8. Στο Σάλτσμπουργκ…
-«Πως θυμάστε τον εαυτό σας τότε;»
-« Ήμουν νέος, αθλητικός, πολύ καλά φτιαγμένος και το σώμα μου δεν ζοριζόταν στο χορό. Ήταν ξεκλειδωμένο. Ήθελα να χορέψω, όμως, στο Σάλτσμπουργκ, γιατί εκεί ήταν οι καλύτεροι χορευτές.
Δεν ήξερα πώς να πάω στο Σάλτσμπουργκ. Το ταξίδι ήταν ακριβό από το Βερολίνο. Τα χρήματά μου δεν ήταν αρκετά. Μου είπαν να πάω σαν extra κομπάρσος στο Σάλτσμπουργκ. Διευθύντρια της Όπερας του Βερολίνου ήταν η Margarete Wallmann, η οποία με έστειλε με ένα σημείωμα να με πάρουν στο Σάλτσμπουργκ σαν κομπάρσο.
Θυμάμαι καλά εκείνη τη νύχτα πριν πάω στο Σάλτσμπουργκ. Έβρεχε. Όχι δυνατά μα ήσυχα. Σιγά- σιγά. Σα να σε δρόσιζε η βροχή. Οι λάμπες του δρόμου έφεγγαν αμυδρά και κινούνταν με τον αέρα. Ολόκληρη τη νύχτα περιπλανιόμουν στους δρόμους του Βερολίνου και τη σκέψη μου καρφωμένη στο Σάλτσμπουργκ.
Σε δυο μέρες θα γινόταν η οντισιόν. Μέχρι τότε ήμουν ανήσυχος και μελαγχολικός. Μου φαίνονταν ατέλειωτες εκείνες οι δυο μέρες.
Όταν έφτασα στην επιτροπή μου είπαν: «Κάθισε στην άκρη!». Την πρώτη μέρα, έρχεται ένας κύριος και μου λέει: «Είμαι ο Μπρούνο Βάλτερ!». Λύθηκαν τα πόδια μου. «Κάντε αυτήν την κίνηση» μου έδειξε, την έκανα. «Γυρίστε το σώμα σας να σας δω» το γύρισα εγώ, και μου είπε ότι θα κάναμε ένα συμβόλαιο κομπάρσου, με μισθό κομπάρσου, 5-6 σελίνια, δε θυμάμαι. Και από κομπάρσο με κάνανε κορυφαίο χορευτή στο «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλούγκ στο Σάλτσμπουργκ,
Ούτε να μακιγιαριστώ, βέβαια, δεν ήξερα, οπότε με ανέλαβε ο μακιγιέρ και με έκανε ένα απίθανο πλάσμα. Θυμάμαι τη δεύτερη σκηνή που ήταν η Κόλαση. Ήταν απίστευτο. Να βλέπεις την κατάμεστη αίθουσα, γεμάτη κόσμο. Είχα κοκκινίσει. Τα μάγουλά μου έσκαγαν! Έμενα ασάλευτος μέσα σε ένα όνειρο.
Στην τρίτη πράξη, έπαιξα την ψυχή του Αχιλλέα- μέσα στον Παράδεισο πια- σχεδόν γυμνός, σαν ένα πλάσμα του Παραδείσου. Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί. Το ίδιο και ο Μπρούνο Βάλτερ. Τα είχα χαμένα αλλά ήμουν σε τόση αρμονία με τον εαυτό μου, που ένοιωθα μέσα μου σα μικρός θεός. Πραγματοποιούσα ήδη ό, τι είχα ονειρευτεί. Κανείς πια δεν θα με εμπόδιζε να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου.
Ήδη με τον χορό είχα βρει ένα ιδανικό στη ζωή μου. Ενσάρκωνα κάτι που δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Πόσο μεγάλη ήταν εκείνη η συγκίνηση
– Και εσείς πάντα έτοιμος για νέες περιπέτειες, νέες συγκινήσεις…
-Είμαι πάντα έτοιμος για νέες, όλο και περισσότερο, δυνατές, κάθε φορά, συγκινήσεις. Λάτρευα και την υποκριτική σαν Τέχνη. Ήταν πιο αληθινή από τη ζωή.
Μετά την παράσταση, με πλησίασε ένας σοβαρός κύριος και μου είπε: «…Σε θαύμασα!». Ήταν ο Μαξ Ράινχαρντ! Μου είπε ότι εκείνο το βράδυ θα έκανε μια γιορτή στον πύργο του και ήθελε να παρευρεθώ και εγώ. Του είπα ότι δεν είχα ρούχα για γιορτή. «Να έρθετε όπως είστε, ξυπόλυτος με ένα κομμάτι ύφασμα.».
Πήγα έτσι, ξυπόλυτος. Με σύστησε στη γυναίκα του και τη κόρη του. Θυμάμαι ότι ήρθε μια ηλικιωμένη κυρία τότε και μου λέει: «Είσαι ίδιος ο Joseph…». Δεν ήξερα για τι πράγμα μιλούσε. Έπαιρνα τα κομπλιμέντα έτσι, απλά ωραία. Εκεί γνώρισα την πρώτη χορεύτρια της Βιέννης, η Κίρι Λος, η οποία ήταν περίφημη. Έρχεται, λοιπόν, και μου λέει: «Πρέπει να είσαι εδώ αύριο! Ξέρεις ποιος είναι Joseph;», «Όχι, ποιος είναι;» της απαντώ. «Είναι ο Josef Kainz, ο φίλος του Λουδοβίκου της Βαυαρίας.».
-«Πόσο καθίσατε στο Σάλτσμπουργκ;»
-«Δύο μήνες. Το καλοκαίρι. Μετά πίσω στο Βερολίνο. Εκεί γνώρισα την Κyra Nijinsky. Όλοι οι μαθητές ήταν χορευτές της όπερας του Βερολίνου. Ήταν σαν ένα κοινόβιο εκείνη η σχολή. Η σχολή χορού του Viktor Gsovsky.
Από το πρωί έως αργά το απόγευμα, όλοι οι χορευτές κάναμε ασκήσεις με μισή ώρα μόνο για διάλειμμα και φαγητό. Μετά γυμναστική, χορός, δάχτυλα, αναπνοή, σώμα, μύες, τα πάντα κάθε μέρα, με την Κyra να είναι από πάνω σου, να παρακολουθεί την κάθε σου στιγμή και ο Gsovsky, ο οποίος ήταν διευθυντής και καθηγητής χορού της σχολής, σε χτύπαγε με μια βέργα, εκεί που είχες ατέλειες.
Του χρωστάω πολλά του Gsovsky. Έβγαζε μια πνευματικότητα. Όπως ο Άγγελος Σικελιανός, αλλά στην κίνηση. Ήταν χορευτής και χορογράφος.
Κάθισα αρκετά στο Βερολίνο. Περίπου δυόμιση χρόνια. Ο Χίτλερ έπαιρνε σιγά- σιγά δύναμη και οι Γερμανοί άρχιζαν να διώχνουν όλους τους Εβραίους από την Γερμανία. Έδιωξαν και τον Μπρούνο Βάλτερ.
Θυμάμαι σαν να ‘ναι σήμερα. Δύο ξανθοί νεαροί Γερμανοί, ντυμένοι στα μαύρα, μια μέρα, να με κυνηγάνε και να με βρίζουν: «Βρώμικε Εβραίε… Βρώμικε Εβραίε!…».
