[Αλεξάνδρου Ιόλα: Η Ζωή μου], Μέρος 6ο – Νίκος Σταθούλης, bibliotheque.gr, 20/11/2013

22. Η ζωή σαν έργο Τέχνης  
-Το ενδιαφέρον σας τότε ήταν στραμμένο στην Ευρώπη η στην Αμερική ;
-Ήταν στραμμένο παντού. Αλλά τον χρόνο μου τον εξαντλούσα στην Ευρώπη. Σχεδίαζαν στο Παρίσι ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, επί προεδρίας του Ζωρζ Πομπιντού. Ο Γάλλος Πρόεδρος, ερχόταν στη γκαλερί μου κάθε πρωί, πριν πάει στο γραφείο του. Διάλεγε πάντοτε, έργα τα οποία του επέτρεπε ο μισθός του να αγοράσει και πάντοτε μου έλεγε: «Κύριε Ιόλα. Είστε μεγάλος εκμαυλιστής!». Ήταν μια από τις ωραιότερες φιλοφρονήσεις που έχω ακούσει στη ζωή μου.»
-«Τι ήταν αυτό που τον είχε κάνει να σας εμπιστευτεί, ο Ζωρζ Πομπιντού;»
-«Η καλλιέργειά μου για την Τέχνη. Το πάθος μου για το ωραίο. Αν αυτά τα συνδυάσεις με τη χάρη, την ιδιαιτερότητά και τους τέλειους τρόπους ενός πολίτη του κόσμου, τότε ο άλλος σε εμπιστεύεται.»
-«Είχατε κάνει την ίδια την ζωή σας έργο Τέχνης;»
-«Μα η ίδια η ζωή είναι Τέχνη. Ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι, ο τρόπος που ντύνεσαι, ο τρόπος του να είναι ακόμα και οι εκκεντρικότητές σου χαριτωμένες, κάνουν την γοητεία ανεπιτήδευτη. Αλλά όσο περνούν τα χρόνια, δε τα παίρνω όλα αυτά στα σοβαρά, γιατί οι αισθήσεις είναι πιο πνευματικές. Τα πάθη και οι συγκινήσεις, πιο ισχυρές. Έτσι γεννιέται το εκλεπτυσμένο ένστικτο του ωραίου.
-Ποιος είναι ο ρόλος σας μέσα στη τέχνη και εν τέλει την ίδια τη ζωή?
-Πάντα μαθαίνεις στη ζωή ποιος είναι ο κόσμος και ποιος είναι ο ρόλος σου μέσα σε αυτόν. Μου αρέσει το κάθε τι που έχει μέσα του το χρόνο και την ιστορία του. Κάθε τι πηγαίο, το φέρνω σπίτι μου. Έτσι πρέπει να είναι και ο ρόλος του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Μια ξεχωριστή παρουσία. Θα σου το πω αλλιώς. Δε μπορώ να ανοίγω τα μάτια μου και να μην περιστοιχίζομαι από παντού με ό, τι έχει να κάνει με την Τέχνη. Γιατί μου θυμίζουν την ίδια τη ζωή. Κάθε έργο που αναφέρεται στο παρελθόν σε οδηγεί, αυτόματα, στο μέλλον. Τοποθετείσαι, αυτόματα, εκεί. Εκεί επικεντρώνεται και η συλλογή μου. Έχει ένα ρόλο στο κόσμο της Τέχνης κάθε συλλογή. Πως θα τη συγκροτήσεις. Προκαλεί τον καιρό του αυτός ο μυθικός κόκκος της ιστορικής αλήθειας.
-Ποια είναι η πρωτοτυπία στο κόσμο της τέχνης; Όλοι πάντοτε και τώρα να πρωτοτυπήσουν ήθελαν…
-Σε κάθε εποχή, η πρωτοτυπία έβγαινε από την εσωτερική καλλιέργεια των δημιουργών. Κοίταξε αυτό το Αμπίρ από τις Βερσαλλίες με τις παραστάσεις της ιστορίας του Δαυίδ, πάνω στο Εβένινο έπιπλο. Κοίτα τη λεπτομέρεια της ξυλογλυπτικής και δες μαζί τις λεπτομέρειες από τα αρχαιολογικά ευρήματα των Ετρούσκων. Και οι δύο καλλιτέχνες, από την ίδια εσωτερική καλλιέργεια αντιλήφθηκαν και εξέφρασαν τον εσωτερικό τους πλούτο, με τέτοια αρτιότητα και τέτοια ομοιότητα, που σε αφήνουν άφωνο κι ας έχουν περάσει από την μία εποχή στην άλλη, χιλιάδες χρόνια. Και οι δύο τους πρωτοτύπησαν.
Κοίτα την οξείδωση που έχουν υποστεί τα έργα του Λεονάρντο Να Βίντσι και τα οξειδωμένα έργα του Andy Warhol. Ο ένας υπαινίσσεται και αντιγράφει, ο άλλος, μια μεγαλοφυΐα, ο οποίος μελέτησε τη φύση και τον άνθρωπο. Ο ένας με σπουδές ανατομίας και ο άλλος με δημόσιες σχέσεις. Ο ένας μάγος- μηχανικός και ο άλλος εξαίσιος αντιγράφος. Μια ακατάπαυστη έρευνα ο ένας και μια συνεχιζόμενη αναπαραγωγή ο άλλος. Κι όμως και οι δύο κάπου συγκλίνουν.  

