις έρωτα, γίνεσαι θηρίο, μεγαλώνεις, έχεις οργασμό, μέχρι να έρθει η γαλήνη, η στωική αυτάρκεια, η οποία ακολουθεί κάθε σεξουαλική απόλαυση.»
Τι άλλο να θέλω, τέτοια εκπληκτική ερμηνεία, δεν είχα ξανακούσει. Αλλά το έβλεπα. Οτιδήποτε δεν τον ερέθιζε, δεν του προκαλούσε οργασμό, δεν τον απασχολούσε. Είτε άνθρωπος , καλλιτέχνης, έργο τέχνης, θεωρεία, πολιτική, θεατρική παράσταση, βιβλίο ό, τι κι αν ήταν αυτό αν δεν τον ερέθιζε, αδιαφορούσε, απείχε.
-«Μου αρέσει στο σεξ να εκμηδενίζομαι. Άλλες φορές να εκμηδενίζω τον παρτενέρ μου αρκεί, βέβαια, να είναι πλούσια η συγκομιδή!»
Δε μπορούσα να τον πιάσω από κάπου. Ήξερα ότι είχε αρχίσει να τον ερεθίζει η ιδέα να μιλούσαμε για τους έρωτές του, αρκεί να γινόταν με τακτ, με στυλ! Ο Ιόλας μισούσε ό, τι δεν είχε στυλ. Το ειρωνευόταν, το σχολίαζε.
-«Σας αρέσουν οι ακρότητες στο σεξ;»
-«Τι εννοείς;» με ρώτησε κοφτά, υψώνοντας τον τόνο της φωνής του.
-«Ε, να… αυτές που ο πολύς κόσμος αποκαλεί, ολισθηρές και επικίνδυνες.»
-«Είναι αμετάκλητα δοσμένες από την φύση μου αυτές, έως ότου…»
-«Έως ότου …» επέμεινα.
-«Έως ότου οδηγηθώ στη μοναξιά, η οποία αυξάνεται κάθε φορά με την ελευθερία μου.»
Έβλεπα μπροστά μου έναν σπουδαίο άνθρωπο τον οποίο είχε εγκαταλείψει ο νεανικός ενθουσιασμός και τη θέση του είχε πάρει τώρα μια στοχαστική μοναξιά.
«Ψάχνω πλέον μέσα μου να βρω την έμπνευση.»
Ήθελα να μάθω για τον πατέρα του, τη μητέρα του, τα αδέρφια του. Του άρεσε να μιλάει για την οικογένειά του. Στην ουσία, ποτέ δεν ήταν μακριά του. Φρόντιζε να κρατάει δίκαιες αποστάσεις από όλους. Εκτός από την αδερφή του Νίκη, η οποία ήταν σχεδόν ερωτευμένη μαζί του. Τον αγαπούσε παθητικά, τον ζήλευε, τον μισούσε, του δημιουργούσε σκηνές, στο τέλος τον τσάκισε.
Του άρεσε να μιλά για τους γονείς του, για τη γιαγιά του, τον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Φώτιο , ο οποίος άλλαζε τις φορεσιές σαν την Σάρα Μπερνάρ, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, την Μαρίκα Κοτοπούλη, την οποία λάτρεψε, για τον Άγγελο Σικελιανό, τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Είχε τόσα πολλά να θυμηθεί. Είχε τόσα πολλά να πει. Μόνο που φοβόταν το χρόνο.
Ήδη τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Κουραζόταν εύκολα. Δεν είχε πλέον δυνάμεις. Τον εγκατέλειπε μέρα με τη μέρα οποιαδήποτε διάθεση. Θλιβόταν βαθύτατα σε οτιδήποτε του έφερνε πόνο, σε οτιδήποτε σκότωνε το χρόνο του. Απέφευγε να κάνει σκέψεις δυσοίωνες και μέρα με τη μέρα έπεφτε σε μια μελαγχολία. Έπρεπε να σκαρφιστώ τη χρυσή ευκαιρία να τον βγάλω από τη παραίτηση.
-«Μόνο η γκαλερί στο Μιλάνο κρατά το ενδιαφέρον μου αυτή την εποχή. Ωραία όλα αυτά, αλλά πλέον αυτό που με ενδιαφέρει είναι το «Palazzo Stelline» και ο «Μυστικός Δείπνος» του Andy Warhol , που είσαι, πρέπει να σου μιλήσω γι΄αυτή την ιδέα, μου είπε , βγάζοντας με έξω στην πόρτα για να κλειδώσει. Είχαμε ξενυχτίσει. Είχε πάει 3.00 το πρωί.
Η είδηση την επόμενη μέρα ότι ο Billy Bo είχε AIDS, τον συγκλόνισε. Ήταν φίλοι. Μιλούσαν συχνά στο τηλέφωνο. Αλλά η αποκάλυψη αυτή, οι φωτογραφίες του στον «Ταχυδρόμο» και η συνέντευξή του στη δημοσιογράφο Λίνα Ζανιδάκη τον τρομοκράτησαν.