Αυτό ήταν. Είχα πάρει πλέον την απόφασή μου να φύγω από το Βερολίνο, γιατί θα με σκότωναν. Τότε ήταν που γνώρισα τον Γάλλο θεατρικό συγγραφέα και Φιλέλληνα, Henri Rene Lenormand , τον οποίο είχα γνωρίσει από την Κοτοπούλη και τον Καβάφη, αλλά στο Βερολίνο, τον ξαναβρήκα.
Έγινε τότε ένα αφιέρωμα για τον θάνατο του Γκαίτε . Η παράσταση «Ιφιγένεια εν Ταύροις» που παίχτηκε τότε, ήταν ότι καλύτερο είχα δει στη ζωή μου, στο θέατρο. Ήταν μόνο τρείς παραστάσεις και τις είδα και τις τρείς.»
9. Στο Παρίσι…
-Πότε φύγατε για το Παρίσι… ποια εποχή
-«Ήταν το 1933 όταν έφυγα για το Παρίσι, το οποίο δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το Βερολίνο. Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων, όταν έφθασα στη Γαλλική πρωτεύουσα. Η πλατεία Κονκόρντ, ήταν γεμάτη από κόκκινες σημαίες που είχαν πάνω τους σφυροδρέπανα.
Ήταν η εποχή του Leon Blum. Διάλεξα να πάω στο Παρίσι, γιατί εκεί ήταν οι μεγαλύτερες σχολές χορού. Εγώ ήθελα να συνεχίσω το χορό, ο οποίος τότε ήταν το μοναδικό μου ενδιαφέρον.
Κάθε πρωί κάναμε εξαντλητική γυμναστική και το απόγευμα πρόβες. Γράφτηκα στη σχολή της Mme. Lubov Egorova, συνεργάτις του Ντιαγκίλεφ . Μιλούσε Ρωσικά, λευκορωσικά. Μια γλώσσα τελείως μουσική.
Είχαν ανεβάσει θυμάμαι την παράσταση: «Τα πλάσματα του Προμηθέα», το οποίο είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στη Βιέννη το 1801.
Ο Μπαλανσίν ήταν τότε άρρωστος και ανέλαβε τη χορογραφία ο Serge Lifar, αλλάζοντας την εκδοχή του Προμηθέα, με αποτέλεσμα να ενισχύσει τον αντρικό χορό. Ο Σερζ Λιφάρ ήταν καταπληκτικός.
Στης μαντάμ Εγκόροβα μαθαίναμε μόνο χορό, ενώ ο Σερζ Λιφάρ, αγαπούσε το ίδιο και τη μουσική και το χορό.
Ήταν δυο χρόνια μετά, το 1935 και όλο το Παρίσι μιλούσε γι’ αυτόν. Το Παρίσι με έκανε να ξεχάσω το Βερολίνο. Ήταν τελείως διαφορετικό εκείνη την εποχή. Βέβαια, δε γνώρισα την ελευθερία που γνώρισα στο Βερολίνο, ωστόσο ήταν κάτι πολύ πιο εναλλακτικό.
Στο Παρίσι ήρθα σε επαφή με αυτό που λένε, πραγματική ευγένεια. Την ελευθερία που αισθάνεσαι, χωρίς να γίνεσαι μπανάλ. Οι κινήσεις , το ντύσιμο των Γάλλων, το χιούμορ τους, τα πάντα, ήταν ευγένεια.
Στη σχολή της μαντάμ Εγκόροβα φοιτούσα με υποτροφία, ενώ συγχρόνως είχα αρχίσει να παραδίδω μαθήματα χορού, στους πρωτοετείς μαθητές της σχολής. Εκείνη την εποχή είχα μια τρέλα γοητευτική. Ήμουνα πάντοτε τρελός, αλλά γνήσιος, αληθινός τρελός. Τίποτα δεν ήταν προμελετημένο στον εαυτό μου. Από πάντα, αυτό μου ήταν τόσο φυσικό όσο και η αναπνοή μου.
Τότε ήταν στη μόδα αυτό που οι Γάλλοι ονόμαζαν «εκλεκτισμό». Όλοι ήταν απρόβλεπτοι, παραμόρφωναν την προσωπικότητά τους και την τέχνη τους από την μια μέρα στην άλλη, εν ριπή οφθαλμού. Τίποτα δε είχε συνέπεια. Τα πάντα είχαν διαφορετικές μορφές, προκειμένου να αναδεικνύεται όλο και πιο ζωντανά το καθετί στην προσωπικότητα των ανθρώπων.(Εκλεκτισμός –κλάδος της Φιλοσοφίας. Εκλεκτικοί λέγονται οι φιλόσοφοι οι οποίοι δεν αποδέχονται γενικά τα συγκεκριμένα φιλοσοφικά συστήματα αλλά επιλέγουν από όλα, ότι τους φαίνεται αληθινό και ορθό.)
Ήταν η εποχή που γνώρισα τον εκπληκτικό ποιητή συγγραφέα και φιλόσοφο Πολ Βαλερί, που μαζί με τον Αντρέ Ζιντ πρωτοστατούσε στο συμβολισμό. Ο Πολ Βαλερί μου έλεγε: «Άφησε το πνεύμα σου να ενδιαφερθεί για την τύχη του. Πρόσεχε γιατί πρέπει να αντέχεις τα αόριστα πράγματα. Να αποφεύγεις τα φαντάσματα των ιδεών σου και προπαντός, σκότωσε μέσα σου το διανοητικό θηριοτροφείο των παραδόσεων και της καταγωγής σου. Είσαι Έλληνας και μάλιστα από την Αλεξάνδρεια, άρα το θηριοτροφείο μέσα σου είναι μεγάλο. Δάμασε, το θηριοτροφείο σου και θα γίνεις παγκόσμιος και οικουμενικός.»
Ήταν τρελός ο Πολ Βαλερί, τρελός όχι κατά τη γνώμη μου βέβαια, αλλά κατά τη γνώμη των υπολοίπων. Απαρνήθηκε τον ρομαντισμό, την Αναγέννηση. Εξευτέλισε τα λογοτεχνικά μέσα και αποκήρυξε τις παραδοσιακές μορφές. Είχε τέτοιους ανταγωνισμούς ο καινούργιος αιώνας, που απέκλειε εντελώς κάθε πρότυπο ξεπερασμένο από τη φύση του.
Ήταν Άνοιξη, Απρίλιος, όταν με γνώρισε ο Βαλερί στον Αντρέ Μπρετόν, έναν ποιητή με τρελά ωραία μαλλιά. Είχε μια περίεργη δύναμη έλξης αυτός ο νέος, που για κάποιο λόγο σ’ έκανε πολύ ανασφαλή.
Ήταν παράδοξος, λίγο ανόητος, απελπισμένος, μέθυσος, βιτσιόζος και πολύ μπανάλ. Ονειρευόταν να καταστρέψει την τέχνη, να επιστρέψει την τέχνη στο χάος στο οποίο ανήκει.