23. Το σπίτι στην Αγία Παρασκευή
Στο εσωτερικό του σπιτιού, πάνω από μια δεκαετία ο Αλέξανδρος Ιόλας έστηνε το προσωπικό του στοίχημα. Όλοι οι τοίχοι και τα πατώματα, ήταν από λευκό Πεντελικό μάρμαρο. Οι κουρτίνες ήταν τοποθετημένες μέσα σε κορνίζες, ντυμένες από Λυονέζικο μετάξι. Βασιλικά έπιπλα και αρχαιοελληνικά αγγεία, βρίσκονταν σε κάθε γωνιά του σπιτιού και συνδυάζονταν με έργα Σουρεαλιστών και Σύγχρονων καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργάστηκε.
Η Αιγυπτιακή του συλλογή αποτελούσε το καύχημά του. Δίπλα στα κομμάτια των αρχαίων πολιτισμών, έργα Τέχνης από την Πολυνησία, τη Μεγανησία τη Νέα Κίνα και τη Νέα Γουινέα, έδιναν ένα κοσμοπολίτικο αέρα στη συλλογή, η οποία βρισκόταν σε μια ταπεινή γειτονιά της Αττικής.
Ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Παύλος Καλατζόπουλος, έκαναν τις αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις του ανακτόρου. Αργότερα ασχολήθηκε με το σπίτι ο αρχιτέκτονας Μανώλης Καραντινός . Ήταν παντού στολισμένο με αγάλματα από την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Συρία. Οι πόρτες του σπιτιού ήταν σκαλισμένες σε μπρούτζο από τον ζωγράφο Γιάννη Καρδαμάτη και περασμένες με φύλλα χρυσού.
Στη είσοδο του σπιτιού, δύο κολώνες με έναν κριό και ένα λιοντάρι, από την Ραβέννα, προετοίμαζαν τον επισκέπτη για κάτι το ξεχωριστό.
«Το θυμάμαι σαν τώρα που είπα στον Πικιώνη «θα μου χτίσεις το σπίτι στην Αγία Παρασκευή» Τότε έχτιζε το σπίτι του Μπάμπη Ποταμιάνου στη Φιλοθέη. Τον αγαπούσε τόσο πολύ ο Ποταμιάνος τον Πικιώνη που τον πρότεινε να φτιάξει τα λιθόστρωτα στην Ακρόπολη και στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη. Πρώτα δεν ήταν έτσι η Ακρόπολη. Ήταν ένας βράχος και για να τον δεις ανέβαινες άλλα βράχια.
Θυμάμαι τον Πικιώνη να μιλάει κυριολεκτικά με τις πέτρες. Μισή ώρα, μια ώρα για να τοποθετήσει στη γη μια πέτρα.
Έφυγα πίσω στην Ευρώπη και θυμάμαι ότι με έπαιρνε τηλέφωνο ο πατέρας μου και μου έλεγε «βρε παιδί μου αυτός ο άνθρωπος θα σε καταστρέψει. Κάθεται και μιλάει με τις πέτρες». «Αφήστε τον» τους έλεγα να κάνει ότι θέλει.
-Οι πρώτοι σας γείτονες?
-Θυμάμαι τον πρώτο γείτονα που γνώρισα. Ήταν ο Μιχάλης η «κουφή». Τη πρώτη φορά που τον είδα τον ρώτησα «πως σε λένε?» «Μίλα μου πιο δυνατά, μου απάντησε, είμαι κουφή». Έλεγε μάλιστα καταπληκτικά τον καφέ. Ερχόταν κάθε μέρα εδώ και μου έφτιαχνε τον καφέ και μετά μου έλεγε το φλιτζάνι.
Ένα βράδυ που είχα καλεσμένους σε δείπνο διάφορους ξένους τιτλούχους και την Παλόμα Πικάσο μαζί, χρειάστηκε οπωσδήποτε μια κυρία να συμπληρώσει το τραπέζι. Στην πολύ βιαστική πρόσκληση καμία από τις γνωστές μου δε μπορούσε ν’ ανταποκριθεί. Και τότε έντυσα με ένα βαρύτιμο φόρεμα το φτωχό, θεόκουφο Μιχάλη, ο οποίος την ίδια μέρα μου είχε πει στον καφέ πως πέθανε ο ζωγράφος Max Ernst πριν δώσουν την είδηση τα τηλέτυπα των ξένων πρακτορείων. Του έβαλα κι ένα κολιέ και σκουλαρίκια και τον έκανα να μοιάζει με κάποια από αυτές τις δαιμονικές γριές αρχόντισσες του Goya. “The duchess of Agrinion”, τον σύστησα. Και κανείς δεν αμφισβήτησε την υψηλή καταγωγή του και την αξιοπρέπεια του έτσι όπως καθόταν αμίλητος στο τραπέζι.