-«Ακούς εκεί. Τέτοια ομορφιά! Τέτοιο ταλέντο! Είναι άδικο! Άδικο! Άδικο!» φώναξε δυνατά, νευριασμένος. Φοβόταν. Ήξερε ότι αυτή η απώλεια δυνάμεων κάπου οφείλεται. Αδυνάτιζε. Μέσα σε διάστημα πέντε μηνών, είχε μείνει ο μισός. Το μόνο που του έδινε κουράγιο ήταν να τελειώσει το «Palazzo Stelline» και να είναι έτοιμος ο Andy Warhol.
-«Να είμαστε μέσα στις ημερομηνίες. Αυτός είναι τώρα ο στόχος!» κοιτούσε το πρόσωπό του στον καθρέφτη, πριν ξεκινήσουμε για την Αθήνα, σε ραντεβού με τον Οδυσσέα Ελύτη, στο GB corner, για το βιβλίο του ζωγράφου Πέτρου με το ποίημά του «Ο κήπος βλέπει».
Βιαζόταν και ο οδηγός ήρθε στην πόρτα της κουζίνας να του πει ότι πρέπει να ξεκινήσουμε. Μέχρι να μπούμε στο αυτοκίνητο, μου ψιθύρισε σιγά ότι « τα πάντα στη ζωή έχουν κρίση. Η αγάπη δεν έχει γιατί δεν είναι λόγος. Στην αγάπη άξια και ανάξια δεν υπάρχουν, ούτε όρια, ούτε ηθικές. Δεν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους κανείς αγαπά. Αλλά να πεθαίνεις από την αγάπη αυτό είναι αδικία και πολύ πρόστυχο!». Είχε επηρεαστεί από την είδηση του θανάτου του αγαπημένου του φίλου.
-«Δοθήκατε πολύ στην αγάπη;» τον ρώτησα. Ήταν μια απίστευτη στιγμή να εκμαιεύσω από τον ίδιο κάτι για τις αγάπες του.
-«Οτιδήποτε αγάπησα στη ζωή μου, ήταν αποτέλεσμα μιας μυστικής έξαρσης της αγάπης. Την ωραιότητα μιας καλλιτεχνικής ψυχής, ένα ωραίο κορμί, μια φλογερή ματιά. Η αγάπη, παιδί μου, είναι μια υπέρτατη ηδονή, όπου σώμα και ψυχή, ηδονή και ευδαιμονία γίνονται ένα, αλλά να πεθαίνεις από αυτό, είναι τραγωδία! Ευτυχώς, είμαι χορτάτος! Τα πιο θελκτικά κορμιά ήταν στη αγκαλιά μου, αλλά τα πιο ωραία μυαλά. Είναι δύσκολο να παραιτηθείς από τον έρωτα, παρά από τη ζωή. Είναι σημαντικό να αναζητάς ψηλαφιστά την ευτυχία. Είναι από τις ελάχιστες ομορφιές της ζωής να εξασκείσαι στη λαγνεία. Η λαχτάρα να φιλήσεις και να φιληθείς, να αγκαλιάσεις και να αγκαλιαστείς. Είναι τραγικό να πεθαίνεις από αυτό.»
7. Από την αρχή…
-«Ο πατέρας μου Ανδρέας Κουτσούδης γεννήθηκε στη Χίο το 1870. Ήταν γιός ενός Χιώτη μικροκτηματία, με αγάπη όμως στο εμπόριο και τις εξαγωγές μαστίχας προς την Ανατολή, στην Αίγυπτο και στην Αραβία.
Από πολύ νωρίς έδειξε ότι δεν τον ενδιέφεραν διόλου οι ασχολίες του κτήματος. Η οικονομία του νησιού και οι δραστηριότητες, ήταν μάλλον περιορισμένες εκεί. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βγάλει λεφτά. Διέθετε αποδεδειγμένα εμπορικό μυαλό, από τότε που μοίραζε μαστίχα στα παιδιά, για ένα γρόσι το σπυρί, κρυφά από τον πατέρα του Κωνσταντίνο, ο οποίος έμελλε να μείνει για πάντα στο νησί και να μην ταξιδέψει ποτέ έξω από αυτό.
Η μητέρα ήταν δικτατορική. Αυστηρών αρχών, αληθινός θηλυκός σατράπης, με αποτέλεσμα ο πατέρας μου Ανδρέας, να διαμορφώσει ένα χαρακτήρα αρκετά συγκροτημένο, ωστόσο απολυταρχικό. Η αγάπη του για το εμπόριο, τον οδήγησε στην Αίγυπτο, κοντά στα αδέρφια του πατέρα του.
Ο Ξύππας είχε αρκετά καράβια στο Νείλο και κέρδιζε αρκετά χρήματα από την εμπορία και την μεταφορά βαμβακιού. Οι πρώτες δουλειές του, λοιπόν, ήταν σε αυτά τα καράβια. Σύντομα, όμως, εξειδικεύτηκε στα βαμβάκια και συμμετείχε ενεργά στο εξαγωγικό εμπόριο, το οποίο γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στην Αίγυπτο.
Στο μεταξύ, παντρεύτηκε την μητέρα μου, την Περσεφόνη, μια μικροκαμωμένη, ρομαντική και πολύ καλή ηθοποιό… υποκρινόταν με το παραμικρό. Αγαπούσε τα καναρίνια, έκλαιγε με το παραμικρό και ήταν πολύ ερωτιάρα και όμορφη.
