17. Με τον Μarcel Duchamp στην Ελλάδα
Αργά την νύχτα, ίσως να ‘ταν κιόλας πέντε το πρωί της 19ης Ιανουαρίου 1985, ο Ιόλας με πήρε ιδιαίτερα ανήσυχος στο τηλέφωνο:
-«Με πήραν δυο φορές τηλέφωνο και με απείλησαν να με σκοτώσουν αν δεν φύγω από την Ελλάδα. Νίκο ανησυχώ!»
Ντύθηκα και πήγα στην Αγία Παρασκευή. Με περίμενε στην πόρτα να μου ανοίξει, για να μην ξυπνήσει η Σούλα. Η συμπεριφορά του μέρα με την μέρα άλλαζε. Παρατηρούσα ότι πλέον στη ζωή του –φαινόταν και στα μάτια του- διαγράφονταν ένα δράμα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να προσπαθώ να τον ηρεμήσω κάθε φορά που για ποικίλες αιτίες προσπαθούσαν να τον φθείρουν .
Ήξερα καλά ότι η συνεχής παρουσία μου ως «βιογράφου» ασκούσε αδιάλειπτη επίδραση πάνω του κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ωστόσο, ήμουν υποχρεωμένος να τελειώσω κάποτε αυτή την εργασία την οποία μου είχε αναθέσει. Μόνο που, για κάποια άγνωστη αιτία, ήθελε είκοσι πέντε χρόνια από το θάνατό του να πραγματοποιηθεί η έκδοση.
-«Άσε να πεθάνω πρώτα, ίσως τότε. Δε ξέρω, φοβάμαι»
Γνώριζα πια ότι μόνο με τις αναμνήσεις του μπορούσε να ξεχάσει το οδυνηρό παρόν που ζούσε.
-«Πάμε να πιούμε ένα καφέ, να ηρεμήσετε λίγο. Έχει αρχίσει απλώς ένας πόλεμος φθοράς. Δεν είστε άλλωστε τυχαίος!»
Στην κουζίνα η Σούλα είχε ξυπνήσει, είχε ανάψει τα φώτα και μας περίμενε έχοντας ήδη ετοιμάσει καφέ.
-«Σας άκουσα που βγήκατε στον κήπο και σηκώθηκα!», είπε στον Ιόλα πριν ακόμη της πει οτιδήποτε. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχαν λευκά χαρτιά, στυλό και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες που είχα ζητήσει από τη Σούλα να ψάξει και να βρει. Λες και όλα ήταν προετοιμασμένα, κι ας ήταν τόσο νωρίς το πρωί.
-Πως ξεκίνησε το σπίτι εδώ?
-« Στην αρχή ήταν ένα δωμάτιο και μια σάλα για τα έργα Τέχνης. Επιστάτης ήταν ο γέρος πια πατέρας μου και ο αδερφός μου ο Δημήτρης, ο οποίος πέθανε πολύ νέος από καρδιά.
Ο Παύλος Μεντζελόπουλος, ο ζωγράφος, αντικατέστησε τον Πικιώνη, ο οποίος έκανε τα αρχικά σχέδια και το πλακόστρωτο. Είχα φέρει τις κολώνες από τη Ραβένα, το λιοντάρι και τον κριό από την Άνω Ιταλία.

-Το αγαπήσατε πολύ αυτό το σπίτι…
-Αγάπησα πολύ αυτό το μέρος, στο οποίο ονειρευόμουν να φτιάξω για την Ελλάδα ένα από τα λίγα μουσεία Σύγχρονης Τέχνης .Σιγά- σιγά έφτιαξα το δρόμο. Έδωσα ένα κομμάτι από το οικόπεδό μου και έγινε επιτέλους ο δρόμος αυτός.
Ερχόμουν τακτικά στην Ελλάδα για να βλέπω αν προχωρά το σπίτι. Ύστερα τη δεκαετία του 70 είχα και τη συνεργασία μου με τον Τάσο Ζουμπουλάκη.
-Ερχόσασταν τακτικά στην Ελλάδα; Για πόσο καιρό;
Δεν καθόμουν πολύ. Θυμάμαι ότι μια φορά είχα έρθει με τον Νουρέγιεφ στην Αγία Παρασκευή και κανείς δεν τον γνώριζε. Ήταν μαζί ο Μarcel Duchamp, δύο μήνες πριν πεθάνει, προκειμένου να φτιάξει ένα έργο για την Ελλάδα. Είχε εμπνευστεί τόσο ο Μarcel Duchamp, που χάθηκε στα δρομάκια της Αγίας Παρασκευής, έμπλεξε μέσα στα αμπέλια. Τον χάσαμε , και τελικά τον βρήκε η χωροφυλακή, η οποία τον πέρασε για γεωργό.
Λάτρεψε την Ελλάδα ο Μarcel Duchamp. Θυμάμαι ότι κάποτε μου είπε: «Μέχρι τώρα το φως ήταν ένα από τα από τα μεγαλύτερα αινίγματα του κόσμου. Τώρα, εδώ, είδα την εκπληκτική σχέση της χώρας με το φως. Το μόνο κακό είναι ότι σε αυτή τη χώρα λύνονται τα μυστήρια.».
Δύο ή τρείς μήνες μετά ο Μarcel Duchamp πέθανε και το τελευταίο του έργο ήταν εμπνευσμένο από την Ελλάδα. Ήταν ένα φως που έμπαινε μέσα από την «κλειδαρότρυπα», ένα έργο που το έφτιαξε μέσα σε τρείς ημέρες, λίγο πριν φύγουμε για την Αμερική.
Το ίδιο βράδυ ετοιμαζόταν να φιλοξενήσει για λίγες μέρες στην Ελλάδα τον Αμερικανό καλλιτέχνη Χάρολντ Στήβενσον τη δουλειά του οποίου εκτιμούσε πάρα πολύ. Μάλιστα οι παραγγελίες του στον καλλιτέχνη αυτόν ήταν πάντα μνημειακών διαστάσεων.