Ο καλλιτέχνης Αντουάν Μαγιό,( Έλληνας καλλιτέχνης της διασποράς, κατά κόσμον Αντώνης Μαλιαράκης) εκείνη την εποχή μου γνώρισε το Felix Yusupov . Eίχε έρθει ο Yusupov ένα απόγευμα στη σχολή της μαντάμ Egorova και παρακολούθησε μέχρι το βράδυ, τα μαθήματα που παρέδιδα στους πρωτοετείς. Οι μαθητές μου είχαν καταλάβει ότι ήταν αυτός που σκότωσε τον Ρασπούτιν και έβλεπα τον Ρώσο πρίγκιπα να με κοιτά έκθαμβος. Συνέχισα με τρακ το μάθημα μου, κι ύστερα, στο διάλειμμα, με πλησίασε και με ρώτησε:
-«Από πού είστε;»
-«Έλληνας από την Αλεξάνδρεια» του απάντησα.
-«Α είσαι Έλληνας, γι’ αυτό έχεις τόσο ωραία μαλλιά και τόσο καταπληκτικό κορμί…»
Κομπλιμέντα, αλλά που δεν απείχαν πολύ από την αλήθεια. Βέβαια μου άρεσε πάντα να ακούω κομπλιμέντα, ιδίως ωραία, έξυπνα κομπλιμέντα, γι’ αυτό μου έδωσε άλλωστε ο Θεός τ’ αυτιά. Ήταν τότε χορευτής με εκπληκτική κίνηση, ο Serge Peretti, ο οποίος με είχε προσκαλέσει στο σπίτι του μαζί με την Υβόν Μπρατάν να μας παίξει στο πιάνο κάτι βαλσάκια. Ήρθε μαζί μας και ο Γιουσούποφ Φελίξ και μου είπε:
-«Θέλω να σας δεχτώ στο σπίτι μου. Θα μου κάνει μεγάλη χαρά να σας δείξω φωτογραφίες της Πάβλοβα.»
Η Πάβλοβα είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, το 1931. Ο πρίγκιπας Γιουσούποφ είχε πρωτοστατήσει στο να στείλει στο Παρίσι μια ομάδα χορευτών από τα μπαλέτα Μαρίνσκι, μεταξύ των οποίων ήταν η Άννα Πάβλοβα, η Ταμάρα Καρσάβινα, η Ίντα Ρουμπινστάιν και η αδερφή του Nijinsky, Bronislava Nijinska.
Αυτός ο τρελός ο Γιουσούποφ τσακώθηκε με τον Ντιαγκίλεφ, έναν ιδιόρρυθμο εστέτ και είχε υποσχεθεί να χρηματοδοτήσει ένα θίασο.
Ένα Σαββατοκύριακο πήγα στο σπίτι του Φελίξ, που βρισκόταν στη Βουλόνη. Μου άνοιξε ένας καταπληκτικός υπηρέτης. Μόλις έμπαινες στο σπίτι αυτό, υπήρχε ένα πιάνο και επάνω ήταν ακουμπισμένα τα παπούτσια της Πάβλοβα που φορούσε όταν χόρευε τη Ζιζέλ, τον κύκνο.
Δεξιά, έβλεπες μια φωτογραφία της Πάβλοβα που έλεγε: «Στην Υψηλότητά του, πρίγκιπα Φελίξ. Άννα Πάβλοβα». Στους τοίχους γύρω από το πιάνο υπήρχαν φωτογραφίες της Πάβλοβα. Μετά ήταν ένα μεγάλο με καναπέδες γύρω- γύρω. Από τη μια μεριά των τοίχων ήταν όλο εικόνες και από την άλλη μεριά όλα τα πορτρέτα των τσάρων, της τσαρίνας και των συγγενών του πρίγκιπα Φελίξ, και ένα καντήλι που έκαιγε συνεχώς.
Ένα Σάββατο που ξαναπήγα, άκουσα τον πρίγκιπα Φελίξ να παίζει κιθάρα –αγαπούσε πολύ την κιθάρα- και να τραγουδά ρωσικά τραγούδια. Μετά από το φαγητό, ήρθαν καμιά τριανταριά πανέμορφοι νεαροί, όλοι Ρώσοι πρίγκιπες. Πήρε λοιπόν ο Φελίξ την κιθάρα του και άρχισαν όλοι μαζί να τραγουδούν ρωσικά τραγούδια.
Εγώ ήμουν ο πιο μικρός εκεί και ο πιο ξένος. Κάποια στιγμή εκεί που ήταν σκοτεινά, με το φως των κεριών να καίει, μπαίνει μέσα ο υπηρέτης και φέρνει ένα δίσκο με ένα μπουκάλι και ένα κομμάτι βαμβάκι. Εκεί που τραγουδούσαν λοιπόν, παίρνουν ένας- ένας το βαμβάκι, το βουτούν μέσα στο μπουκάλι και αρχίζουν να ξαπλώνουν. Το μπουκάλι ήταν αιθέρας. Περνά μια ώρα. Μιάμιση ώρα. Και άρχιζαν σιγά- σιγά να ξυπνούν. Εντωμεταξύ του Φελίξ, εκεί που καθόταν, του έφυγε η περούκα. Που να φανταζόταν κανείς ότι αυτός ο κούκλος φορούσε περούκα. Δίχως να ταραχτεί καθόλου, κάνει μια σβέλτη κίνηση κι έβαλε την περούκα στη θέση της. Όλα τα Σάββατα γινόταν το ίδιο πράγμα. Όλα τα Σάββατα. 
10. Πόλεμος- Σουρεαλισμός- Αμερική
Αγαπούσα το χορό αλλά μάλλον είχε αρχίσει να με «κλέβει» ο κόσμος της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Έβλεπα όλα αυτά τα μεγάλα έργα, όλα αυτά τα ονόματα στο χώρο της Τέχνης και ήθελα να κάνω κάτι και εγώ στον χώρο αυτό. Μια νέα πραγματικότητα πιο σύμφωνη με την αλήθεια ανοίχθηκε μπροστά μου.
Ήδη στο Παρίσι, πριν τον πόλεμο, όλα έδειχναν να αλλάζουν. Υπήρχε παντού μια διάχυτη ανάγκη, όλοι να ξεσηκωθούν. Να εξεγερθούν ενάντια στους θεσμούς. Να ξεσηκωθούν εναντίον της επικρατούσας φιλοσοφίας. Να ξεσηκωθούν εναντίον των πολιτικών, ακόμα και εναντίον των ποιητών, των λογοτεχνών, εναντίον όλων όσων είχαν συμπαρασύρει την νεότερη γενιά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εγώ συνέχιζα τον χορό. Δεν είχα μυαλό να καταλάβω γιατί συμβαίνουν όλα αυτά…
Για τον Σουρεαλισμό, μου μίλησε πρώτος ο De Chirico, αλλά αυτό που με είχε εντυπωσιάσει ήταν το γεγονός ότι όλοι οι καλλιτέχνες που υποστήριζαν το κίνημα αυτό, ήταν όλοι νέοι από 20 έως 30 χρονών.
Η εμπειρία του πολέμου ήταν αρκετή για να ωθήσει τους νέους καλλιτέχνες να επαναστατήσουν εναντίον της παράδοσης. Εναντίον της πολιτικής. Εναντίον της οικογένειας. Εναντίον της κοινωνίας. Εναντίον ακόμα και του Θεού!