Κι ο πατέρας μου ήταν όμορφος. Ήταν ψηλός άντρας με μεγάλα εκφραστικά μάτια. Είχε πυκνά μαλλιά και τραβούσε σαν μαγνήτης τις γυναίκες. Ήταν δουλευταράς και ακαταπόνητος. Του αρκούσαν τρείς- τέσσερεις ώρες ύπνου και μια ώρα για την γυναίκα του. Οι υπόλοιπες ώρες ήταν αφιερωμένες στη δουλειά. Μέσα σε λίγα χρόνια έγινε ένας μοναδικός «καλσιφικατέρ» βαμβακιού στην Αίγυπτο, ο οποίος καθόριζε την τιμή, από την ποιότητα της κλωστής του.»
-«Πότε γεννηθήκατε;»
-«Τον Μάρτιο του 1908. Στις 25 Μαρτίου. Ήμουν το πρώτο παιδί στην οικογένεια. Μετά ήρθε η Νίκη, ο Δημήτρης και η Ηρώ, τα υπόλοιπα αδέρφια μου. Ήταν μια μέρα εθνική για τους Έλληνες της Αλεξάνδρειας. Ο Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας έψαλε το τροπάριο του Ευαγγελισμού και ο πατέρας μου, ο οποίος ποτέ δεν έλειπε καμιά Κυριακή από την εκκλησία, ειδοποιήθηκε από τον υπηρέτη του, ότι η γυναίκα του είχε πόνους και ότι γεννά από στιγμή σε στιγμή.
Άκουσε τον Φώτιο να λέει το τροπάριο και έτρεξε στο σπίτι να δει τον πρώτο του καρπό. «Κωνσταντίνος» φώναξε ο πατέρας μου, όταν βγήκα από την κοιλιά της μάνας μου. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να αντιδράσει κανείς στο όνομα αυτό. Ούτε καν ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο οποίος με βάφτισε.»
-«Θυμάστε πράγματα από όταν ήσασταν παιδί;»
-«Πως δε θυμάμαι. Αισθάνθηκα την επιβολή της τάξης στην οικογένειά μου. Τις τιμωρίες. Την τρομακτική πειθαρχία. Αλλά ήταν δίκαιη, γι’ αυτό δεν επαναστάτησα ποτέ εναντίον της. Γιατί αυτό που με έμαθε η γιαγιά μου είναι ότι για κάθε τι υπάρχει δικαιοσύνη.»
-«Ο πατέρας σας;»
-«Ήταν πια ένας αστός. Οι άνθρωποι που συναναστρέφονταν μαζί του, ήταν πρίγκιπες, έμποροι και επιχειρηματίες, εξαγωγείς βαμβακιού. Όταν μεγάλωσα με έπαιρνε μαζί του τα καλοκαίρια, να μάθω τα μυστικά της Τέχνης του. Οι διακοπές ήταν ο εφιάλτης μου.
Τη γιαγιά μου την έτρεμα μέσα στο σπίτι. Ήταν αυστηρή και εξέταζε πάνω μας το παραμικρό: τα νύχια, τα δόντια, τα μαλλιά, τα πάντα. Ήταν ο πατέρας, η μάνα, ο αρχηγός του σπιτιού. Τα πάντα.
Πάνω από το κρεβάτι είχε μια εικόνα της Παναγίας και σε μια γωνιά του δωματίου, υπήρχε ένας Παρθενώνας κοκάλινος, από αυτούς που πουλούσαν τα τουριστικά μαγαζιά. Όλοι την έτρεμαν μέσα στο σπίτι.»
-«Την μητέρα σας;»
-«Την Περσεφόνη; Όλοι την λάτρευαν. Ήταν όμορφη, πλούσια και πολύ ερωτευμένη με τον πατέρα μου, ο οποίος όμως τον περισσότερο καιρό έλειπε στην Άνω Αίγυπτο. Ο πατέρας μου ήταν Χριστιανός ενώ η μητέρα μου, ειδωλολάτρης.
Μέσα στο σπίτι ακούγαμε μόνο οπερέτες. Αυτά στη δική μου οικογένεια, γιατί στις άλλες ελληνικές οικογένειες ακούγονταν τσάμικος, καλαματιανός, χασάπικος… Στο σπίτι όμως αυτό, η γιαγιά τα απαγόρευε όλα! Όλοι μπροστά της ήταν στρατιωτάκια.»
-«Που πήγατε σχολείο;»
-«Το σπίτι μου ήταν απέναντι από το Μουσείο. Πρώτα πήγα σε ένα Λύκειο, όπου φοιτούσαν τα παιδιά των καλών οικογενειών, στο σχολείο της κυρίας Σιμότα. Όλα εκεί τριγύρω βρίσκονταν από το σπίτι μου. Το Προξενείο, το Ελληνικό Μουσείο και το σχολείο.»