-Μιλήστε μου για τον Χάρολντ Στήβενσον και τη γνωριμία σας
-«Το Νοέμβριο του 1949 γνώρισα τον Χάρολντ Στήβενσον. Μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του και ξεκινούσε τη καριέρα του, πρώτα σαν ηθοποιός αλλά και σαν ζωγράφος. Η δουλειά του μου άρεσε γιατί αν και Αμερικανός, ζωγράφιζε σαν Ευρωπαίος. Ήταν από τους μικρότερους σε ηλικία καλλιτέχνες μου εκείνη την εποχή. Τον φώναζα «μωρό μου» και τον φιλοξενούσα για ένα διάστημα στο σπίτι που είχα τότε στη δεύτερη λεωφόρο , ένα μικρό διαμέρισμα, απλό, το οποίο κάθε τόσο στόλιζαν με τη παρουσία τους ο Μαξ Έρνστ, ο μαρκήσιος ντε Κουέβας, ο Ρολάν Πετί, η Ελίζαμπεθ Άρντεν, η Ελινορ Ρουμπινστάιν . Φαντάσου ένα μικρό διαμέρισμα με τόσο μεγάλους επισκέπτες. Αυτό εντυπωσίαζε τότε τον Χάρολντ, ο οποίος ντυνόταν όπως τα έργα του, με φανταχτερά φουλάρια και πουκάμισα. Μόλις που είχα κλείσει την «Hugo gallery και άνοιγα γκαλερί με το όνομά μου στους 57 δρόμους.
Ένα μεσημέρι ο Χάρολντ ήρθε στο σπίτι και το βρήκε άδειο. Είχα πουλήσει όλα τα έπιπλα , όλα τα έργα και είχα μαζέψει ένα μεγάλο ποσό για να πάω στο Βέλγιο να αγοράσω έργα του Μαγκριτ. Τα είχε χάσει ο Χαρολντ. Νόμιζε ότι θα φύγω και έβαλε τα κλάματα. Ήταν αρκετά ερωτική για την Αμερική τότε η ζωγραφική του. Τον έστειλα λοιπόν στην φίλη μου Ίρις Κλερ στο Παρίσι, προκειμένου να παρουσιάσει τη δουλεία του και να τσεκάρω τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων. Είχε επιτυχία. Ο ίδιος με παρομοίαζε με «κίονα» και συνέχεια ζωγράφιζε Μεγαλέξανδρους και κολώνες.
Το 1972 τον είχα προσκαλέσει στην Αθήνα και με τον Κώστα Ταχτσή γυρνάγανε στην Πελοπόννησο προκειμένου να τον ξεναγήσει ο Κώστας στις Μυκήνες, την Ολυμπία, τους Αρχαίους Ναούς. Φτάσανε μέχρι την Μακεδονία, αλλά όταν γύρισαν πίσω, ο Χαρολντ ήταν μεν μαγεμένος, αλλά δεν έβγαζε μιλιά, πες μου βρε παιδί μου, τι συμβαίνει, «τον σκότωσαν Ιόλα μου τον σκότωσαν» μου λέει και πάλι σιωπή!
Όταν αργότερα μίλησε ο Κώστας Ταχτσής με τον Ιόλα και του διηγήθηκε το περιστατικό που είχες αφήσει άφωνο τον Αμερικανό καλλιτέχνη, ήταν τόσο ενθουσιασμένος ο Ιόλας που φώναξε δυνατά… «Τι Θαύμα»!!! και ζήτησε από τον Κώστα Ταχτσή να το αποτυπώσει στο χαρτί, πράγμα που έγινε και αποτέλεσε το κείμενο στον κατάλογο της έκθεσης του Χάρολντ Στήβενσον, χρόνια αργότερα στην έκθεση του στη γκαλερί «Μέδουσα» της Μαρίας Δημητριάδη
«Από τις πάμπολλες επισκέψεις μου στην Ολυμπία, μόνο δύο έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Η πρώτη την καθαρή Δευτέρα του ΄53, και άλλη μια, που πιθανόν να αποδειχτεί και η τελευταία, όταν, είκοσι χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του ΄73, πετάχτηκα εκεί για λίγες ώρες παρέα με τον Χάρολντ Στήβενσον.
Την πρώτη φορά περνούσα ακόμη την περίοδο της έντονης αντίδρασης στο σύνδρομο της προγονολατρείας αρχαία ερείπια με άφηναν λίγο πολύ αδιάφορο. Περισσότερη εντύπωση μου έκανε θυμάμαι το τοπίο, οι χιλιάδες ανεμώνες που φύτρωναν παντού. Ύστερα λοιπόν από μια βιαστική περιδιάβαση στο χώρο της Άλτεως, βγήκα έξω και, καθώς το Μουσείο ήταν κλειστό, κάθισα σε μια πέτρα και για κάμποση ώρα βάλθηκα να κοιτάζω δυο τρείς ωραίους έφηβους που πέταγαν χαρταετούς.
Τη δεύτερη φορά φτάσαμε εκεί με τον Χάρολντ απομεσήμερο. Είχε βρέξει, η γη ήταν νοτισμένη, το τοπίο μελαγχολικό, και δεν υπήρχαν τώρα οι ανεμώνες να σπάσουν το μονοτονία του βαθυπράσινου χρώματος των πεύκων και του κυρίαρχου γκρι των ερειπίων. Κι ωστόσο ο Χάρολντ κοίταζε γύρω του εκστατικά σαν να ξαναβρισκόταν σε ένα χώρο που είχε γνωρίσει πολύ καλά σε προηγούμενη ζωή.
Έβγαζε μικρά επιφωνήματα θαυμασμού-στο στάδιο, στο εργαστήριο του Φειδία, μπροστά στους τεράστιους κίονες του ναού του Δία. Κι αυτό που τη στιγμή εκείνη δεν του έφταναν τα λόγια να εκφράσει, το εξέφρασε με ολόκληρο το σώμα του, με χορευτικές κινήσεις και χειρονομίες. Και ύστερα, στο μουσείο, στάθηκε ώρα πολύ αμίλητος, με τις παλάμες του στα μάγουλα, μπροστά στον όχι ωραίο μα γλυκερό Ερμή, αλλά στ΄ ανάγλυφα από τα αετώματα και τις μετώπες του ναού, πολύ πιο κοντά στην πηγή της τέχνης και της έμπνευσής του.
«Στο δρόμο της επιστροφής, μας περίμενα αλίμονο η σύγχρονη πραγματικότητα με ένα από τα πιο ειδεχθή της πρόσωπα. Λίγο πριν φθάσουμε στον Πύργο, μια μαζεράτι μας προσπέρασε με ταχύτητα αστραπής. Δε πρόλαβα να αποτελειώσω τη σκέψη μου «η θα σκοτωθεί ο τρελός η κάποιον θα σκοτώσει…», και εκτυλίχθηκε καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα η φοβερή σκηνή… η Μαζεράτι έκανε ένα απότομο ζιγκ ζαγκ, χτύπησε ένα αγόρι που περπατούσε πλάι στο μουλάρι του και εξαφανίστηκε στη στροφή του δρόμου.