24. Οι Συκοφαντίες …

-«Φοβάστε Ιόλα;» τον ρώτησα όταν το είδα πρωί λίγες μέρες μετά , να προχωρά σκυφτός στους κήπους του. Δε με είχε δει! Ξαφνιάστηκε.
-«Τους ανθρώπους και μόνο αυτούς πρέπει να φοβάσαι πάντοτε!».
Είχε απόλυτο δίκιο. Οι εφημερίδες στο σύνολό τους, άρχισαν να τον ειρωνεύονται, να τον κατηγορούν για ανύπαρκτα πράγματα. Εκείνος να έχει τόσο μεγάλα σχέδια στο μυαλό του. Πόσο θα βαστούσε η μανία των δημοσιογράφων και των λαϊκιστών του ΠΑ.ΣΟ.Κ εναντίον του; Πόσα χρόνια μπορούσε να βαστάξει αυτό το πρωτοφανές κράξιμο;
Είχαν προηγηθεί «καταγγελίες» του Αντώνη Νικολάου- Μαρία Κάλλας εναντίον του Αλέξανδρου Ιόλα για αρχαιοκαπηλία, πορνεία, και χρήση ναρκωτικών. Αόριστες καταγγελίες ενός αλκοολικού, τον οποίο μάζεψε ο Ιόλας, όταν ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης τον άφησε στον δρόμο. Και τον οποίο έδιωξε όταν παρατηρήθηκαν σημαντικές κλοπές στη συλλογή και στο σπίτι, τις οποίες αποδείχτηκε ότι της είχε κάνει ο ίδιος. Τα δημοσιεύματα ήταν συνεχή. Σχεδόν καθημερινά.
Οι εφημερίδες ήταν οι κορυφαίες της εποχής. «Βραδινή», «Έθνος», «Ελεύθερος Τύπος», «Αυριανή», «Στόχος», «Ελευθεροτυπία», με τις υπογραφές των . Αιμίλιου Λιάτσου, Γιώργου Μαύρου, Μάνου Χάρη, Αγγελικής Νικολούλη, Άρη Πορτοσάλτε, Άμυ Παπαϊωάννου, Θοδωρή Δρακάκη, Γιάννη Κανελάκη… Μόνο η «Καθημερινή» στάθηκε στο ύψος της αλλά τότε εκδότρια ήταν η Ελένη Βλάχου.
«Μέχρι να πεθάνω θα βρίζουνε!» ψέλλισε οργισμένος, λέγοντας μου ότι ο Τύπος παίρνει στα σοβαρά τις γελοιότητες ενός τραβεστί.
Ήταν όμως ό, τι καλύτερο είχε συμβεί στον κόσμο της κίτρινης δημοσιογραφίας. Ένας τραβεστί κατηγορεί έναν μαικήνα της τέχνης, για αρχαιοκαπηλία, όργια σεξουαλικά με μικρά παιδιά και ναρκωτικά! Είχε στηθεί το παραμύθι. Δημοσιογραφίσκοι, έγιναν γνωστοί κατηγορώντας τον.
Ίσως γι’ αυτό να καταλάβαινα την οργή του.
-«Κωλοράτσα» ψέλλισε.
-«Όχι, Ιόλα, δεν έχετε δίκιο. Δε φταίει η ράτσα…»
-«Αυτή φταίει. Σ’ αυτήν απευθύνομαι. Τελειώνει αυτή η ράτσα. Σε λίγο δε θα υπάρχει!»
-«Είστε υπερβολικός, αλλά σας καταλαβαίνω.»
Δεν υπήρχε επώνυμος δημοσιογράφος που να μην «στόλισε» κατάλληλα τον Αλέξανδρο Ιόλα.
-«Nα καταλάβεις καλύτερα όλους αυτούς τους φτωχούς, ταλαιπωρημένους ανθρώπους, οι οποίοι πιστεύουν σε ανύπαρκτους πολιτικούς και ψωριασμένους δημοσιογράφους ; Να καταλάβεις καλύτερα όλους αυτούς τους μάγκες, που δεν σέβονται κανένα; Βρίζουν στο δρόμο, φτύνουν όπου βρουν. Είναι μοχθηροί οι Έλληνες. Έχουν δρόμους βρώμικους, τα πετάνε όλα κάτω… Έτσι όμως τους μαθαίνουν. Αυτά τους δίνουν να διαβάσουν. Είναι βιασμένοι. Είναι ληστεμένοι, συγχυσμένοι. Μια ζωή υποταγμένοι στο μόχθο, στα κόμματα και στους πολιτικούς τους. Να καταλάβεις όμως. Να κοιτάξεις γύρω σου σοβαρά. Να κοιτάξεις καλά!
Να καταλάβεις πως ένας υπέροχος λαός καταντάει στα χάλια που είναι σήμερα »
Τον ένοιωθα. Ένοιωθα τη συκοφαντία να μου διαπερνά τα κόκαλα. Όλοι οι φίλοι άρχιζαν να εξαφανίζονται. Φίλοι, καλλιτέχνες. Όλοι λάκιζαν. Ντροπή. Γι’ αυτό τον ένοιωθα.
-«Μεγάλος γονιμοποιός είναι ο πόνος Ιόλα…» του είπα περνώντας το χέρι μου στην πλάτη του.