-«Τι θυμάστε;»
-«Ότι μια μέρα στο σχολείο της κυρίας Σιμότα, στο Αβερώφειο Γυμνάσιο άκουσα έναν συμμαθητή μου που έλεγε «Γαμώτο!». Πρώτη φορά την άκουσα την λέξη αυτή. Γύρισα στο σπίτι και έλεγα συνέχεια: «Γαμώτο, γαμώτο», «Έλα εδώ», μου φώναξε η μητέρα μου, «Που άκουσες τη λέξη αυτή;», «Στο σχολείο» της απάντησα. «Μην ξαναπείς τη λέξη αυτή ποτέ!» μου είπε. Πώς να στο πω, υπήρχαν μόρτες από τη μία και από την άλλη οικογένειες σαν εμάς, που δεν ξέραμε από τέτοια πράγματα.

Η κυρία Σιμότα είχε ένα αυστηρό παιδαγωγικό τρόπο να μαθαίνει Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη σε κείμενα πρωτότυπα.
Διευθυντής του σχολείου ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Είχε βροντώδη φωνή, ήταν αυστηρός και θρήσκος. Κρατούσε ένα χάρακα, με τον οποίο, αν δεν γνώριζες το μάθημα, άνοιγες τα χέρια σου και σου έδινε 20 χαρακιές.
Ο Γυμναστής μας ήταν ο κύριος Σιμεωνίδης, αλλά αυτόν που αγαπούσα περισσότερο ήταν ο καθηγητής του φούτμπολ, ο οποίος ήταν και ποιητής, ο Γλαύκος Αλιθέρσης. Αυτόν που δεν συμπαθούσα καθόλου ήταν ο πάτερ Καλλιόπιος, ο οποίος μας έκανε Θρησκευτικά. Μια μέρα μου ζήτησε να του πω «απ’ έξω» τον «Γάμο της Κανά» και όταν του είπα ότι δεν το ξέρω και ότι είμαι κατά του γάμου, με έβγαλε έξω στο προαύλιο με τα χαλίκια και μου είπε να γονατίσω και να διαβάσω δυνατά τον «Γάμο της Κανά».
-«Ο Πατριάρχης Φώτιος;»
-«Ο Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Φώτιος!!! Τον λάτρευα. Ήταν η μεγαλύτερη καλλονή που είχα δει στη ζωή μου. Κάθε Κυριακή που πήγαινα με τον παππού και τη γιαγιά στον καθεδρικό ναό, όπου λειτουργούσε ο Φώτιος. Ολόκληρη η τελετουργία ήταν σαν μια παράσταση και όλος ο κόσμος ήταν πολύ σικ ντυμένος.
Η γιαγιά μου φορούσε πάντα το ίδιο φόρεμα, το οποίο είχε μόνο για την εκκλησία, ενώ το καπέλο της, της το είχε φτιάξει η μεγαλύτερη καπελού της Αλεξάνδρειας, η κυρία Φλώρα. Ήταν μαύρο με μπλε σατέν, με ένα τούλι το οποίο κατέβαινε μπροστά, να κρύβει λίγο το πρόσωπο.
Όλα τα καπέλα της γιαγιάς μου ήταν από την κυρία Φλώρα, η οποία ήταν και καταπληκτική καφετζού. Σου έλεγε τον καφέ δωρεάν, κάθε φορά που πήγαινες να αγοράσεις ή να παραγγείλεις καπέλο. Σπάνια να σου δώσει ό, τι ήθελες εσύ. Σε κοίταζε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Σε παρατηρούσε προσεκτικά, σου φόραγε μερικά καπέλα και στο τέλος σου έλεγε.. «Αυτό!»
-«Υπήρχε υπηρετικό προσωπικό στο σπίτι;»
-«Δέκα άνθρωποι. Τόσοι ήταν στο υπηρετικό προσωπικό. Παιδαγωγός, μαγείρισσα, ο Μοχάμεντ και οι πλύστρες. Αχ αυτές οι πλύστρες! Η δουλειά τους ήταν σκέτο θέατρο και η διαδικασία της πλύσης εκπληκτική! Τρείς μέρες πλένανε τα ρούχα του σπιτιού. Τα υλικά τους ήταν σαπούνι, τσόφλια αυγών, λεμονόκουπες, στάχτη και ανθόνερο.
-«Η επαφή σας με το υπηρετικό προσωπικό ποια ήταν;»
-«Καμία. Μόνο μια φορά έπιασα τον υπηρέτη μας, τον Μοχάμεντ, να κάνει έρωτα σε μια πλύστρα που αγαπούσε στην αποθήκη κάτω από τη σκάλα! Η πόρτα ήταν ανοιχτή και δεν ήξεραν ότι είχα γυρίσει από το σχολείο. Πάγωσα. Πρώτη φορά είδα αντρικό σώμα γυμνό… Το σώμα του Μοχάμεντ ήταν γεμάτο μύες, αδύνατο και η πλάτη του έτρεμε. Έμεινα και κοίταζα άναυδος.
Τρείς μέρες μετά, όταν το είπα στο Μοχάμεντ ότι τα είδα όλα στην αποθήκη, με χαστούκισε τόσο δυνατά που χτύπησα το κεφάλι μου στο κάγκελο της σκάλας. Οι φωνές μου ήταν τόσο δυνατές. Έκλαιγα. Ξαφνικά μου κλείνει το στόμα, με πιάνει σφιχτά να μην ακούσει η γιαγιά μου το κλάμα μου.»