«Στα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν ώσπου να φτάσουμε στο τόπο του εγκλήματος, μια μαυροφορεμένη, μεσόκοπη γυναίκα που ως εκείνη τη στιγμή προπορευόταν, είχε τρέξει πίσω, ήταν σκυμμένη κιόλας επάνω στο παιδί, του ανασήκωσε το κεφάλι. Δε χρειάστηκε πολύ για να το καταλάβει- είχε βρει το θάνατο, τον γνώριζε- το ξανακούμπησε λοιπόν απαλά στο χώμα και άρχισε να χτυπά σταυρωτά το στήθος της… «Σε σκότωσαν, παιδάκι μου, γιόκα μου, σε σκοτώσανε…»
«Κοιτούσαμε άφωνοι το νεκρό αγόρι, τη γυναίκα που χτυπιόταν, το μουλάρι που κοίταζε και αυτό τη σκηνή με κάτι ανάμεσα στη λύπη και την απορία. Και δεν είχαμε προλάβει τουλάχιστον να πάρουμε τον αριθμό του αυτοκινήτου. Θα το περιγράφαμε βέβαια στη >Χωροφυλακή του Πύργου, μα τι ωφελούσε πια? Το ωραίο χωριατόπαιδο δε θα ξαναγυρνούσε στη ζωή. Έμοιαζε τώρα και σε μένα αλλά και, προ πάντων στον Χάρολντ, μένα από τα τόσα ωραία αγάλματα που σπάσαμε αλόγιστα, και που αυτός ο Αμερικάνος τώρα τους εμφυσάει νέα ζωή βάζοντας τα με τέχνη μα και με στοργή στους πίνακες του. Γιατί, αν έπρεπε να περιγράψω κάποιο σύγχρονο μου ξένο με το γνωστό εκείνο στίχο του Καβάφη –«Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός»- αυτόν το μέχρι υπερβολής ευγενικό και ευαίσθητο ζωγράφο από τη μακρινή Οκλαχόμα θα διάλεγα ανάμεσα σε χίλιους χωρίς κανένα δισταγμό»
18. Τζάκι Κένεντι –Αριστοτέλης Ωνάσης
«Το να είσαι στη Νέα Υόρκη και να μην επισκεφτείς την γκαλερί του Ιόλα, είναι σαν να είσαι στην Ελλάδα και να μην επισκεφτείς τον Παρθενώνα ή στη Ρώμη και να μην επισκεφτείς το Βατικανό…», είπε η Μαργκότ Φοντέιν στην Τζάκι το 1968.
Η Τζάκι έφτασε ένα απόγευμα στην γκαλερί και ζήτησε να της μιλήσω για την Ελλάδα.
Ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ μου είχε πει ότι είχε σχέσεις με τον Ωνάση και ότι θα έπρεπε να την πείσω να γνωστοποιήσει τη σχέση της με τον εφοπλιστή. Έγινα έξαλλος. Τι ήθελε αυτή η κυρία με αυτόν τον άξεστο κροίσο; Είχε φερθεί τόσο απαίσια στην Γκάρμπο. Είπα στον Νουρέγιεφ να μην ανησυχεί, γιατί ο Ωνάσης μόνος του θα βγάλει στον Τύπο τη σχέση του με την Τζάκι, αφού αυτή ήταν πάντοτε η τακτική του. Όπως ανακοίνωνε στον Τύπο τα νέα τάνκερ του, το ίδιο υπερηφανευόταν και για τις γυναίκες του, τις οποίες αποκτούσε ακριβώς με την ίδια διαδικασία που αποκτούσε τα καράβια του.
Έφτασε λοιπόν, η Τζάκι στην γκαλερί μαζί με τον Νουρέγιεφ και την Τζόαν Θρινγκ, βοηθό τότε του Ρούντολφ, με τα μαύρα της γυαλιά και μια σκοτσέζικη φούστα. Ξαφνικά, εκεί που μιλούσαμε για την τέχνη και τους καλλιτέχνες, το ενδιαφέρον της στράφηκε στην Ελλάδα, και ούτε λίγο ούτε πολύ φαινόταν αποφασισμένη να παντρευτεί τον Ωνάση, κάτι που για πρώτη φορά άκουσε κι ο Νουρέγιεφ, με τον οποίο είχε τότε καθημερινή επαφή. Λίγες μέρες αργότερα στην «Χριστίνα», όλος ο κόσμος έμαθε τη σχέση της με τον Ωνάση.
Κανονίσαμε με τον Νουρέγιεφ και την Τζάκι να βρεθούμε στην Ελλάδα το καλοκαίρι, Σεπτέμβριο μήνα, κάτι που έγινε βέβαια. Ήταν τότε που είπα τον Ωνάση «ζητιάνο» και δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ. Είπε στην Τζάκι: «Δε θέλω να τον ξαναδώ αυτόν τον βρωμιάρη!». Μπροστά στον Ρούντολφ και έναν Έλληνα δημοσιογράφο, και το γεγονός πήρε μεγάλη δημοσιότητα.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο φίλος μου ο Γιάννης Γεωργάκης, μου ζήτησε συγνώμη εκ μέρους του Ωνάση και μου εμπιστεύτηκε την πρόθεση του να κάνει , ένα ίδρυμα, κάτι σαν το Νόμπελ, στη μνήμη του Αλέξανδρου, του γιού του, ο οποίος είχε σκοτωθεί. Ήταν το μόνο καλό που θα έκανε εκείνη τη στιγμή ο Ωνάσης για την τέχνη. Αυτό το όφειλε στον Γιάννη Γεωργάκη, ο οποίος μου έλεγε ότι εμπορεύομαι την τέχνη «από έρωτα γι’ αυτήν».Τέλος πάντων, πάντα έφευγα για την Αμερική.
-Την αγαπάτε την Αμερική…
-Μπορώ να δηλώσω ότι στη νοοτροπία είμαι τελείως Αμερικάνος. Πήρα την αμερικάνικη υπηκοότητα το 1943. Εκεί εργάστηκα. Επέβαλα τον Σουρεαλισμό. Ήταν σημαντικό για μένα. Ό, τι έκανα στη ζωή μου δεν το κρατούσα ποτέ για τον εαυτό μου. Σκοπός μου ήταν και είναι να μάθει ο κόσμος αυτά που γνώρισα εγώ. Δε μ’ ενδιέφερε ποτέ αν το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην Νέα Υόρκη με ανακήρυξε ευεργέτη. Στην Αμερική όμως έμαθα τον τρόπο.

Νουρέγιεφ, Ιόλας και Νίκος Σταθούλης
– Έχετε κάνει πολλές δωρεές σημαντικών έργων τέχνης και εδώ στην εθνική πινακοθήκη και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Έχετε άρα έναν διαφορετικό αέρα…
-Δεν με ενδιαφέρει πως με αντιμετωπίζουν στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης ή στην Ελληνική Πινακοθήκη. Ό, τι κάνω στην ζωή μου, το κάνω για τον κόσμο. Αφού έχω τη δυνατότητα και μπορώ, πρέπει να το κάνω.