-«Όχι» μου είπε κοφτά, « αυτός ο πόνος… αυτές τις μαλακίες ποιος στις έμαθε; Αυτοί λένε ψέματα γι’ αυτό είναι πιο άθλιοι από τους άθλιους! Αλλά να τα παίρνει σοβαρά και ο κόσμος. Ε, αυτό είναι ανήκουστο! Ακούς… ο πόνος γονιμοποιός!… Ωραία ποίηση. Ωραίες μαλακίες!.» επανέλαβε νευριασμένος.
Μετά από αρκετή σιωπή, πρόσθεσε:
-«Είναι κινήσεις απελπισμένων ανθρώπων, οι οποίοι ασφυκτιούν κάτω από το βάρος μιας καλαίσθητης παράδοσης. Αντί να γίνει κάθε έλληνας ένα λιθαράκι του Παρθενώνα. Έτσι χτίζονται τα σύμβολα.»
-«Είστε οργισμένος Ιόλα; Έχετε απόλυτο δίκιο αλλά το ξέρετε και εσείς ότι ο Έλληνας έχει μια ευγενική καταγωγή.»
-«Που τη βρήκε; Στη βία; Στη φτώχεια; Στον πόλεμο; Στις συκοφαντίες; Εδώ, παιδί μου, ένα καλό κάνεις και σε βρίζουνε. Καμιά παιδεία δεν έχει αυτός ο λαός; Ποια ευγενική καταγωγή; Την είχε και την έχασε γιατί έχασε τη πίστη στον εαυτό του και πίστεψε σε κύμβαλα. Έλλειψη παιδείας, αυτό έχει! Του λείπει αυτού του λαού ο τρόπος του πνεύματος. Αυτός είναι ο κινητήριος μοχλός της δημιουργίας. Αυτό του λείπει του Έλληνα! Το χειρότερο όμως είναι ότι δε θέλει να καταλάβει.»
– Να καταλάβει τι…
-Ότι είναι κάθε έλληνας ξεχωριστά , ένα πνευματικό γέννημα μιας παράδοσης, η οποία θα καλείται πάντοτε σε όλες τις εποχές να παίζει ρόλο πρωτοπόρου.

Περπατήσαμε χωρίς να μιλάμε, όπως του άρεσε! Έσφιξε τα χείλη, γύρισε το κεφάλι του στα δεξιά, με κοίταξε λίγο λοξά, προτάσσοντας το πηγούνι του και χαμογέλασε.
Περπατήσαμε αρκετά εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό στους κήπους του. Περίμενε τον ζωγράφο Γιάννη Μπουτέα, να έρθει για να στήσει την εγκατάσταση του στο υπνοδωμάτιο, το οποίο θα ήταν αφιερωμένο σ’ αυτόν. Τον πίστευε τον Γιάννη Μπουτέα και το ότι ένας νέος Έλληνας καλλιτέχνης, θα έστηνε το έργο του, του έφτιαχνε τη διάθεση.
Μου είπε να κλείσω ραντεβού με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο και να επικοινωνήσω με τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά στο Παρίσι, προκειμένου να τον ενημερώσει για τον πρωτοφανή διασυρμό του, ο οποίος μέρα με τη μέρα, έπαιρνε απίστευτες διαστάσεις.
Έπρεπε να συναντηθεί και με τον Άγγελο Δεληβοριά στο Μουσείο Μπενάκη και να δει τον Δημήτρη Παπαστάμο στην Εθνική Πινακοθήκη στην οποία είχε κάνει αρκετές δωρεές, όπως έργο του Magritte, του Μοντιλιάνι, του Lucio Fontana, του Χατζηκυριάκου Γκίκα .
Γεμάτη μέρα και σήμερα, είπα στον εαυτό μου. Ελπίζοντας ότι αυτά τα ραντεβού, θα του έφτιαχναν λίγο τη διάθεση. Είχα αρχίσει πλέον να καταλαβαίνω τον Αλέξανδρο Ιόλα. Έβλεπα την πνευματική του αξία. Ήξερε να είναι έτοιμος δέκτης. Κάθε στιγμή κέρδιζε από ό, τι τον περιέβαλε. Αναζητούσε πολύτιμη ουσία ακόμη και από τον πιο ασήμαντο άνθρωπο, που βρισκόταν μπροστά του. Πόσο μάλλον, όταν τα σχέδιά του, οι δωρεές του, οι συναντήσεις του, έφερναν πιο κοντά την επιθυμία του για προσφορά τέχνης, για δωρεά τέχνης, σε μια χώρα, σε ένα λαό, που τον είχε τόσο πολύ ανάγκη.
Τον παρότρυνα να πάει μέσα να ετοιμαστεί. Τον θαύμασα εκείνη τη στιγμή που έμοιαζε με υπάκουο παιδί. Ο ίδιος προτιμούσε την λάμψη, την σπιρτάδα του μυαλού, από το πιο σοφό κουβεντολόι. Όπως προτιμούσε την ακαριαία γλώσσα ενός έργου τέχνης, από ένα ερμηνευτικό βερμπαλισμό οποιουδήποτε κριτικού.