-«Πότε γνωρίσατε τον Κωνσταντίνο Καβάφη;»
-«Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες μου ήταν πάντα τα βιβλία. Είχα βρει ένα βιβλιοπωλείο, κοντά στο σπίτι μου, όπου τα απογεύματα πήγαιναν εκεί οι ποιητές και διάβαζαν τα ποιήματά τους.
Στα ράφια του βιβλιοπωλείου, συναντούσε κανείς βιβλία σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, κυρίως λογοτεχνικά, ποίηση και επιστήμες.
Με τα χρήματα που μου έδιναν από το σπίτι, αγόραζα βιβλία. Το βιβλιοπωλείο ήταν ένα καθημερινό πέρασμα. Κάθε μέρα πήγαινα εκεί και ξεφύλλιζα τα νέα βιβλία που απλώνονταν στους πάγκους του.
Το πρώτο βιβλίο που αγόρασα ήταν το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϋ», του Όσκαρ Ουάϊλντ. Θυμάμαι μέσα στο βιβλιοπωλείο ήταν ένα αγόρι- θαύμα. Ήταν υπάλληλος του βιβλιοπωλείου και γίναμε φίλοι. Ήταν 23-24 χρονών. Εγώ ήμουν στα 16. Μου σύστησε να διαβάσω τα βιβλία του Πελαντάν. Τρελάθηκα. Μέσα σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο, γνώρισα τον Κύπριο ποιητή Νίκο Νικολαϊδη. Τότε έγραφε το «Γαλάζιο Λουλούδι». Μόλις τον είδα, τον θαύμασα. Ήταν τόσο ερωτεύσιμος. Με συμπάθησε από την πρώτη φορά που με είδε. Μια μέρα μου είπε να διαβάσω ελληνική λογοτεχνία. Παλαμά, Σικελιανό, Σολωμό, Κάλβο, Καβάφη.
«Ποιός είναι ο Καβάφης;» τον ρωτάω. «Είναι εκείνος με τα γυαλάκια, που στέκεται πάντοτε αμίλητος όταν έρχεται εδώ». Είχα καταλάβει ποιόν εννοούσε και του είπα ότι ήθελα να τον γνωρίσω. Μου είπε ότι ήταν φίλος του και ότι θα με πήγαινε να τον γνωρίσω στο σπίτι του.
Τότε ο Κωνσταντίνος Καβάφης, έγραφε τα ποιήματά του σε κάτι χαρτιά και τα χάριζε. Τα μοίραζε στους φίλους του.
Μια μέρα ο Νίκος Νικολαϊδης, με τον καθηγητή του φουτμπόλ, τον Γλαύκο Αλιθέρση, με πήραν μαζί τους στο σπίτι του Καβάφη. Ήταν στην οδό Λέψιους στο τμήμα της οδού που το ονόμαζαν «Μασσαλία». Εκεί υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε: «Απαγορεύεται η διέλευσης στρατιωτών και ανηλίκων». Ήταν τα πορνεία της Αλεξάνδρειας εκεί και αν ήσουν ανήλικος ήταν αδύνατον να περάσεις. Με κρύψανε όμως, ανάμεσα στις καπαρντίνες τους και επιτέλους φτάσαμε στο σπίτι του Καβάφη.
Καθόταν στον δεύτερο όροφο. Φορούσε τα γυαλιά του, τα μανίκια του σκεπασμένα με μαύρα επιμανίκια, για να μην λερώνονται καθώς έγραφε, καθισμένος σε μια πολυθρόνα. Δε μιλούσε. Τα νύχια του ήταν πολύ ωραία, καθαρά κι ήταν όμορφα χτενισμένος, ντυμένος πολύ κομψά. Τα κουστούμια του ήταν εγγλέζικα και πολύ ωραία ραμμένα. Τα πουκάμισά του ήταν τόσο λευκά, τόσο λεπτά, από ακριβό λεπτό σαν μεταξένιο βαμβάκι από την Άνω Αίγυπτο. Μιλήσαμε και όταν φύγαμε μου είπε: «Να ξανάρθεις…»
Ύστερα από λίγες μέρες, πήγα μόνος μου. Του είπα: «Ήρθα να μου δώσετε κάποια από τα ποιήματά σας. Να σας παρακαλέσω ήρθα γιατί είναι πολύ δύσκολο να τα βρω.»
-«Τα ποιήματά μου! Άφησέ με να σκεφτώ. Να διαλέξω. Αλήθεια, πόσο χρονών είσαι;» με ρώτησε ο Καβάφης.
-«Δεκαέξι» του λέω.
-«Α, γι’ αυτό δεν έχεις τρίχες στα πόδια σου!»
Κοίταξα κι εγώ τα πόδια μου, φορούσαμε κοντά παντελονάκια τότε και διαπίστωσα ότι όντως δεν είχα τρίχες.
Μου έδωσε κάτι χαρτάκια με τα ποιήματά του, ανάμεσά στα οποία ήταν και ο «Καισαρίωνας». Ήταν υπέροχος ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Πρώτα σαν άνθρωπος και σαν ποιητής. Είχε τόση ομορφιά μέσα του και έξω του. Με το ανάστημά του και την ενόρασή του σε έκανε να τον σεβαστείς. Να τον εκτιμήσεις. Του οφείλω τόσα πολλά. 