-Παρόλα αυτά η Ελλάδα σας πίκρανε…
– Δε φταίω εγώ που στην Ελλάδα δεν υπάρχει χιούμορ. Ζωή χωρίς χιούμορ σημαίνει θάνατος. Χιούμορ δε συνάντησα ποτέ στην Ελλάδα. Εδώ έχουμε επινοήσει κάποια ελληνικότητα για να κρύβουμε τις ατέλειές μας. Δε βοηθά σε τίποτα όμως αυτό. Πρέπει να ξαναβρούμε το πραγματικό νόημα της ελληνικής σκέψης. Ας μην είμαστε ψεύτες, τουλάχιστον να γίνουμε ψεύτες αληθινοί.
Παρ’ ότι είμαι Έλληνας από την Αλεξάνδρεια, δεν έχω να κάνω τίποτα με την ελληνική νοοτροπία. Ευτυχώς που απαλλάχτηκα από αυτό το πράγμα. Όχι πως μισώ την Ελλάδα ή τους ανθρώπους της, αντίθετα μάλιστα. Απλώς δεν μπορώ την κακογουστιά που δυστυχώς υπάρχει σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα, όπως υπάρχει και η κατεργαριά, κάτι που δε συνάντησα ποτέ σε κανένα μέρος του κόσμου. Παλιότερα, δεν υπήρχε ούτε εδώ, αποτελεί μια πρόσφατη επινόηση των Νεοελλήνων.
-Εδώ όμως ήρθατε να ζήσετε…
– Ζω για την Τέχνη και, ζώντας μέσα σ’ αυτή, δε ζω μόνο για μένα. Με ενδιαφέρει πως αυτός ο πλούτος που έχω μέσα μου, να μπορεί να μεταλαμπαδευτεί και στους υπόλοιπους ανθρώπους που για τον άλφα ή για τον βήτα λόγο δεν πλουτίστηκαν πνευματικά όπως εγώ, και δεν γνώρισαν τους ανθρώπους που γνώρισα εγώ. Αν ζεις για τη τέχνη δε ζεις σε πατρίδες. Έτσι μεγαλώνεις, έτσι διευρύνεις το επίπεδο.
-Μέσα από εσάς χτύπησαν τη τέχνη;
-Θα ήταν πολύ πρόστυχο. Ποιος είμαι εγώ; Οι άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με την Τέχνη, είναι τραγικοί. Τραγικότατοι. Ο πολιτισμός, όπως και η Τέχνη, είναι για ολόκληρο τον κόσμο. Και αυτό κάνω και έκανα στη ζωή μου. Η Αναγέννηση ήταν για όλο τον κόσμο, όχι μόνο για την ελίτ, όπως ακριβώς και στην αρχαία Ελλάδα: τα μυστήρια και οι αγώνες ήταν για όλους τους Έλληνες.
Βέβαια, υπάρχουν διάφορα επίπεδα ανθρώπων. Δυστυχώς υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν για πάντα. Και αυτό μπορεί κανείς να το διακρίνει έντονα στην Ελλάδα, διότι η παιδεία είναι κομματική. Δεν υπάρχει σωστός προγραμματισμός για την ανάπτυξη του πνεύματος. Δεν είναι μόνο η επιστήμη που πρέπει να προχωρά. Είναι και η Τέχνη. Όταν πας και βλέπεις τις αρχαιότητες της Αιγύπτου, ακόμα και ως τουρίστας, το αισθάνεσαι αυτό. Η αισθητική παιδεία είναι δημόσιο μέλημα αλλά που να ξέρουν από αυτά οι αγράμματοι.
– Τι είναι αυτό που φέρνει την Αλλαγή στα πράγματα και στο χρόνο;
-Το μόνο που αλλάζει είναι η μορφή. Κάθε τόσο ανακαλύπτουμε όλο και περισσότερα καινούργια πράγματα, όπως έγινε με την Βεργίνα. Το ίδιο συνέβη και στην Αίγυπτο, όπου μέσα στη Σαχάρα, ανακάλυψαν τοιχογραφίες χιλιάδων μέτρων. Απίστευτα πράγματα. Στην Κίνα ανακάλυψαν πριν από χρόνια ολόκληρους τάφους με στρατιώτες πάνω στα άλογά τους .
-Τι σημαίνει για σας μεγάλος καλλιτέχνης…
-Αυτός που βρίσκει κάθε φορά καινούριους εκφραστικούς τρόπους, καινούρια εκφραστική μορφή, που να ανταποκρίνεται στον ψυχισμό του και να τοποθετηθείς αυτόματα εκεί.
Για φαντάσου πόσο μυστήριο πράγμα είναι η Τέχνη. Ψάχνουμε να την βρούμε εκατονταετίες, χιλιετίες πίσω . Μα μόλις τη βρούμε, μας πάει τόσο μπροστά.
-Όπως τα έργα του Πικάσο…
-Βέβαια. Ο Picasso ήταν αυτός που έδειξε πώς να ζωγραφίζουν οι σημερινοί καλλιτέχνες. Όλοι βγήκαν από αυτόν. Ο Picasso ξεπέρασε τον κυβισμό, τον υπερρεαλισμό, την «νέγκρι» σειρά του και δίδαξε στους νεότερους τι σημαίνει απόλυτη ελευθερία.
Τι σημαίνει ελευθερία…
-Όταν δε σε αφορά τι γίνεται τριγύρω σου. Όταν είσαι περιτριγυρισμένος από τη μοναξιά σου.
-Πόσο μπροστά «βλέπει» ένας καλλιτέχνης?
-Ανάλογα με την Φαντασία του. Η φαντασία στον καλλιτέχνη μπορεί να μην είναι σήμερα μεγάλη, όπως ήταν στον σουρεαλισμό που σήμαινε επανάσταση, είναι όμως κάτι. Ο Ντε Κίρικο ήταν πραγματικά ένας οραματιστής. Πριν γίνει ο πόλεμος, είχε δει τον πόλεμο και τον έκανε πρώτος αυτός. Έδειξε το ταμπλό του «Ο πόλεμος». Ήταν μια σκιά από φτερούγα αεροπλάνου και από κάτω υπήρχαν τα παράσημα των στρατιωτών και των στρατηγών. Δίπλα, μια εγκαταλελειμμένη πολιτεία κι αμέσως μετά ένα κομμάτι σύννεφο. Δεν καταργεί τη φύση η Τέχνη.