Όταν βρισκόταν στην Αθήνα σχεδόν έπληττε. Τα πάρτι δεν ήταν σαν της Νέας Υόρκης και τα κλαμπ δεν ήταν σαν του Παρισιού. Θα αναφερθώ σε ένα από αυτά που είχαμε πάει μαζί.
Στο πάρτι του συλλέκτη Δημήτρη Πιερίδη, στο σπίτι του στην Γλυφάδα η ατμόσφαιρα στο πάρτι ήταν πληκτική! Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε γύρω του μια ομάδα νεαρών και μιας δημοσιογράφου και έλεγε τις γνωστές ατάκες του. Ο Θεοχάρης Φιλιπόπουλος, διευθυντής του ΕΘΝΟΥΣ, πλησίασε τον Ιόλα και του συστήθηκε και όταν κατάλαβε ο Ιόλας ποιός ήταν, γυρνάει και του λέει ορθά- κοφτά:
-«Έχετε υποχρέωση στα τεφτέρια που γράφετε, να γράφετε μόνο τα καλά… Όχι αηδίες! Η Ελλάδα από τη φύση της, άντεξε μέσα στους αιώνες, από τη δυνατότητα του πολιτισμού τους. Γρόσι δεν είχε τότε. Στην καλλιτεχνική επίδοση οφείλεται η ύπαρξή μας… δεν το καταλαβαίνετε αυτό! Εσείς έχετε την κοινή γνώμη στα τεφτέρια σας!»
Ψύχραιμος ο Θεοχάρης Φιλιπόπουλος του απάντησε:
-«Έχετε απόλυτο δίκιο κύριε Ιόλα!»
-«Τότε, φροντίστε να ανανεώσετε και να επεκτείνετε τον πολιτισμό! Όχι να τον ξεφτιλίζετε!»
Κατάλαβε ο Θεοχάρης Φιλιπόπουλος, ότι δεν εννοούσε ούτε την εφημερίδα, ούτε για τον ίδιο! Για τους δημοσιογράφους μιλούσε, οι οποίοι με την ανοχή της κυβέρνησης, είχαν φροντίσει να εξευτελίσουν έναν άνθρωπο, τον οποίο την ίδια περίοδο η Γαλλική Προεδρία, τιμούσε με το παράσημο της λεγεώνας της τιμής για την προσφορά του στα γράμματα και στις τέχνες.
-«Αν έβλεπες, παιδί μου, τις συλλογές των Ντε Μενίλ, των Ροκφέλλερ, των Γκίνες, της Φον Τίσε Μπορνεμίτσα, του Τζιάνι Ανιέλι, θα έμενες με το στόμα ανοιχτό. Ένας συλλέκτης δεν έχει όριο. Βγάζει δέκα εκατομμύρια δολάρια το χρόνο; Τα έξι τα βάζει στα έργα τέχνης. Δεν κωλώνει μπροστά σε ένα Καραβάτζιο, τον θέλει και τον έχει εκείνη τη στιγμή. Ε .. τώρα με 50 και 60 και 100 χιλιάδες δραχμές, τι έργα να αγοράσεις;»
Σκληρός και κυνικός στις σκέψεις του, αλλά αυτός ήταν. Δε χωράτευε. Ήταν είρων αλλά δεν κορόιδευε. Απλά δεν άντεχε την ασχήμια, την κοροϊδία, την τεμπελιά και το ψέμα. Την πόζα και την ξύλινη γλώσσα, την οποία θεωρούσε τη «μεγαλύτερη φτώχεια της ζωής».

Φύγαμε από το πάρτι σχετικά νωρίς. Ήθελε να γυρίσουμε στο σπίτι. Δεν είχε φθάσει ακόμα 23.00, όταν φτάσαμε στο ανάκτορό του στην Αγία Παρασκευή. Η σκυλίτσα του η Φρύνη, πήδαγε στο στήθος του, όταν μπήκε στο σπίτι και όπως ήταν, ξάπλωσε στο ανάκλιντρό του. Στα πόδια του πήγε και κούρνιασε η Φρύνη, ευτυχισμένη, ενώ το μάτι του εξερεύνησε για ακόμη μια φορά το τεράστιο έργο του Μatta, το οποίο ήταν από τοίχο σε τοίχο, απέναντι από το κρεβάτι του.
-«Τι θαυμάσιο έργο!» είπε με ενθουσιασμό,» Μα ότι έχει κάνει αυτός ο καλλιτέχνης, παιδί μου, γλυπτά, έπιπλα, ζωγραφικά έργα, σε ό, τι φτιάξει, έχει αυτό το «αδιόρατο κάτι», που κάνει το έργο ανεκτίμητο. Αυτό να κάνεις πάντα!… Ο κάθε άνθρωπος όπου μπορεί και σε ό, τι φτιάχνει, πόσο μάλλον ο δημιουργός σε ένα σπίτι, σε μια μετάφραση, σε μια χειρονομία, σε έναν έρωτα, να ξέρει να βάζει αυτό το «απροσδιόριστο κάτι», που μόνο μια καλή μοίρα, μια μούσα ή μια έμπνευση, είναι ικανή να σου χαρίσει. Στη Πολιτεία του, ο Πλάτωνας λέει: «τα καλά και τα ευσχήμονα». Σκέψου το….» μου είπε, κλείνοντας τα μάτια του.