Κάποια στιγμή σε κάποια από τις συναντήσεις μας του λέω ότι θέλω να πάω στην Ελλάδα. Ήταν ο πρώτος που το είπα, πριν καν το πω στους γονείς μου. «Να πας όταν θα είσαι έτοιμος. Θα σου πω εγώ που θα πας και που να μείνεις.»
Δεν το πίστευα ότι ο Καβάφης θα με βοηθούσε. Ένας τόσο μεγάλος ποιητής!…
Είχα αρχίσει να κάνω μαθήματα πιάνου. Η δασκάλα του πιάνου μου λεγόταν κυρία Στάμπα και η αδερφή της ήταν διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της Αλεξάνδρειας. Μου άρεσε πολύ το πιάνο. Είχα προχωρήσει αρκετά και άρχιζα να παίζω χωρίς παρτιτούρες.
Μια μέρα λέω στον πατέρα μου ότι θέλω να γίνω πιανίστας. «Πιανίστας;!» φώναξε με βροντερή φωνή, «Θα πάς στα βαμβάκια! Άκου, πιανίστας» και κλείδωσε το πιάνο και πήρε μαζί του το κλειδί.
-«Πως θυμάστε την Αλεξάνδρεια;»
-«Ήταν τα σύνορα της ιστορίας και του μύθου. Η Αλεξάνδρεια ήταν ένα κομβικό σημείο της φαντασίας. Ήταν η ενσάρκωση του κοσμοπολιτικού πνεύματος. Οι Έλληνες, οι Ιταλοί και οι Εβραίοι της έδιναν ένα χρώμα μοναδικό. Γι’ αυτό αναπτύχθηκαν εκεί οι Τέχνες, γιατί και οι συγγραφείς της και οι ποιητές της, βρήκαν εκεί τον τόνο για να αποδώσουν το συναισθηματικό φορτίο της ύπαρξής τους.
Ξέραμε όλοι ότι αυτή η πόλη είχε χτιστεί από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ήταν μια από τις επιφανέστερες εστίες του πολιτισμού. Ήταν από παλιά διάσημη για την βιβλιοθήκη της. Δεν υπήρχε καλλιτέχνης που να κάνει περιοδείες και να μην ερχόταν στην Αλεξάνδρεια.
Ήταν το κέντρο του κόσμου τότε. Δε γινόταν να είναι διαφορετικά. Ήταν τα πάντα εκείνη την εποχή η Αλεξάνδρεια.»
-«Και γιατί φύγατε από την Αλεξάνδρεια;»
-«Μα για να αναπτυχθώ. Δεν άντεχα την ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι. Ο πατέρας μου συνεργαζόταν με τις μεγαλύτερες εταιρίες της εποχής και τους εξαγωγείς της Αλεξάνδρειας. Δεν άντεχα όμως το κλίμα, ούτε στο σπίτι.
Ένα βράδυ, σκαστός από το σπίτι, είδα την Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία είχε έρθει στην Αλεξάνδρεια τότε. Όχι μόνο μαγεύτηκα, άλλαξε η ζωή μου. Είδα το φως. Κατάλαβα ότι ήμουν γεννημένος για την Τέχνη. Είχε ένα μοναδικό μεγαλείο. Δεν έχω δει στη ζωή μου, μεγαλύτερη ηθοποιό. Ήταν το παν μέχρι τότε για μένα. Είχε μια αίγλη, μια φωνή, ένα στήσιμο, μια αρμονία.
Από τότε ήθελα να έρθω στην Ελλάδα. Από τότε που τέλειωσα το σχολείο, ήθελα να έρθω στην Ελλάδα, μόνο και μόνο για να φύγω από το σπίτι.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης μου υποσχέθηκε ότι θα μου έδινε τρείς συστατικές επιστολές. Μια για τον Άγγελο Σικελιανό, μια για τον Κωστή Παλαμά και μία για τον Δημήτρη Μητρόπουλο.
Όταν ανέφερα στη γιαγιά μου ότι θα πάω στην Ελλάδα, μου είπε να πάω στη Γαλλία ή στη Γερμανία αλλά στην Ελλάδα ποτέ! Είχα πάρει, όμως, την απόφασή μου. Έπρεπε να φύγω για να αναπτυχθώ!»
«Ήταν το 1926 oταν πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα. Ρίγησα. Μετά από τόσες σπουδές, τόσους σπουδαίους καθηγητές, μετά από τόσους ποιητές, ερχόμουν να δω τον Παρθενώνα, τα αγάλματα και τους ποιητές…
Πέταγα από την χαρά μου. Τα μεσημέρια, ανέβαινα στην Ακρόπολη. Στον Παρθενώνα. Μου άρεσε να κάθομαι εκεί, ώρες ατελείωτες. Όταν τον κλείνανε αργά το μεσημέρι για τους τουρίστες, ο διευθυντής της Ακρόπολης, ο Φιλαδελφέας, με άφηνε να χορεύω και η σπουδαία φωτογράφος της εποχής η Νέλυ Σεραϊδάρη, με φωτογράφιζε…»
-«Και οι επιστολές του Καβάφη;»
-«Ήταν τα όπλα μου. Πρώτα πήγα στον Κωστή Παλαμά. Έμενε στην Πλάκα τότε. Η κόρη του η Ναυσικά έμενε, Ασκληπιού 3. Ήταν όμορφη η κόρη του. Λίγες μέρες μετά γνώρισα την Εύα Σικελιανού, τη γυναίκα του Άγγελου.