-Μόνο που την εκμεταλλεύεται…
-Δεν πρέπει να το παρακάνει όμως. Όπως οι ιμπρεσιονιστές, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τρομερά τη φύση. Ο Cezanne άλλαξε τον ιμπρεσιονισμό και πολύ περισσότερο τον άλλαξε ο Toulouse- Lautrec, του οποίου τα έργα άρεσαν. Αλλά όταν πήγε η γυναίκα του στο Λούβρο για να δώσει τα έργα του μετά το θάνατό του, της είπανε: «Μα κυρία μου, νομίζετε ότι αυτά τα έργα είναι για το Λούβρο;» και τα αριστουργήματα αυτά τα πήραν τα μουσεία του Σικάγου και της Νέας Υόρκης.
– Δε θα σας συγχωρέσουν οι έλληνες ποτέ που τα βάλατε με τον Παρθενώνα…
-Μα δε «χτύπησα» τον Παρθενώνα. Δεν μπορείς να καταλάβεις εύκολα τον Παρθενώνα. Δεν είναι ο Παρθενώνας μνημείο μοναδικής θεϊκής ομορφιάς, όχι. Το έφτιαξαν οι Έλληνες για να προστατευτούν. Ήταν ένα φρούριο, όπου μέσα εκεί ήθελαν να σώσουν τους εαυτούς τους, μα πάνω απ’ όλα, τον πολιτισμό τους. Δεν έκαναν οι Έλληνες τον Παρθενώνα με τη συνείδηση του ότι «είμαστε η ανώτερη φυλή του κόσμου». Έκαναν την Ακρόπολη για να αμυνθούν. Στην Αίγυπτο, υπάρχουν μεγαλεία και ακόμα δεν ξέρουμε τι πρόκειται να βγει στο φως. Το ίδιο στην Κίνα. Έχουμε τόσα πολλά να μάθουμε, και η Ελλάδα έμεινε στον Παρθενώνα. Είναι τραγικό. Αγάπησα τον Παρθενώνα αλλά δεν έμεινα εκεί. Δεν είναι μοναδικό μας επίτευγμα το μνημείο αυτό. Είναι ένα αριστούργημα, αλλά μονάχα η ιδέα του. Ήταν μια προσφορά στην Ιδέα ο Παρθενώνας. Όταν δίνεις είσαι. Όταν παίρνεις γίνεσαι. Έδωσε στον πολιτισμό ο Παρθενώνας, αυτό είναι το μήνυμα του. Να στραφούν οι Έλληνες στο Πνεύμα της Ελληνικής γης και της Ιστορίας της. Από εκεί μέσα ξεκινούν όλα. Εκεί μέσα γίνεσαι γνήσιος και γονιμοποιός. Λίγοι το καταλαβαίνουν αυτό σήμερα. Δυστυχώς.
Μπορεί να υπάρχουν μέσα εκεί οι «χρυσοί νόμοι» της αρχιτεκτονικής και των ανθρωπίνων σωμάτων, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι η ιδέα- Παρθενώνας. Το μόνο που κάνουν σήμερα οι Έλληνες είναι να εκμεταλλεύονται την έννοια του Παρθενώνα, να τον χρησιμοποιήσουν σαν συγχωροχάρτι για να κλείσουν τα μάτια τους, αφού δεν μπόρεσαν ποτέ να «δουν».
19. Pop Art- Andy Warhol
-«Η γκαλερί στη Νέα Υόρκη ήταν ένα εφαλτήριο για την Pop Art…»
-«Η Pop Art έκανε τα πρώτα της βήματα. Από την πρώτη στιγμή, την αποδέχτηκε ο κόσμος. Η γκαλερί στη Νέα Υόρκη ήταν ορμητήριο για την Pop Art. Ο Κυβισμός, ο Σουρεαλισμός και η Pop Art είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον μου, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Ο καθένας ήταν συνεπής σε ένα «κόσμο» και μια «τάση».
-«Ο Andy Warhol;»
-«Ω… Ο Andy… Τι θαύμα! Ήταν το 1945-46, όταν άρχισε να περνάει έξω από την γκαλερί μου με ένα σακάκι, πρωί και μεσημέρι. Μου άρεσε το ύφος του, το περπάτημά του, το χλωμό του πρόσωπο, το αδύνατο σώμα του.
Μια μέρα τον ρώτησα πως τον λένε και που πάει, «Είμαι σχεδιαστής παπουτσιών και πάω στη δουλειά μου» μου απάντησε. «Μπορείτε να μου φέρετε μερικά από τα σχέδιά σας να τα δω;», του ξαναείπα.
Την επόμενη μέρα, μου έφερε τα σχέδιά του. Ήταν κάτι γοβάκια με την υπογραφή του σηκώθηκα όρθιος και του λέω: «Μέχρι σήμερα ήσασταν σχεδιαστής παπουτσιών. Από σήμερα ξεκινάτε να παρουσιάσετε την πρώτη σας έκθεση!»
Είχε γεννηθεί στο Πίτσμπουργκ, από γονείς μετανάστες Καρπαθο- ρωσικής καταγωγής. Τον Ιούνιο του 1952, εγκαινιάστηκε η πρώτη ατομική έκθεσή του, η οποία ήταν μια σειρά σχεδίων, βασισμένα σε κείμενα του Truman Capote.
Οι εφημερίδες δεν ήταν και τόσο θερμές. Είχε μια εμμονή με τον Truman Capote, από την πρώτη στιγμή που ο Αμερικάνος λογοτέχνης, παρουσιάστηκε στο προσκήνιο. Από το 1947. Του έγραφε γράμματα θαυμασμού και του τα έστελνε. Σχεδόν, είχε ταυτιστεί μαζί του.
Δεν είχα πουλήσει τίποτα. Μια μέρα εκεί που μιλούσα στο τηλέφωνο, μπήκε μια φουριόζα κυρία μέσα, η οποία με ρώτησε πόσο κάνουν τα έργα. Της έδωσα ένα κατάλογο με τις τιμές των έργων και την επόμενη μέρα ήρθε νωρίς το πρωί και τα αγόρασε όλα, για να τα καταστρέψει
-Ποια ήταν η φιλοσοφία του Andy Warhol τότε?
-Ο Andy Warhol στράφηκε στην κοινωνία της κατανάλωσης . Της αφθονίας. Της αναλώσιμης εικόνας. Της εφήμερης δημοσιότητας που κυριαρχούσε στα Μ.Μ.Ε.
Ήθελε να κάνει την Τέχνη να είναι μόδα. Ποτέ δεν ήταν στο παρελθόν. Ο Warhol ήταν αυτός, ο οποίος, επιτέλους, λειτούργησε σαν ξόρκι στον πουριτανισμό της Αμερικής. Ο ίδιος μετουσίωσε ό, τι φανταζόταν σε τέχνη.