Δεν ήθελε να κοιμηθεί. Ήθελε να μείνει μόνος. Ήξερα πια καλά το κόλπο του. Εκεί που σε άκουγε, εκεί που συζητούσε με κάποιον, όταν ήθελε να μείνει μόνος του, έκλεινε σιγά- σιγά τα μάτια του και προσποιούταν πως τον έπαιρνε ο ύπνος. Από ευγένεια, έφευγες μόνος και η Σούλα, η οποία δεν κοιμόταν αν δεν έκλεινε την πόρτα, σε ξεπροβόδιζε για να κλειδώσει πίσω σου.
Αυτή τη μέρα με άφησε άφωνο. Μέχρι να φτάσω σπίτι, τριγυρνούσε στο μυαλό μου… «τα καλά και τα ευσχήμονα»… αλλά πώς το εννοούσε;

25. Η Σιωπή  
Τον τελευταίο καιρό ήταν ιδιαίτερα πνευματώδης. Έβγαζε μια σοφία και αυτές οι στιγμές ήταν τόσο σπάνιες αλλά και επικίνδυνες. Σε κέρδιζε όχι μόνο με την λεπτότητά του, τις κινήσεις του ή τις χειρονομίες του, αλλά και με την φινέτσα της σκέψης του.
Αγάπησε την Ελλάδα ο Αλέξανδρος Ιόλας. Γι’ αυτό ήρθε να μείνει εδώ. Ήταν σαν τον Οδυσσέα, ο οποίος αφού γύρισε τον κόσμο κι έζησε διάφορες περιπέτειες , ήρθε να πεθάνει στον τόπο του. Ήξερε καλά την ανάγκη του Έλληνα, ήξερε την φτώχεια του, τις περιπέτειές του. Όπως ήξερε καλά ότι έδωσε στις εικαστικές τέχνες, στην ποίηση και τη λογοτεχνία.
-«Ε, λοιπόν, αυτός ο λαός δεν φταίει, όταν στέκει ανίκανη η πολιτεία για να νιώσει ότι η παιδεία θα ανυψώσει, και μόνο αυτή, τον δύσθυμο Έλληνα.»
Ήταν ένα από τα ανεπανάληπτα ξεσπάσματά του σε στιγμές εντάσεως. Ήξερα ότι του άρεσε να υπερβάλει, αλλά ήταν θεατρικός. Έτσι ένοιωθε. Έτσι ήταν η ενέργειά του, όταν είχε μπόλικη δόση μέσα του.
-«Με τι είστε ερωτευμένος πιο πολύ;» τον ρώτησα λίγο μετά το γεύμα με τον Κώστα Ταχτσή, στη κουζίνα του στην Αγία Παρασκευή.
-«Παιδί μου, η ερωτική μου επιτυχία έχει καταπραΰνει τις καταθλιπτικές προθέσεις μου εδώ και χρόνια τώρα. Τώρα είμαι ερωτευμένος με τη δουλειά μου, το Μουσείο το Μιλάνο, δεν έχω χρόνο για έρωτες πια.»
Συνήθιζε να δίνει μονολεκτικές απαντήσεις. Συνήθως σιωπούσε. Αν δεν υπήρχε λόγος, δεν άνοιγε το στόμα του να πει μια λέξη. Τον ρώτησα εκείνο το μεσημέρι για τη στάση του αυτή.
-«Όταν σκέφτεσαι, όταν δουλεύεις, δουλεύεις μέσα στη σιωπή, όχι στο θόρυβο. Στη σιωπή, οικοδομείς, ο θόρυβος σε σβήνει.»
Μισούσε θανάσιμα την ραθυμία, την νωχελικότητα και την επιπολαιότητα. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω γιατί κατόρθωσε όσα κατόρθωσε. Στην ουσία ήταν ένας εργάτης, ο οποίος εργαζόταν σκληρά για το σώμα του και το πνεύμα του. Δε κολάκευε τους καλλιτέχνες του. Ούτε τους ανθρώπους που αγαπούσε. Τους έλεγε μόνο την αλήθεια.
-«Όλοι είμαστε εργάτες. Άλλοι δουλεύουμε στη σιωπή, άλλοι στο θόρυβο.»
Ήταν μαγικός για ακόμη μια φορά. 

26 …Ας μιλήσουμε για Τέχνη…

Ήταν η καταλληλότερη στιγμή να μιλήσουμε για τέχνη. Για την δημιουργία μέσα στη σιωπή.