Κάτι είχε αρχίσει έντονα να κινείται μέσα μου. Ήθελα και εγώ να αλλάξω. Ναι. Είχα το χορό, αλλά δε μου έφτανε. Ο χορός για μένα δεν ήταν πια ένα ταξίδι στο άγνωστο, όπως ήταν ένα έργο του De Chirico. Ήθελα να είμαι μοναδικός, όσο ένας πίνακάς του και με τον χορό δεν μπορούσε να συμβεί αυτό. Εκτός από την ώρα που χόρευα επάνω στη σκηνή και ένοιωθα θεός. Αλλά όταν τέλειωνε η παράσταση, αισθανόμουν τόσο πεζός.
Άρχιζα να διαβάζω τους Γάλλους ποιητές, Ρεμπώ, Μαλαρμέ, Λωτρεαμόν και τα βιβλία του Απολινέρ. Ήθελα να απελευθερώσω την έκφρασή μου από τις στιλιστικές μεθόδους που είχα μάθει μέχρι τότε. Ήθελα να δώσω μια υπόσταση στον κόσμο του ασυνείδητου και του ονείρου αλλά δεν γινόταν εύκολα. Ήθελα να δώσω σχήμα και μορφή ακόμα και στους εφιάλτες μου. Πάλι ήταν αδύνατον. Ήθελα να δώσω μορφή και χρώμα στον καταπιεσμένο ερωτισμό μου, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός. Έπρεπε να αναπτυχθώ περισσότερο.
-Πότε ταξιδέψατε πρώτη φορά για την Αμερική?
-Ήταν το 1935, όταν ο Jean Cocteau μου γνώρισε την Φλώρα Μέγιερ, Αμερικανίδα, αρκετά ψηλή, με ένα ωραίο σώμα και πολύ χιούμορ, για να της κάνω μαθήματα χορού. Θα με πλήρωνε μάλιστα, αρκετά καλά.
Μια μέρα μου λέει: «Πρέπει να έρθεις στην Αμερική!». Ο πατέρας της λεγόταν Γιουτζίν Μέγιερ και ήταν ο θησαυροφύλακας των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτός ο οποίος υπέγραφε τα δολάρια. Ήταν ακόμα πρόεδρος της Federal Reserve Board. Η μητέρα της η Άγκνες, ήταν διάσημη φίλη του Κονσταντίν Μπρανούζι και η αδερφή της ήταν η Κάθριν Γκράχαμ.
Η Φλώρα, λοιπόν, έκανε σαν τρελή να πάω μαζί της στην Αμερική. Με φώναζε «Κόκο». Μου έβγαλε ένα εισιτήριο- πρώτη θέση- για να πάω με το πλοίο…
Έφτασα λοιπόν στη Νέα Υόρκη. Ήταν περίπου τέσσερις το απόγευμα του 1935. Η εποχή της μεγάλης κρίσης δεν είχε ξεπεραστεί ακόμα… Την ίδια νύχτα πήγαμε να δούμε το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» με την Κάθριν Κορνέλ και τον Μπράιαν Άχερν. Πήγαμε με κάποιον πολύ παράξενο κι εντυπωσιακό άνθρωπο, τον Τζόρτζ Γκέρσουιν. Ήταν στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, αλλά κανείς δε μιλούσε γι’ αυτό. Οι Αμερικάνοι ήταν πολύ ευγενικοί. Έπαιρνα πρωινό σ’ ένα ντραγκστόρ στη γωνία της 59ης οδού και της Madison Avenue. Με 10 σεντς έτρωγα δυο αυγά, μπέικον, φρυγανιές, βούτυρο με μαρμελάδα κι έπινα και καφέ. Για φαγητό πήγαινα στο Longchamps όπου έπαιρνα μια μεγάλη μπριζόλα με 65 σεντς. Κάθε Σάββατο και Κυριακή πήγαινα στο σπίτι του Γιουτζίν Μέγιερ, ένα πολύ όμορφο σπίτι με Μπρανκούζι και Σεζάν.
Η αδερφή του Γιουτζίν Μέγιερ ήταν παντρεμένη με τον Τζόρτζ Μπλούμενταλ, που ήταν πρόεδρος του Μετροπόλιταν. Άλλη όμως ήταν εκείνη η Αμερική. Δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Η Αμερική έχει αλλάξει εξαιτίας του Τύπου και γενικότερα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Όσο λιγότερα γνωρίζουν τα ανθρώπινα πλάσματα, τόσο πιο όμορφα είναι.
Έπιασα ένα στούντιο κάτω από το μπαλέτο του Μπαλανσίν και παρέδιδα μαθήματα πιάνου στους Αμερικάνους χορευτές, ενώ με τον Τζόρζ Μπαλανσίν προετοιμάζαμε μια δεύτερη παράσταση του «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ. Ήταν όμως τόσο μοντέρνες οι χορογραφίες και τα σκηνικά, που δεν ανανέωσαν το συμβόλαιο του Μπαλανσίν. Ήδη ο αντίκτυπος από τον «συναγωνισμό» του Μπαλανσίν ήταν τεράστιος. Σ’ αυτήν την παντομίμα είχαν παρελάσει ο Ντερέν, σε μουσική του Σαμπριέ, και ο Κρίστιαν Ζεράρ, που το είχα παρακολουθήσει να ζωντανεύει τις πιο γοητευτικές και τις πιο μελαγχολικές φιγούρες που έχω δει ποτέ.
Οι πρώτες μου επιτυχίες ήρθαν όταν συνάντησα τον Μιρό και τον Ραούλ Ντιφί για να κάνουν σουρεαλιστικά σκηνικά για το θέατρο. Εκείνη τη χρονιά με ζήτησε η Υβόν Γκεόργκι, που είχε έρθει στη Αμερική με το συγκρότημά της για μια περιοδεία στην Ολλανδία. Κι έτσι βρέθηκα ξαφνικά να παίζω Πουλτσινέλα, στην Όπερα του Άμστερνταμ.
Βέβαια, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τα Μουσεία της Ολλανδίας, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι αυτή ήταν τρελή κι αντί να δει το πνεύμα του σύγχρονου κόσμου, ακολουθούσε ένα ρεύμα ακαδημαϊκό και συντηρητικό.
Η αποτυχία ερχότανε και έτσι προτίμησα να εγκαταλείψω νωρίς την Υβόν Γκεόργκι και να επιστρέψω στην Αμερική. Αμέσως ανέλαβα τη διεύθυνση των μπαλέτων του μαρκησίου Ντε Κουέβας, με τον οποίο είχαμε γίνει πλέον φίλοι. Έφερα μάλιστα στον μαρκήσιο τον Μπαλανσίν, τον Μενότι, τον Προκόφιεφ, τον Στραβίνσκι νομίζοντας ότι εκείνος θα έκανε μια χρυσή τομή στο μπαλέτο, αλλά δυστυχώς δεν έκανε τίποτα.
Ήταν πολύ τσιγκούνης και παντρεύτηκε την Μάργκαρετ Στρουγκ, εγγονή του πολυεκατομμυριούχου Τζον Ροκφέλερ, για να εξασφαλίσει τα οικονομικά για το χόμπι του που ήταν ο χορός.