Οι Αμερικάνοι ταξιδεύανε στο φεγγάρι. Η τηλεόραση είχε αρχίσει να αλλάζει τον τρόπο ζωής και νέα προϊόντα άρχιζαν να μπαίνουν στη ζωή της Αμερικής. Δε γινόταν να ζει με τα πρότυπα του παρελθόντος. Οι καλλιτέχνες έπρεπε να βρουν νέα πρότυπα, να πολιτογραφήσουν τις ιδέες τους . Ο διάλογος να γίνει μέσα από την καθημερινότητα.
Οι διαφημίσεις είχαν αλλάξει τη ζωή στη Αμερική. Η Μοντέρνα Τέχνη αλλά και η σύγχρονη επιχείρηση εμπορίας της τέχνης, ήταν φυσικό να επηρεαστούν. Από εκεί ξεκινά η πολιτιστική διπλωματία, αφού το έργο Τέχνης, δεν έχει σύνορα. Είναι ένας θαυμάσιος διπλωμάτης ένα έργο τέχνης.
Δέχτηκα επιθέσεις. Αλλά αντίθετα πείσμωσα. Βρήκα τον Robert Rauschenberg, με τον οποίο γίναμε φίλοι. Τον Mark Rothko, για τον οποίο τότε οι κριτικοί έγραφαν ότι φτιάχνει καταλόγους για μπογιές. Ο Robert Rauschenberg, ο Jasper Johns, ο Andy Warhol, άρχισαν να ενσωματώνουν τις γραφικές Τέχνες και τη φωτογραφία, στη ζωγραφική.
Ο Andy Warhol ήταν αεικίνητος. Μου έκανε δύο φορές το πορτρέτο μου. Το πρώτο δε μου άρεσε. Για το δεύτερο, τον είχα καλέσει στο Παρίσι για να μου το ξαναφτιάξει. Βέβαια, όλα του τα έργα του τα λάτρευα. Ό, τι έκανε αυτός ο καλλιτέχνης ήταν φίνο. Όπως αυτός. Πόσο φίνος, πόσο τζέντλεμαν.
Στους πίνακές του έβλεπες τα καθιερωμένα σύμβολα να ξαναζωντανεύουν… Να είναι πιο όμορφα. Έτοιμα να ζήσουν στην Αθανασία.
Η κόκα- κόλα, η Μέριλιν Μονρόε, ο Μάο Τσε Τούνγκ, ο Στάλιν, ο Έλβις Πρίσλεϋ, μέσα από τα χέρια του παίρνανε μια άλλη πνοή.
Ήθελε από μικρός να γίνει πλούσιος και διάσημος και το πέτυχε από την πρώτη στιγμή αυτό. Ο ίδιος ήξερε ότι ήταν ένα πετυχημένο προϊόν. Ότι είναι η βεντέτα της Νέας Υόρκης. Το χαϊδεμένο παιδί των πλουσίων και των σταρ.
Χαιρόσουν πάντοτε, να είσαι μαζί του. Ήταν εκδότης του Interview. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνεις εξώφυλλο στο Interview και να μην γίνεις σταρ. Ω ναι! Ήταν ένας γνήσιος, λαϊκός καλλιτέχνης, με την πλήρη έννοια του κινήματος της Pop Art.
Είναι ο μόνος που απομυθοποίησε την Τέχνη, σπάζοντας με τα πολλαπλά του ταμπού, το ταμπού της μοναδικότητας. Ύστερα, τον αντέγραψαν όλοι. Δεν έφτιαχνε ένα λουλούδι. Έφτιαχνε εκατοντάδες λουλούδια και γέμιζε τις γκαλερί, για να πάρουν όλοι. Δεν έκανε ένα πορτρέτο. Έκανε τέσσερα, σε διάφορες χρωματικές παραγωγές. Δεν έκανε ένα θέμα. Το έφτιαχνε, παραλλάσσοντάς το σε αρκετές εφαρμογές.
Τώρα που του παρήγγειλα τον «Μυστικό Δείπνο», τον κάνει κόκκινο καμουφλάζ, πράσινο καμουφλάζ. Είναι υπέροχος. Είναι ένα σύμβολο.
Πριν λίγο καιρό, στη έκθεσή του στη γκαλερί του Larry Gagoosian, παρουσίασε τα κατουρημένα έργα, τα οποία κατούρησαν τα παιδιά του Εργοστασίου. Τολμηρό. Αλλά αυτή είναι η εποχή μας.
Όταν έκανε το πορτρέτο της Jackie Kennedy, την εποχή του πένθους της, ούτε ένας μεγάλος ζωγράφος δεν θα μπορούσε να πετύχει, ό, τι πέτυχε, μια ελάχιστη στιγμή με τον φακό της Polaroid του. Η μορφή της, αμέσως, εξιδανικεύτηκε. Έκανε σύμβολο την λατρεία. Όπως η Μέριλιν Μονρόε. Ήθελε να κάνει όλους τους ανθρώπους να μοιάζουν όμορφοι.
Για δύο χρόνια το 1964 μέχρι 1966, 200 άτομα είχαν επισκεφτεί το Factory, προκειμένου να ποζάρουν για το πορτρέτο τους. Έπρεπε να παραμείνουν για τρία λεπτά, ακίνητοι, για να τους κινηματογραφήσει.
Ο Μαζικός Πολιτισμός του οφείλει πολλά. Έδωσε ζωή σε εικόνες που είναι αναγνωρίσιμες. Αυτό ήταν που χαρακτήριζε και την Pop Art. Η κατανάλωση οδήγησε την κοινωνία σε μια μαζική συμπεριφορά.
Ο Άντυ βρήκε αυτά τα στοιχεία της διαφήμισης και της μαζικής παραγωγής και τα έκανε σύμβολα. Τις σούπες Campbell’s. Τα χαρτονομίσματα του δολαρίου. Τη κόκα- κόλα.
Η εμμονή του με την φήμη, έφτιαξε τα ωραιότερα πορτρέτα του τέλους του 20ου αιώνα!»
-«Τι επιδίωκε με τα πορτρέτα του;»
-«Το status. Τη γοητεία. Όλα τα θελκτικά γνωρίσματα των σταρ. Ο ίδιος ήταν ντροπαλός, γι’ αυτό και η έλξη του με την διασημότητα, τη διαφήμιση, τα φώτα της διασημότητας.