Ο Άγγελος Σικελιανός είχε πολύ καλή ανατροφή και ήταν ωραία ντυμένος. Μόλις τον είδα, εκστασιάστηκα. Ήταν ένα μεγαλείο. Ψηλός με μια βροντώδη, στεντόρεια φωνή. «Ω Θεέ μου! Τι παρουσία είναι αυτή!» είπα όταν τον είδα.
Κι εκείνος από την πρώτη στιγμή, με συμπάθησε. Με έπαιρνε μαζί του, εκεί κάπου στο Κιάτο και μου διάβαζε Σοφοκλή, Πλάτωνα και Ευριπίδη. Με προετοίμαζε να παίξω το «Ερμή» στον «Προμηθέα Δεσμώτη», στις Δελφικές Γιορτές.
Από την Ναυσικά Παλαμά γνώρισα τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της πνευματικής Αθήνας. Οι περισσότεροι είχαν μιαν απλότητα, μια σαφήνεια στη προσωπικότητά τους. Δεν είχαν τίποτα το περιττό επάνω τους. Αρκούσε μια φράση τους, μια κίνησή τους για να φανερωθεί η απλότητά τους και η πνευματική τους ανατροφή.
Η απλότητά τους ήταν απίστευτη. Έβλεπες έναν Άγγελο Σικελιανό, που η απλότητά του και η αρμονία των κινήσεών και της σκέψης του, σε άφηνε άφωνο. Μου δίδασκε τους μονολόγους του «Ερμή» με την καταπληκτική εκείνη στεντόρεια φωνή του και έβλεπα μπροστά μου, έναν καλλιτέχνη , με ένα ιδιαίτερο είδος τελειότητας.»
-«Ποια ήταν η εικόνα της Αθήνας τότε; Πώς ήταν στα όνειρά σας και πως τη βρήκατε;»
-«Κατ’ αρχάς, χαιρόμουν που βρισκόμουν στην Ελλάδα. Το όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα. Να ζήσω στη χώρα, η οποία έγινε στην ιστορία της Τέχνης, η πιο διάσημη. Η πιο σημαντική. Και μάλιστα η Αθήνα. Εδώ που καρποφόρησε η πιο εκπληκτική επανάσταση του πολιτισμού.
Δεν κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα. Κάποιοι πλούσιοι μόνο είχαν αυτοκίνητα και οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι.
Γνώρισα τον μεγάλο τότε Εμμανουήλ Μπενάκη και τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Χάρη στον Άγγελο Σικελιανό, μπήκα μέσα στις καλύτερες οικογένειες της Αθήνας.
Μου έκανε εντύπωση ότι δεν έβλεπα καμιά διαφορά στους Αιγυπτίους από τους Έλληνες. Οι καθηγητές μου στην Αλεξάνδρεια, μου είχαν εμφυσήσει μέσα μου τον Ελληνισμό, την ελληνική κουλτούρα, το ελληνικό πνεύμα.»
-«Ποιο είναι ελληνικό πνεύμα;»
-«Όταν το πνεύμα δε μένει ικανοποιημένο από έτοιμες συνταγές, όσο καλές κι αν είναι. Και όταν αρχίζει να πειραματίζεται για λογαριασμό του.»
-«Γνώρισα μια Ελλάδα διαφορετική από τη σημερινή. Οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί. Έβλεπα προσωπικότητες, τις οποίες τις χαρακτήριζε μια ισορροπία στις σκέψεις τους και στις πράξεις. Είναι πολύ λεπτές οι σταθμίσεις αυτές.
Με τραβούσε ο Ελληνικός Πολιτισμός. Αυτόν μου είχαν μάθει στην Αλεξάνδρεια, στα Αρχαία Ελληνικά, στα Γυμνάσια, στα Λύκεια. Ήθελα να δω τον Παρθενώνα. Να ζήσω και να γευτώ τον Ελληνικό πολιτισμό.
Δεν είχε βέβαια το μεγαλείο της Αλεξάνδρειας η Αθήνα. Οι άνθρωποι ήταν καταπιεσμένοι.
Η Ναυσικά Παλαμά ήταν μια ευγενέστατη κοπέλα, αλλά καταπιεσμένη. Ήταν μοναχική. Μιλούσε σε πολύ λίγους ανθρώπους. Εκτός από κάποια υποχρεωτικά πράγματα που έπρεπε να κάνει, για τον πατέρα της.
Ο Άγγελος Σικελιανός ήταν αυτός που με στιγμάτισε εκείνη την εποχή. Είχε μια έξαρση και έναν ενθουσιασμό σε ό, τι κι αν έκανε. Γίναμε φίλοι και μια μέρα μου λέει να πάω να μείνω για λίγες μέρες στη Συκιά, κοντά στο Κιάτο, στο σπίτι του.