-«Μα η ίδια τα έργα τέχνης είναι τόσο αυτόνομα. Η αξία κάθε έργου τέχνης δεν εξαρτάται από την κατανόηση κανενός. Αυτά τα λένε οι θεωρητικές τέχνες, τις οποίες οι καλλιτέχνες τις έχουν χεσμένες. Τα μεγαλύτερα έργα τέχνης δεν είναι προσιτά στο ευρύ κοινό. Τα μεγάλα έργα συγκινούν λίγους. Δε λέω, υπάρχει και η ευπρόσιτη τέχνη, η οποία είναι φτιαγμένη για να συγκινεί τους πολλούς. Τα σέβομαι και τα δύο. Θα προτιμούσα, όμως, το πλήθος να ανατραφεί αισθητικά, προκειμένου να εκτιμήσει το μεγαλείο ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Οι Γερμανοί άργησαν να καταλάβουν τους Σουρεαλιστές. Τους βρίζανε. Τους ανάγκασαν να φύγουν. Στην Αμερική το ίδιο… «η Γερμαναρού η Τέχνη» έλεγαν. Έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια, προκειμένου να αντιληφθούν το μεγαλείο του Σουρεαλισμού.»
Είχε περάσει η ώρα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο Κώστας Ταχτσής σηκώθηκε να φύγει. Θα έφευγα κι εγώ. Τον καληνύχτισα, φιλώντας τον στα μάγουλα. Του άρεσε να τον φιλάνε.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας με την αγαπημένη του Φρύνη δίπλα σε ενα γλυπτο του MATTA…

27. Η επιλογή και το «ωραίο»
-«Γιατί διαλέξατε να γυρίσετε στην Ελλάδα για να ζήσετε τα υπόλοιπά σας χρόνια; Γιατί την Ελλάδα;» τον ρώτησα για μια ακόμη φορά καθώς περπατούσαμε στην παραλία, μαζί με τον αγαπημένο του, Αντρέ Μουργκ, ο οποίος είχε φτάσει από το Παρίσι για τα εγκαίνια της έκθεσης, με τα έργα της δωρεάς του στο Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο τότε στεγαζόταν στις εγκαταστάσεις της κεραμοποιίας Φίλκεραμ Τζόνσον, λίγο έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης στο δρόμο για το αεροδρόμιο.
-«Έλα ντε! γιατί διάλεξα την Ελλάδα. Μα για το φώς της βέβαια! Γιατί είναι η μόνη χώρα που είναι ουρανός. Ενώνει τη γη με τη θάλασσα, καταλαβαίνεις, και γιατί αυτό το φώς είναι μέσα μας. Είναι ψυχικό φώς αυτό, κάτι σαν Ολύμπιος θεός, αυτό μου το είχε πει ο Κωστής Παλαμάς, όταν ήρθα για πρώτη φορά 17 χρονών, ενώ ο Άγγελος Σικελιανός μου μίλησε για την τραγικότητα της ελληνικής φύσεως που είναι η τραγικότητα ζωής και ανθρώπου. Ίσως έπρεπε να περάσω αυτή τη δοκιμασία».
Ο λόγος του ήταν βαθύς. Είχε αυτή την πίκρα της αθλιότητας, στην οποία είχε καταδικαστεί να ζήσει στα τελευταία χρόνια της ζωής του εξ’ αιτίας μιας κουστωδίας αθλίων τύπων, οι οποίοι από εφημερίδα σε εφημερίδα, έφτυναν τις ροχάλες τους μαζί με την τερηδόνα τους, φωνάζοντας απολειφάδια κουτσομπολιών και χιλιοειπωμένων συκοφαντιών.
Η επίσημη αυτή αθλιότητα απλωνόταν στα πρωτοσέλιδα του τύπου και ούτε αυτές τις μέρες, που γεννιόταν ένα νέο μουσείο, οι εφημερίδες δεν έγραψαν λέξη. Δε λέω να ζητήσουν συγνώμη αλλά αυτό που με ενοχλούσε αφάνταστα ήταν η χυδαιότητά τους.
Είχε δίκιο. Για ποιο φώς όμως μιλάει; Ποια ελληνική φύση; Αυτή στάζει μόνο αίμα, πόνο, οργή και δάκρυα.
-«Σας αρέσει που ζείτε την τραγική όψη της ελληνικής φύσεως;»
-«Όχι, διόλου. Λυπάμαι μόνο γιατί έχουν πάρει στα σοβαρά τις καταγγελίες ενός ψυχασθενούς και τις έχουν κάνει κομποσκοίνι. Ένα πλήθος μικρόκοσμων, τραγικών μικρόκοσμων, δεν επιτρέπουν σε αυτή τη χώρα να δείξει ένα άλλο πρόσωπο στον κόσμο. Αυτό είναι τραγωδία.»
Ήταν ήσυχη νύχτα στη Θεσσαλονίκη. Μπροστά μας ένας νεαρός είχε βγάλει βόλτα το σκύλο του και ο Αντρέ θυμήθηκε τα σκυλάκια του στο Παρίσι..
Στηριζόταν στα μπράτσα μας. Περπατούσαμε σχετικά αργά. Η πόλη είχε αρχίσει να ησυχάζει. Είχαν λιγοστέψει και τα αυτοκίνητα στους δρόμους. Αρχίσαμε να επιστρέφουμε σιγά- σιγά στο ξενοδοχείο με τα πόδια. Την επομένη ήταν τα εγκαίνια του Μακεδονικού Κέντρου, που έχει γίνει Μουσείο σήμερα.