Ο ανταγωνισμός, όμως, των μπαλέτων ήταν τεράστιος και έτσι ο μαρκήσιος δεν πήγαινε καλά. Αποφάσισα τότε να κάνω εξωφρενικά, τολμηρά ανοίγματα, αλλά δεν πήγαμε καθόλου καλά. «Ο φτωχός μαρκήσιος» έλεγε ο Στραβίνσκι, «είναι πολύ αφελής. Νομίζει ότι γράφω στο χαρτί τη γλώσσα της «Κοπέλια» ενώ εγώ γράφω στο γρανίτη.»
Εγώ συνέχιζα να καλώ σπουδαίους χορευτές, όπως ο Brooks Jackson, μα ο Κουέβας κι εγώ αρχίσαμε να μαλώνουμε. Δε γνώριζε τίποτα για Τέχνη, αν και ήταν ευαίσθητος. Του άρεσε ο Dali επειδή ήταν Ισπανός, μα δε γνώρισε τι πάει να πει Τέχνη. Δε μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε για την εποχή ο Picasso, τι εννοούσε πραγματικά ο Picasso.
Τα χρόνια περνούσαν χωρίς να το καταλάβω. Η ζωή μου ήταν αφιερωμένη στο χορό. Δεν ήθελα τίποτα άλλο στη ζωή μου.
Ήταν το καλοκαίρι 1940, όταν ένας φίλος μου, Ιταλός από την Ραβένα, με πήρε στη εξοχή, στο κτήμα των Ρούσβελτ, του Προέδρου της Αμερικής, του οποίου η εγγονή, Θεοδώρα Ρούσβελτ, ήθελε να γίνει χορεύτρια και η οποία είχε πραγματικά ταλέντο στο χορό.
Τότε ήμουν 32 χρονών, αλλά δεν μου φαινόταν. Ήταν σαν να είμαι 25. Από την πρώτη στιγμή που με είδε, με ερωτεύτηκε. Ήταν όμορφη, έξυπνη, τρελή και επαναστάτρια.
Με πήρε μαζί της στην Ουάσινγκτον και πήγαμε μαζί στον Λευκό Οίκο. Με τραβούσε από εδώ, με τραβούσε από εκεί και οι εφημερίδες έγραφαν για τη σχέση μας. Ήταν η κόρη του τρίτου γιού του Προέδρου της Αμερικής, Θίοντορ Ρούσβελτ.
Αν κάτι μισούσε θανάσιμα η Θεοδώρα, ήταν το όνομά της, το οποίο την συνέδεε με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ήθελε να είναι ο εαυτός της, όχι η κόρη του πατέρα της, η εγγονή του Προέδρου.
Έκανε τα πάντα γι’ αυτό. Προκαλούσε. Φορούσε αγορίστικα ρούχα και μια μέρα πήρε ένα μαχαίρι και απείλησε τους συμμαθητές της ότι ήθελε να κολυμπήσει γυμνή μαζί τους…
Όταν με γνώρισε, με ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και εγώ την ερωτεύτηκα. Φτιάξαμε μια εταιρεία Μπαλέτου και χορεύαμε πάντα μαζί. Οι εφημερίδες έγραφαν για το ειδύλλιο και φτάσαμε μέχρι το Ρίο να χορεύουμε, στο Copacabana.
Είχαμε γράψει, θυμάμαι, μια σατυρική επιθεώρηση για την έγγαμη ζωή των Ελλήνων, με κουστούμια που μας είχε φτιάξει ο Σαλβαντόρ Νταλί, αλλά ήταν αρκετά βαριά για την παράσταση.
Ήταν Φεβρουάριος του 1943. Ήταν πόλεμος και αυτή η παράσταση αλλά και το γεγονός ότι η Θεοδώρα Ρούσβελτ, η εγγονή του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ξεμυαλιζόταν με ένα Έλληνα χορευτή, δεν ήταν ό, τι καλύτερο. Ήταν ενάντια στο εθνικό συμφέρον. Γυρίσαμε, λοιπόν, πίσω στην Αμερική.
Ήταν τότε 1943, που η Θεοδώρα ήθελε να αρραβωνιαστούμε. Έτσι κι έγινε. Αρραβωνιαστήκαμε και μου άλλαξε το όνομα από Κωνσταντίνος Κουτσούδης σε Αλέξανδρος Ιόλας, από το Μέγα Αλέξανδρο. Είχα γεννηθεί και στην Αλεξάνδρεια… Το επίθετό μου είναι από τον Ιόλαο, στους μύθους του Ηρακλέους…
Είχε γίνει σκάνδαλο. Δεν με ήθελαν οι δικοί της. Έτσι, μετά τις συνεχείς ενοχλήσεις και τα προβλήματα που δημιουργούσαν, χωρίσαμε… Και δυο χρόνια μετά, παντρεύτηκε έναν εξαιρετικό καλλιτέχνη, τον Tom Keogh, με τον οποίο έφυγε για να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, στο Παρίσι.
Έβλεπα σιγά- σιγά ότι έπρεπε να εγκαταλείψω το χορό. Την τελευταία φορά που χόρεψα ήταν στη Μουσική Ακαδημία του Μπρούκλιν, μια βραδιά που γινόταν μια φιλανθρωπική παράσταση με πρώτο βιολί τον Πάμπλο Καζάλς. Ήμουν πλέον 35 χρονών. Ένα βράδυ ο Κουέβας αποφασίζει να κάνει ένα νέο μπαλέτο. Είχε μια γυναίκα που ήταν σαν τέρας. Τη Φέλαντ, τη μητέρα του Johnιe , ο οποίος παντρεύτηκε την ανιψιά μου, τη κόρη της αδερφής μου Νίκης. Είχα γνωρίσει αρκετούς έλληνες τότε οι οποίοι είχαν έρθει στην Αμερική. Τον Σταύρο Νιάρχο, ο οποίος έμενε με την πρώτη του γυναίκα, σε ένα υπόγειο, προτού παντρευτεί τη μια από τις δυο κόρες του Λιβανού. Γνώρισα τον Πέρι τον Εμπειρίκο. Μόλις που είχε τελειώσει ο πόλεμος και όλοι τους άρχισαν να αγοράζουν βαπόρια. Όλοι τους έγιναν εκατομμυριούχοι. Ο Γιώργος ο Εμπειρίκος ξεκίνησε με 200 000 δολάρια να αγοράζει καράβια.» 
11. H Η Πρώτη Γκαλερί…
-«Πως ξεκινήσατε την πρώτη γκαλερί;»
-«Ήταν η χρονιά που γνώρισα την Δούκισσα Μαρία ντε Γκραμόν το 1946 , ανιψιά του πρέσβη της Γαλλίας, Ρούσπολι. Ήταν μια χωριατοπούλα από τη Ρώμη, 17 χρονών, όταν τη γνώρισε ο Δούκας του Γκραμόν και την ερωτεύτηκε. Αυτός 55 και η τρελή μόλις τον είδε λιποθύμησε…
Την κρατάει τρία χρόνια στο σπίτι του για να της μάθει τρόπους και να μπορέσει να την παρουσιάσει στους κύκλους του, στη γαλλική κοινωνία. Της είχε δασκάλους, της είχε παπά, τρία χρόνια για να μάθει τρόπους .Κι έγινε η δούκισσα Μαρία Ντε Γκραμόν.
Ήταν για αυτή ο πρώτος γάμος και πήρε μετά το οικόσημο, τα χρήματα, όλα.