Όλοι οι πλούσιοι ήταν πελάτες του. Ήταν η πιο προσοδοφόρα επιχείρησή του αυτή. Η «Τέχνη της Επιχείρησης»…
-«Ήταν επανάσταση η Pop Art;»
-«Ήταν. Γιατί μεταμόρφωσε τις αντιλήψεις. Παρουσιάστηκε μια νέα εμφάνιση της Τέχνης. Αναβίωσε ένα ζωγραφικό είδος που μέχρι τότε δεν είχαμε ξαναδεί.
Με τα μοντέλα του, -πολιτικοί, καλλιτέχνες, τραγουδιστές, τραβεστί, αστέρες της μουσικής, ηθοποιοί, φίλοι του, αθλητές, ιστορικές προσωπικότητες. Αναβίωσε την προσωπογραφία. Αυτό είναι επανάσταση. Ήταν ένας χειραγωγός συμβόλων. Όπως ο Man Ray.»
-«Ο Man Ray; Μεγάλος φίλος σας. Είχατε παραγγείλει τα πορτρέτα του στον Andy Warhol;»
-«Ναι. Ήταν μεγάλος φίλος μου. Εκτιμούσα και τον ίδιο και τη δουλειά του. Ήταν πολύτροπος σαν χαρακτήρας και σαν καλλιτέχνης δεν άφησε κανένα εικαστικό μέσο για να του αντισταθεί.
Έχει τεράστιο έργο και ποικιλόμορφο. Τα έργα του ήταν παράδοξα. Αλλά ήταν εκπληκτικά.
Γεννήθηκε Αμερικάνος και μετανάστευσε στο Παρίσι. Τα έργα του με διασκέδαζαν. Σου προκαλούσαν σύγχυση και απορία. Ήταν συναρπαστικές οι φωτογραφίες του. Τα αντικείμενά του. Τα γλυπτά του. Τα κολάζ του. Από όπου και να πας να τον πιάσεις, δεν πιάνεται.
Είχε μια ποιητική θεώρηση για τους ανθρώπους, τα πράγματα, τη ζωή… Επινόησε εκ νέου την πραγματικότητα, αλλάζοντας την έννοιά της. Μεταμόρφωσε τα συνηθισμένα πράγματα σε μυστηριώδη και αναπάντεχα. Είχε μια αναζήτηση το έργο του. Μια αύρα που σε ξενίζει για το τι είναι το έργο Τέχνης.
-Έχετε δίκιο. Το «Σκάκι» του είναι μαγικό και αλληγορικό έργο θα έλεγα
– Μα ήταν μάγος της αλληγορίας. Της φάρσας, που είναι και η ίδια η ζωή. Τα γλυπτά του έχουν χιούμορ, εξυπνάδα, ανατρεπτικότητα.
Όπως ο Πικάσο αποτύπωσε στον καμβά, ένα κατακερματισμένο βιολί και όμως διέκρινες την συνοχή του, έτσι και ο Man Ray, έπαιρνε τα πράγματα, τα δούλευε και τα έφτιαχνε ξανά από την αρχή. Αυτός είναι ο μηδενισμός του και μαζί και η ευφυΐα του.»

20. Το Σπίτι και η Οικογένεια
-«Και η Αίγυπτος; Η Αθήνα; Η οικογένειά σας; Τι έγιναν σε όλα αυτά τα χρόνια;»
-«Ερχόμουν τα καλοκαίρια στην Ελλάδα. Δεν την άφηνα. Ολόκληρη τη δεκαετία του ’50, ερχόμουν τα καλοκαίρια εδώ. Καμιά φορά καθόμουν τρείς και τέσσερις μήνες.
Ένα καλοκαίρι του 1955, ο Γιάννης Τσαρούχης με σύστησε στην Ηρώ Σισμάνη, η οποία τότε ανέβαζε τη Ζιζέλ. Την μανία του χορού ποτέ δεν την είχα αποβάλλει. Έτσι, με παρακάλεσε να της διδάξω την χορογραφία της Ζιζέλ και στις δύο πράξεις. Τα σκηνικά τα είχε κάνει ο Τσαρούχης.
Η Ηρώ εντυπωσιάστηκε με τις χορογραφίες και με φώναζε «ερμαφρόδιτο»…
– Το σπίτι εδώ, στην Αγία Παρασκευή πότε ξεκίνησε?
-Αρχές του ’50. Πήρα την απόφαση να φτιάξω ένα σπίτι στην Ελλάδα. Όλη μου τη ζωή, ζούσα σε νοικιασμένα διαμερίσματα ή σε ξενοδοχεία. Μια βάση μόνιμη δεν είχα, προκειμένου να βάλω μέσα τα πράγματα και τα έργα Τέχνης που αγαπώ.
Από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο μυαλό μου η ιδέα για το σπίτι, άρχισα να αγοράζω έργα Τέχνης για να τα βάλω μέσα σε αυτό. Δεν είχα σπίτι. Ούτε καν οικόπεδο. και αγόραζα έργα Τέχνης να τα βάλω μέσα εκεί.
Στο σπίτι του Κριστιάν Ζερβός, είχα γνωρίσει τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, για τον οποίο μου είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια και ο De Chirico. Του είπα, λοιπόν, ότι θέλω να κάνω ένα σπίτι και με πήρε και με γύριζε στην Αιξωνή, στη Γλυφάδα. Ήταν ένα ήσυχο μέρος, όπου είχαν αγοράσει οικόπεδα εκεί ο Χατζηκυριάκος Γκίκας και ο Μπάμπης Ποταμιάνος, οι οποίοι ήταν φίλοι.
Αγόρασα κι εγώ ένα οικόπεδο, αλλά την άλλη μέρα που πήγαινα δε μου άρεσε καθόλου το μέρος και το χάρισα σε ένα φίλο μου.
Πάντα αναζητούσα ένα μέρος που να έχει σχέση με την Ελλάδα. Εκεί ήθελα να χτίσω το σπίτι μου. Η Αιξωνή αυτό δεν το είχε. Μου δείξανε, επίσης, ένα κτήριο στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. Νόμιζα πως θα γεράσω μόλις το είδα. Με πήγανε στη Κηφισιά, σε μια βίλα, σε ένα σαλέ. Αλλά ούτε αυτά τα ήθελα.
Μια μέρα, πήγαινα με τον σοφέρ μου στον Λεβίδη. Περάσαμε από κάτι αμπέλια. «Εδώ!» φώναξα στον οδηγό μου. «Σταμάτα! Εδώ θέλω να κάνω το σπίτι μου!», «Μα εδώ έχει αμπέλια! Είναι ερημιά» μου λέει ο οδηγός μου. «Όχι» του λέω, «θέλω εδώ».