Ξυπνούσε, κάθε πρωί, στις 9.30 και πήγαινα στο δωμάτιό του. Αυτός ήταν στο κρεβάτι του και μου διάβαζε τα έργα του. Μου έγραψε μια περίληψη της φιλοσοφικής του ιδέας, της μυσταγωγικής του ιδέας και μου μιλούσε για τους φιλοσόφους.
Έφτιαχνε το πρόγραμμα των Δελφικών Γιορτών. Είχε γράψει ένα μονόλογο καταπληκτικό, τον οποίο είχα μάθει τότε, σχεδόν «απ’ έξω». Τώρα τον έχω ξεχάσει όμως.»
-«Είχατε θεατρική παιδεία, εκείνη την εποχή;»
-«Όχι. Απολύτως καμία. Ούτε άσκηση, ούτε τίποτα. Ύστερα, δεν είχα την φωνή, τις φωνητικές χορδές, για έναν τέτοιο ρόλο.
-«Πόσο καιρό καθίσατε στην Ελλάδα;»
-«Ενάμιση χρόνο στην αρχή. Ήρθε ο θείος μου ο Ξύππας και με πήρε. Μου πε ότι είμαι πολύ μικρός ακόμη και δεν μπορώ να κάνω του κεφαλιού μου και με πήρε πίσω στη Αίγυπτο.
Πήγα στο σπίτι, έκατσα μερικούς μήνες, να κάνω άλλη μια προσπάθεια, μπας και αγαπήσω τα βαμβάκια. Με τίποτα όμως. Αισθανόμουν ότι δεν θα ήμουν ολοκληρωμένος άνθρωπος, αν δεν ερχόμουν στη χώρα, όπου άνθισε το πελώριο κίνημα της Τέχνης.
Ξαναγύρισα για λίγο πάλι πίσω στην Ελλάδα, να δω τους φίλους μου, που είχα 6-7 μήνες να τους δω. Την Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Άγγελο Σικελιανό, τη Ναυσικά Παλαμά, τον Δημήτρη Μητρόπουλο, ο οποίος, τον λίγο καιρό που κάθισα στην Ελλάδα, με έπαιρνε μαζί του στην οδό Πειραιώς όπου ήταν το Ωδείο Αθηνών και μου παρέδιδε μαθήματα πιάνου.
Είχα ταλέντο σ’ αυτό. Με έμαθε καταπληκτικό πιάνο. Ωστόσο δεν ήταν τόσο σίγουρος αν έπρεπε να κάτσω στην Ελλάδα.
Ήθελα τόσο πολύ να ταξιδέψω. Να γνωρίσω τους πολιτισμούς που διάβαζα στα βιβλία μου. Ο Μητρόπουλος μου είπε ότι αν αγαπώ την Ελλάδα τότε θα πρέπει να φύγω μακριά.
Έφυγα για το Βερολίνο. Ταξίδεψα σε όλες σχεδόν τις πόλεις . Ήταν υπέροχα. Είχα, για μια ακόμη φορά, καταλάβει, για τα καλά, ότι με τίποτα δεν έπρεπε να ξεχάσω την Αλεξάνδρεια, την Αίγυπτο, την οικογένειά μου, αλλά έπρεπε να βρω τον εαυτό μου. Έπρεπε να κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό το οποίο μου είχαν προετοιμάσει και προγραμματίσει στη ζωή μου. Οτιδήποτε είναι προετοιμασμένο, κάθε τι που είναι υπαγορευμένο. δεν έχει ελευθερία μέσα του. Ήταν περίεργο εκείνη την εποχή το Βερολίνο.»
-«Πότε φύγατε για το Βερολίνο;»
-«Ήταν το 1929. Ω το Βερολίνο εκείνης της εποχής! Δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Ήταν για μένα η μεγαλύτερη πόλη της ανθρωπότητας. Στο Βερολίνο η ζωή ήταν κοσμική, αυτοκρατορική και σήκωνε εκεί τα πάντα: ό, τι ήθελες να πεις και να κάνεις.
Ήταν αληθινά συναρπαστική πόλη, πολύ της μόδας. Το θέατρο ήταν αβανγκάρντ το 1929, με Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ. Η μουσική ήταν παράξενη, με Σένμπεργκ και όλα αυτά. Ήταν περισσότερο ζωντανό το προπολεμικό Βερολίνο. Ήταν τρελό. Απολύτως τρελό! Και πολύ σικ.
Πήγα στον Πάνο Αραβαντινό. Ο Αραβαντινός έκανε τα κουστούμια της Όπερας του Βερολίνου και του είχε ήδη γράψει ο Μητρόπουλος να με αναλάβει υπό την προστασία του.
[αύριο η συνέχεια]
το βιβλίο του Νίκου Σταθούλη “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΟΛΑΣ : Η ΖΩΗ ΜΟΥ”δημοσιεύεται σε καθημερινές συνέχειες στη “ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ” με την ευγενική άδεια του συγγραφέα.
Ανακτήθηκε στις 09-06-2020 από: https://www.bibliotheque.gr/article/30726