Με την Μαρία Ντε Γκραμόν αρχίσαμε να συζητάμε ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι ουσιαστικό μαζί. Πλέον τον χορό δεν τον άντεχα. Είχα φτάσει να μισώ τον εαυτό μου. Οι άνθρωποι του μπαλέτου ήταν αμαθείς και απίστευτα ανόητοι.
Η Μαρία Ντε Γκραμόν με γνώρισε στην Ελίζαμπεθ Άρντεν, για να με πάρει ως καλλιτεχνικό σύμβουλο. Υπέγραψα, λοιπόν, ένα συμβόλαιο, οπού θα μου απέφερε 100.000 δολάρια το χρόνο με όλα τα έξοδα παραστάσεως, πληρωμένα. Δεν άντεξα, όμως, πάνω από ένα μήνα και έφυγα.
Με την οικονομική βοήθεια πάλι της Μαρίας, ανοίγω την πρώτη μου γκαλερί στους 55 δρόμους. Ήταν το 1946. Δεν είχα πάρει βέβαια την Αμερικανική υπηκοότητα και έτσι, συνεργάστηκα με την Hugo Gallery, ιδιοκτήτης της ήταν ο Jean Hugo, ζωγράφος και εγγονός του Victor Hugo. Εγώ ήμουν κάτι σαν σύμβουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής.
Τα εγκαίνια της γκαλερί ήταν ένα θαύμα. Άνοιξα, χωρίς να έχω ιδέα τι σημαίνει γκαλερί. Έκανα μια έκθεση του Κορνέλ. Όταν είδα τα έργα του, τρελάθηκα. Έδειξα Matisse, Σαγκάλ.
Η Δούκισσα Μαρία Ντε Γκραμόν ήρθε με τον Ρόμπερτ Ρότσιλντ, ο οποίος αγόρασε αμέσως μερικά έργα. Τη επόμενη μέρα οι εφημερίδες είχαν φιλοξενήσει στις σελίδες τους, τα εγκαίνια της γκαλερί.
Η New York Times έγραφε: «Άνοιξε η αριστοκρατικότερη και ωραιότερη γκαλερί της Νέας Υόρκης!». Ήταν μια γκαλερί τότε, η μόνη που άξιζε, του Τζούλιαν Λεβί, ένας κλασικός τύπος Ισραηλίτη, γκαλερίστα, ο οποίος ενώ παρουσίαζε στη γκαλερί του Νταλί, Μαξ Έρνστ, Κορνέλ και τέτοια, με παρότρυνε να μην εκθέσω ποτέ τους ίδιους γιατί θα αποτύχω .Δε λέω, έκανε καλά τη δουλειά του για εκείνη την εποχή.
Ήταν λίγο ψευτο- σνομπ, ψευτο- διανοούμενος, ψευτο- μοντέρνος, είχε στην κατοχή του άπειρους Ντε Κίρικο, αλλά ήταν μεθυσμένος συνέχεια. Είχε χρήματα, αλλά τον παράτησε η γυναίκα του και έκλεισε την γκαλερί, ενώ είχε ακόμη συμβόλαιο με τον Νταλί.
Άρχισα, λοιπόν, να καλώ τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες, στην Αμερική και να παρουσιάζω τη δουλειά τους. Ήταν τότε ο πόλεμος. Οι Αμερικάνοι ήταν φειδωλοί στις προτιμήσεις τους. Δεν ήθελαν τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες.
Έκανα συμβόλαια με τους Μαξ Έρνστ, Μαν Ρέϊ, Μιρό, Λεζέ, Μοντριάν…»
– Στο διάστημα αυτό παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Αμερική ατομικές εκθέσεις των: Μαξ Έρνστ (1946), Ρενέ Μαγκρίτ (1947), Βίκτορ Μπράουνερ (1947) αλλά και την πρώτη ατομική έκθεση του Άντυ Γουόρχολ (Ιούνιος 1952, με μία σειρά εικονογραφήσεων διηγημάτων του Τρούμαν Καπότε). Το 1953 ο Ιόλας γίνεται αποκλειστικός ιδιοκτήτης της γκαλερί στην Νέα Υόρκη, οπότε και ονομάζεται «Ιόλας Γκαλερί»
«Οι πρώτες εκθέσεις είχαν τρομερή αποτυχία εισπρακτική. Έγραψαν απίστευτα λόγια οι εφημερίδες, αλλά χρήματα, δεν κερδίζαμε τότε. Οι Αμερικάνοι αποκαλούσαν «Πρόσφυγες» τους ευρωπαίους καλλιτέχνες. Δεν ήταν έτοιμο το Αμερικάνικο κοινό, ούτε οι κριτικοί, να τους δεχτούν. Δεν είχα απελπιστεί. Υπήρξαν μέρες που δεν είχα να φάω ένα κομμάτι ψωμί. αλλά είχα πεισμώσει. Έλεγα μέσα μου: «Θα τους αγαπήσετε …». Έπρεπε πάση θυσία να πάω στη Ευρώπη, να δω τι γίνεται με τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες, τους οποίους ο πόλεμος τους είχε περιορίσει.
-Ο Ναζισμός θέλετε να πείτε…
-Οι Ναζί είχαν μια καλά οργανωμένη, καταστροφική εκστρατεία κατά της Τέχνης. Είχαν οργανώσει μέχρι και έκθεση το 1939 με τίτλο «Η Εκφυλισμένη Τέχνη». Ήθελαν να γελοιοποιήσουν και να αποδυναμώσουν τον Μοντερνισμό. Ήθελαν μια Τέχνη για τον εθνικο- σοσιαλισμό τους. Ήμουν οργισμένος μαζί τους. Είχαν κατασχέσει όλα τα έργα Τέχνης από όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.
Κατέσχεσαν περίπου 16.000 έργα, Γερμανών καλλιτεχνών. Άλλα τα έκαψαν, άλλα τα πούλησαν σε μια δημοπρασία και όσα έμειναν, γύρω στα 500, τα παρουσίασαν, γελοιοποιώντας τα, κρεμώντας τα, ανάποδα, στην έκθεση «Εκφυλισμένη Τέχνη».
Οι Ναζί έλεγαν ότι ο Μοντερνισμός είναι «μη Τέχνη» και όσοι ήταν πιστοί του μοντερνισμού είναι Εβραίοι, μαρξιστές, ομοφυλόφιλοι και αναρχικοί. Τους εξευτέλισαν τους μοντέρνους καλλιτέχνες. Τέτοια βαρβαρότητα δεν είχε δει ποτέ η ανθρωπότητα.
Οι Αμερικανοί στρατιώτες γύριζαν τότε πίσω στην Αμερική από την Ευρώπη και μια μέρα μπαίνει μέσα στη γκαλερί μου ένας στρατιώτης, φέρνοντάς μου να μου δείξει τρία έργα του Ρενέ Μαγκρίτ. Ήθελε να μου τα πουλήσει. Προηγουμένως είχε πάει στη γκαλερί της Πέγκυ Γκούγκενχάϊμ, η οποία μόλις τα είδε, έκανε σαν υστερική. Δεν ήθελε να ακούσει για τον Μαγκρίτ και του είπε να τα πάει στον « Έλληνα που έχει την γκαλερί του στους 55 δρόμους.» Ήταν σαστισμένος όταν ήρθε στην γκαλερί.