Λίγες μέρες μετά, αγόρασα από κάποιον Βρεττό, λίγα στρέμματα στην αρχή μέχρι που πήρα 25 στρέμματα. Μου ήταν αρκετά για να βλέπω μπροστά μου τον Υμηττό και την Πάρνηθα. Η ελληνική φύση με αγκάλιαζε, σχεδόν έχει συγχωνευτεί μαζί μου. Μου μιλάει. Η ελληνική φύση είναι φως και εδώ το φως είναι άπλετο. Από την πρώτη στιγμή που το είδα αυτό το τοπίο, το ερωτεύτηκα.»
-«Οι γονείς σας;»
-«Όταν πήγα στην Αίγυπτο ήταν και οι πρώτη φορά που συνάντησα την κόρη της αδερφής μου, της Νίκης, τη Σύλβια, την ανιψιά μου. Είδα τη μητέρα μου. Είχε γεράσει και έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάϊμερ. Ο πατέρας μου τα είχε χάσει όλα με τον πόλεμο. Οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας είχαν καταστραφεί.
Η Νίκη είχε παντρευτεί τον Ιταλό πρόξενο, τον οποίο την είχαν συλλάβει οι Άγγλοι και τον φυλάκισαν. Κάθε μέρα του πήγαινε στη φυλακή, ένα κουτί, στο οποίο μέσα του έβαζε κάτι να φάει.
Με είχε πιάσει δυστυχία. Δεν ήθελα να βλέπω την μητέρα μου σαν τρελή, η οποία δεν θυμόταν τίποτα. Δεν άντεχα να βλέπω την αδερφή μου τα τυραννιέται τόσο πολύ. Δε μου έλεγε, ξαφνικά, τίποτα η Αλεξάνδρεια. Κάτι με σταματούσε εκεί. Κάτι με σκότωνε.
Ξανάφυγα και επέστρεψα στην Ελλάδα. Εντωμεταξύ, ο Βασιλιάς των Ελλήνων, ο Παύλος, είχε πάει στην Αίγυπτο με τον Μπάμπη Ποταμιάνο, ήταν τότε ήταν πτέραρχος της Βασιλικής Αεροπορίας, ο οποίος γνώρισε την αδερφή μου, με την οποία παντρευτήκανε.
Πρώτα, η Νίκη είχε λύσει τον γάμο της με τον Ιταλό πρόξενο. Η εκκλησία είχε ακυρώσει εκείνον τον γάμο, γιατί είχε παντρευτεί σαν καθολική και ήταν ανήλικη. Τότε ήρθε μαζί του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του στην Πλάκα.
Εγώ συνέχιζα να ταξιδεύω στην Ευρώπη και στην Αμερική και να διευρύνω τις γκαλερί μου ή να βρίσκομαι στην Ελλάδα και να παρακολουθώ τις εργασίες του σπιτιού μου.

21. Γιάννης Τσαρούχης
-Τον Γιάννη Τσαρούχη πότε τον γνωρίσατε?
– Αρχές της δεκαετίας του 50 μόλις που είχα αρχίσει να χτίζω το σπίτι. Ήταν ευχάριστος και διασκεδαστικός. Έμενε τότε, σε μια ταράτσα στο Σύνταγμα, στην οδό Βουλής, πάνω από το βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκης».
Τα πρώτα έργα που μου έδειξε, ήταν κάτι γυμνά: ναύτες, νέοι, με εσώρουχα, άλλοι χωρίς εσώρουχα. Κάτι λαϊκοί τύποι γυμνοί. Μου άρεσε η δουλειά του. Είχε αυτή την καλή μαστοριά του τεχνίτη της ζωγραφικής. Του τα πήρα όλα. Ο ίδιος δεν πίστευε ότι μου άρεσαν, αλλά ήταν ευχαριστημένος.
Στις φόρμες και στα χρώματα ήταν σχολαστικός. Εξαιρετικά απαιτητικός. Ακόμα και τις αποχρώσεις του, δυσκολευόσουν να τις διακρίνεις. Είχε μια εκπληκτική ισορροπία στα χρώματα, που θύμιζε μεγάλους καλλιτέχνες της Δύσης.
Μπορούσε να μείνει ξάγρυπνος, ή να πεταχτεί από το κρεβάτι του για να προσθέσει μια πινελιά. Υπέφερε και αγωνιούσε για τα έργα του. Οι μορφές του, βέβαια, ήταν θελκτικές. Ο τρόπος που έστηνε, γυμνά, όλα αυτά τα αγόρια. Αλλά δεν ήταν μόνο τα γυμνά. Ήταν καλός τεχνίτης.
Ήταν πολύ διασκεδαστικός σαν άνθρωπος. Άλλαζε φορεσιές και παρίστανε τη Βιολετέρα. Ήταν έξυπνος, ειλικρινής και ένας τύπος Έλληνα με έμφυτη σοφία. Ήταν ένα γνήσιο πνεύμα και του έκανα ένα συμβόλαιο, όπου αγόραζα τη δουλειά του, δίνοντάς του ένα μηνιάτικο.
Τότε του είπα να σταματήσει να κάνει τους ναύτες και όλα αυτά τα γυμνά, τα οποία μονοπωλούσαν τη δουλειά του. Του είπα να αρχίσει να ζωγραφίζει τα νεοκλασικά της Αθήνας και του Πειραιά.
Του πήρα ό, τι χρειαζόταν και ο οδηγός μου κάθε μέρα τον πήγαινε στον Πειραιά για να ζωγραφίσει. Το απόγευμα τον έπαιρνε πίσω. Έκανε τότε την ωραιότερη δουλειά του. Τα νεοκλασικά του Πειραιά, της Αθήνας.
«Ο Ιόλας ήταν το χαρισματικότερο πλάσμα που γνώρισα στη ζωή μου, ένα είδος ερμαφρόδιτου, ήταν κάτι έξω από την εποχή του, και ίσως πολύ μακριά από αυτή», θα μου πει ο Γιάννης Τσαρούχης στο Μιστρά το 1985, όταν ρίχναμε τα κόκκινα πανιά στα τείχη των ερειπίων του Παντοκράτορα για φωτογράφιση. «Πλήρωνε σωστά και καλά ο Ιόλας, δε θα υπάρξει καλλιτέχνης ο οποίος θα πει ότι ο Ιόλας δε πλήρωνε. Χάρη στον Ιόλα έφτιαξα τα ωραιότερα έργα μου και ανυπομονούσε να βγάζω όλο και πιο πολλά έργα».
[αύριο η συνέχεια]
το βιβλίο του Νίκου Σταθούλη “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΟΛΑΣ : Η ΖΩΗ ΜΟΥ” δημοσιεύεται σε καθημερινές συνέχειες στη “ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ” με την ευγενική άδεια του συγγραφέα.
Ανακτήθηκε στις 09-06-2020 από: https://www.bibliotheque.gr/article/31181