Του είπα να κρεμάσει και να μου δείξει τα έργα. Μόλις τα είδα, γοητεύτηκα. Ένοιωσα μια συγκίνηση να με αγγίζει βαθιά. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος, που ούτε που τον ρώτησα πόσο κάνουν. Έπιασα ένα μάτσο δολάρια και του τα έβαλα στη τσέπη, λέγοντάς του ότι αν θέλει κι άλλα, να έρθει την επόμενη μέρα.
Την επόμενη μέρα ο στρατιώτης, ξανάρθε και μου είπε ότι ήρθε για να με ευχαριστήσει γιατί το ποσόν που του είχα δώσει, ήταν μεγάλο. Ήταν τα πρώτα έργα του Ρενέ Μαγκρίτ που είχα αποκτήσει και αυτά ήταν που με παρακίνησαν να φύγω, μια ώρα νωρίτερα στην Ευρώπη. Να βρω καλλιτέχνες οι οποίοι δεν ήξερα τι έκαναν μετά τον πόλεμο.
Η Μαρία Ντε Γκραμόντ, μου έδωσε τότε, τρία μπαστούνια χρυσό, τρία κιλά και έφυγα για την Ευρώπη. Πρώτος σταθμός στο Παρίσι.
12. Επιστρέφοντας στο Παρίσι
Από τον Μάιο του 1940 έως τον Αύγουστο του 1944, το Παρίσι ήταν υπό Γερμανική κατοχή. Όταν έφτασα εκεί, ήταν ένα Παρίσι, αγνώριστο. Ένα Παρίσι το οποίο μαρτύρησε αλλά ήταν επιτέλους απελευθερωμένο.
Βρήκα εκεί τον ζωγράφο Jean Fautrier. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν σαν να έβλεπες τραγικό εφιαλτικό όνειρο στα έργα του. Σαν μέσα από το μικροσκόπιο, να έβλεπες τη δομή της ύλης. Σχήματα ακανόνιστα, χρώματα περίεργα, έντονα και άτονα μαζί.
Κι ύστερα βρήκα τον Wols, όπου για μένα είναι ο μεγαλύτερος ζωγράφος της Γερμανίας. Όταν τον βρήκα στο Παρίσι, ήταν μεθυσμένος. Έπινε πολύ και δεν τον ήθελε κανένας. Ο Ζαν Πολ Σαρτρ, πλήρωνε το δωμάτιο που έμενε μαζί με κάτι άλλους τύπους.
Το πρωί κοιμόταν και το βράδυ έπινε και ζωγράφιζε, τραγουδώντας… Ήταν ιδιοφυία ο Wols. Οι κριτικοί τον «χτύπαγαν», οι γκαλερί τον έδιωχναν. Οι δημοσιογράφοι τον είχαν καταντήσει γραφικό και η αστυνομία τον μάζευε, για να τον αφήνει λίγο μετά.
Γίναμε φίλοι. Του έδωσα χρήματα να αλλάξει σπίτι. Του αγόρασα τα έργα του και του υποσχέθηκα πως θα τον καλέσω σύντομα στην Αμερική, πράγμα που έγινε λίγο καιρό αργότερα.
Είδα τον Κριστιάν Μπεράρντ , ο οποίος ήταν αριστουργηματικός. Η εμφάνισή του ήταν τόσο παράξενα σαγηνευτική. όταν αρχίσαμε να μιλάμε, του είπα ότι τον έψαχνα καιρό για να κλείσουμε συμβόλαιο αλλά δεν μπορούσα να τον βρω. Δούλευε νύχτα και μέρα και στις 3 τα ξημερώματα, πήγαινε αποκαμωμένος να κοιμηθεί.
Του έκανα συμβόλαιο αμέσως. Μου είπε ότι πρέπει να κάνω και στον Μπαλτίς ένα συμβόλαιο, σαν αυτό που έκανα και σ’ αυτόν. Δεν ήμουν τόσο ενθουσιασμένος γιατί, στην ουσία, ποτέ δε μου άρεσε η δουλειά του Μπαλτίς, ασχέτως αν μου έφτιαξε ένα καταπληκτικό πορτραίτο. Θαύμαζα, βέβαια, τις δυνατότητές του αλλά και αυτά που έλεγε, ότι δηλαδή η ζωγραφική θα μπορούσε να συνεχιστεί όπως στον Κουρμπέ!… Πράγματι ένας Κουρμπέ είναι αρκετός.
Ο Μπαλτίς είχε κάτι από τον Φραγκονάρ και τον Μπουσέ, αλλά με έναν πολύ σεξομανιακό τρόπο. Αυτό είναι καλό. Και είμαι μαζί του.

13. Μεταπολεμικό Παρίσι…
-«Στο Παρίσι με τρία κιλά χρυσό…λίγο μετά το πόλεμο….»
-«Ναι. Έμενα στου Ρόμπερτ Ρότσιλντ το σπίτι, γιατί μετά τον πόλεμο, ούτε ξενοδοχεία υπήρχαν, ούτε εστιατόρια, ούτε τίποτα. Οι καλλιτέχνες σχεδόν πεινούσαν εκεί πέρα.
Γνώρισα τον Πικάσο στη Αντίμπ, με την Φρανσουά Ζιλό. Είχε αρχίσει να σχεδιάζει το έργο «Η χαρά της ζωής», ένα υπέροχο και ανόητο έργο μαζί. Η Φρανσουά Ζιλό ήταν ερωτευμένη μαζί του τρελά. Την αγαπούσε και ο ίδιος πολύ. Δούλευε ακατάπαυστα και πλήρωνε με έργα του την Τζίν Σάδερλαντ- Μπόμπς, για να περιγράφει απλά και μόνο τα έργα του. Του άρεσαν οι περιγραφές της.
Παντού, ιδίως πάνω σε λιθογραφίες, έβλεπες το πρόσωπο της Φρανσουά Ζιλό, με πράσινα μαλλιά, όπως «Η Γυναίκα Λουλούδι». Έφτιαχνε κριάρια, πιάτα με κριάρια. Έφτιαχνε φαύνους, κουκουβάγιες, πολλές κουκουβάγιες, πιθηκάκια, σχέδια, πολλά σχέδια. Του πήρα μερικά.
Έφτιαχνε και με πηλό και τα έψηνε στο φούρνο τα κεραμικά του… Παραστάσεις Ελληνικές, παρμένες από την Ελληνική Μυθολογία, θέματα, τα οποία είχαν ενθουσιάσει τον Κριστιάν Ζερβό , τον οποίο ο Πικάσο εκτιμούσε βαθύτατα.
-Τον Rene Magritte πότε τον γνωρίσατε?
Στην Αντίμπ δε κάθισα πολύ. Ήταν το 1946 που πήγα να βρω και να γνωρίσω τον Rene Magritte, του οποίου η δουλειά, από την πρώτη στιγμή που την είδα με είχε αναστατώσει.
Τον επισκέφτηκα στο σπίτι του στις Βρυξέλες . Έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα, το οποίο είχε μια μικρή κουζίνα. Ήταν- δεν ήταν πενήντα τετραγωνικά καί είχε το καβαλέτο του και ζωγράφιζε, ενώ η γυναίκα του, Τζορτζέτ, μαγείρευε.
Είχε ένα πιάνο μέσα εκεί, γιατί η γυναίκα του η Τζορτζέτ, έπαιζε καταπληκτικό πιάνο… Ήταν τόσο λιτός, τόσο απλός, τόσο τρελός… Μόλις τον έβλεπες, σε τραβούσαν σαν μαγνήτης τα μάτια του.
Ήταν σεμνός με την δουλειά του και τα έργα του. Δε μιλούσε πολύ και τι να πει άλλωστε. Σου έλεγαν τόσα πολλά τα έργα του. Το χιούμορ του, δε, ήταν το πιο εξαίσιο χιούμορ που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Από την στιγμή που τον γνώρισα, γίναμε φίλοι. Ήθελα να του οργανώσω, και μάλιστα γρήγορα, μια έκθεση στη Νέα Υόρκη πράγμα που έγινε λίγους μήνες μετά. Η φιλία μας ήταν πολύ ακριβή μέχρι τον θάνατό του. 
14. Σουρεαλισμός
-«Ποιο ήταν το νόημα του Σουρεαλισμού και γιατί σας είχε επηρεάσει τόσο;»
-«Το νόημα το έδωσε ο ίδιος ο Αντρέ Μπρετόν: «Πιστεύω στην μελλοντική σύνδεση των δύο καταστάσεων που φαινομενικά είναι αντιφατικές, αυτής του ονείρου και αυτής της πραγματικότητας σε ένα είδος απόλυτης πραγματικότητας, μιας υπερ- πραγματικότητας αν μπορούσε κανείς να την ονομάσει έτσι…
Όσο για την αγάπη μου ήταν ένα και το αυτό. Ένας ψυχικός αυτοματισμός που θέτει σε λειτουργία τη σκέψη μου να εκφραστώ, να χορέψω, να διευθύνω μια γκαλερί, να αισθανθώ την ψυχή ενός καλλιτέχνη με τρόπο διαφορετικό. Δε κάμω αναλύσεις για τη τέχνη. Αυτά τα κόλπα εγώ δε τα ξέρω.
Μπροστά σε έναν καλλιτέχνη ή στο έργο του, δεν έχω καμία απολύτως αισθητική ή ηθική προκατάληψη. Στην Τέχνη δεν υπάρχουν προκαταλήψεις. Άφησέ τες για την ζωή, αυτές. Μπροστά στην Τέχνη, μαγεύομαι.
Από παντού, το ρεύμα του Σουρεαλισμού, άρχισε να επικρατεί με δύναμη. Ο De Chirico με την «μεταφυσική» ζωγραφική του, έδινε ένα απαράμιλλο στίγμα. Σου άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο σε μάθανε να βλέπεις τα πράγματα. Τη ίδια εποχή ο Μiro στην Ισπανία, με ευφάνταστο και χιουμοριστικό τρόπο, έφτιαξε τις ωραιότερες συνθέσεις που έγιναν ποτέ. Όλοι οι καλλιτέχνες ήθελαν να απελευθερώσουν την έκφρασή τους και ο πόλεμος είχε συμβάλει πολύ σε αυτό!
Έβλεπες ένα χιούμορ. Μια σκληρότητα. Σε κυρίευε μια αγωνία, όταν έβλεπες τα έργα του Rene Magritte ή του Μax Ernst, του Yves Tanguy, του Μan Ray. Όλα τα έργα ήταν μια εξέγερση εναντίον σε ό, τι γνωρίζαμε μέχρι τότε.
«Κάθε στιγμή είναι μια απρόοπτη ανακάλυψη. Κάθε στιγμή φανερώνει το απόλυτο μυστήριο του παρόντος.», έγραφε στο ημερολόγιό του ο Rene Magritte. Ήταν ο μόνος ζωγράφος που η φαντασία του και τα όνειρά του ήταν τεράστια. Ήταν αντικομφορμιστής και πνευματώδης. Ήταν γοητευτικός. Αγαπούσε τη λογοτεχνία, όσο τις εικόνες του, με τον ίδιο δυνατό τρόπο. Ήταν αστός και φιλήσυχος άνθρωπος. Ήταν πραγματικά μεγάλος.
Η μητέρα του είχε αυτοκτονήσει, όταν ο ίδιος ήταν 12 χρονών. Όταν ήταν φοιτητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, στις Βρυξέλες, το 1925, έβαλε τα κλάματα μπροστά σε ένα πίνακα του De Chirico.
Δεν του άρεσαν τα ταξίδια. Με το ζόρι τον έφερνα στην Αμερική. Μια ολόκληρη ζωή αγαπούσε την γυναίκα του, τη Τζορτζέτ, με την οποία έμενε πάντα στο ίδιο σπίτι. Έφτιαχνε κολάζ και ακουαρέλες, λάδια με τίτλους ποιητικούς. Έγραφε και σχεδίαζε πολλά αντικείμενα.
«Η ελευθερία, ο έρωτας και η ποίηση σημαίνουν ό, τι το αδύνατο μας ελκύει.» έλεγε συχνά.
Εγώ στα έργα του έβλεπα ό, τι κρύβει πίσω μας η πραγματικότητα. Αν αυτό είναι μαγεία τότε άφηνα τα έργα του να με μαγεύουν.
Ήταν μέσα σε ένα δωμάτιο όλη του τη ζωή και όμως είχε αυτήν την ιδιαιτερότητα, τους τέλειους τρόπους ενός πολίτη του κόσμου. Η συντροφιά του, οι συζητήσεις μαζί του, σε έκαναν διαφορετικό. Ότι συνέβαινε και με τον Μαξ Έρνστ. Αισθανόσουν μαζί τους, εκλεκτός. Δεν είναι αμαρτία να γίνεις τέλειος όταν λατρεύεις το ωραίο.
Έβλεπα ότι ο Rene Magritte, είχε καθιερώσει έναν ολόδικό του κόσμο ζωής και σκέψης. Είχε ένα μοντέλο δικό του. Η πνευματικότητά του αποτυπωνόταν στα έργα του και αυτά με τη σειρά τους, πνευματοποιούσαν τις αισθήσεις μου.»
-«Σας γοητεύουν οι αισθήσεις;»
-«Ναι. Πάντοτε. Δεν τρομάζω με τα πάθη μου. Δεν τρόμαξα ποτέ. Ούτε τρόμαξα με τις συγκινήσεις μου. Αυτές με καθοδηγούν. Μόνο με αυτές αισθάνομαι σίγουρος και στα έργα του Magritte αισθάνομαι πολλές συγκινήσεις. Μέσα από αυτές τις συγκινήσεις και τα πάθη, βρίσκω την πνευματικότητά μου. Από αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινά τη διαδρομή του το ωραίο.»
-«Ηδονισμός μοιάζει περισσότερο…»
-«Αηδίες. Αλλά ακόμα κι έτσι, αν αυτός ο ηδονισμός αναδημιουργεί τη ζωή, τότε μπράβο του»
[αύριο η συνέχεια]
το βιβλίο του Νίκου Σταθούλη “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΟΛΑΣ : Η ΖΩΗ ΜΟΥ” δημοσιεύεται σε καθημερινές συνέχειες στη “ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ” με την ευγενική άδεια του συγγραφέα.



Ανακτήθηκε στις 09-06-2020 από: https://www.bibliotheque.gr/article/30899