Θέατρο. Ερωτισμός. Αυτά ήταν που τον χαρακτήριζαν. Είχε μια σχέση εκρηκτική με τα έργα τέχνης, τους ανθρώπους, τα σκυλιά του. Σχετίστηκε με της μεγαλύτερες μορφές του αιώνα, εμπλουτίζοντας την εσωτερική του αρχιτεκτονική. Μου άρεσε που ήταν ο εαυτός του. Το πάθος του για την ομορφιά, όπου κι αν την εύρισκε, τον έκανε ευτυχισμένο. Αγάπησε και αγαπήθηκε από χυδαίους ανθρώπους, αλλά επίσης από αγνούς και τίμιους.
Μου άρεσε που κινούνταν στα άκρα. Δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ μέτριος.
«Η μόνη φύση που παραδέχομαι είναι το ανθρώπινο σώμα» μου έλεγε συχνά. Παθιαζόταν με το παραμικρό. Στο μυαλό του, μόνο εκπλήξεις. Δεν μπορούσες να μαντέψεις την επόμενή του κίνηση. Την επόμενη ιδέα του… την επόμενη λέξη του. Σε άφηνε άφωνο. Πέθαινε να σοκάρει, να ταράζει τα νερά. Ακόμα και στον έρωτα. Ήταν έτοιμος να ερωτευτεί ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Του άρεσε να είναι πάντα στη Σκηνή. Στη σκηνή ήταν πάντα. Από εκεί ξεκίνησε. Από χορευτής και αργότερα ήταν επί σκηνής ως ιμπρεσάριος τέχνης. Χορογραφούσε τη ζωή του. Η ίδια του η ζωή ήταν μια παράσταση. Οι έξοδοι του από το σπίτι, ήταν μια παράσταση. Ακόμα και οι πράξεις οι ερωτικές.
«Είναι παράσταση ο τρόπος που κάνεις έρωτα… είτε είσαι από πάνω, είτε είσαι από κάτω… πρέπει να είσαι πρωταγωνιστής. Πρέπει να το κάνεις… τέλεια! Χωρίς αναστολές! Στον έρωτα είσαι. Δε γίνεσαι.»
Ήταν τόσο Αλεξανδρινός. Τον έβλεπα. Ζούσε στην αντίφαση και στην αγορά… κι αυτό με γοήτευε. Δε γοήτευε μόνο εμένα. Όλο τον κόσμο γοήτευε. Πουλούσε τη γοητεία του, και μέσα από αυτή, τον καλλιτέχνη. Πουλούσε, δηλαδή, ακόμη και τον έρωτα που είχε για τα έργα τέχνης. Έκανε τον άλλον να ερωτευτεί ό, τι πουλούσε.

28. Αλήθειες και Ψέματα

-«Έχετε πει ψέματα, Ιόλα;» τον ρώτησα.
-«Ου..! Είμαι ο μεγαλύτερος ψεύτης. Λέω ψέματα αλλά δεν είμαι ψεύτης. Λέω αλήθειες μέσα από τα ψέματα.»
Αν χρειαζόταν να βρεθεί μια επωδός για το «έπος» Ιόλα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτή που συχνότερα χρησιμοποιούσε ο ίδιος για τον εαυτό του, όταν ομολογούσε αυτάρεσκα: «Είμαι ο μεγαλύτερος ψεύτης στον κόσμο». Άνθρωπος των “true lies” που υποστήριζε ότι το ψέμα δεν είναι τίποτα άλλο από μια αποδεδειγμένη αλήθεια (που περιμένει να γίνει αποδεκτή με τον καιρό).
Η αλήθεια υποστήριζε ότι δεν ήταν μία, εφόσον ανακαλύψεις οποιαδήποτε από τις εκδοχές της. Πρέπει να την χρησιμοποιήσεις για να επιτύχεις τον στόχο σου. Ο ίδιος έλεγε μονίμως ψέματα που επαληθευόντουσαν μετά από λίγο.
Η ιδιότητα του ψεύτη συνδυαζόταν ιδανικά με τον Δον-Ζουανισμό του Ιόλα, την πνευματική και σαρκική σαγήνη που ασκούσε σε αυτούς που αποφάσιζε να προσεγγίσει. Ουσιαστικά τον οποιοδήποτε που διέθετε φαντασία. Στην απάντηση του «τι νέα έχεις», έπρεπε να τον διασκεδάσεις. Είχες αυτή τη συναίσθηση του χρέους. Έπρεπε να επινοήσεις νέα, αυτή η συναίσθηση σε έκανε να νοιώθεις υπόχρεος, δεμένος μαζί του. Ρουφούσε την ενέργεια σαν βαμπίρ. Όλη την ενέργεια ρουφούσε γύρω του. Ήταν μέρος της γοητείας του και ο τρόπος που ποτέ δεν έλεγε την γνώμη του ξεκάθαρα, προτού ερμηνεύσει τη γνώμη του άλλου.

Νίκος Σταθούλης, Αλέξανδρος Ιόλας και Andy Warhol.

29. Novelo Finotti
Για πολλούς ο Αλέξανδρος Ιόλας εκπροσωπούσε ό, τι απεχθάνονταν στη σύγχρονη τέχνη: την άμοραλ εικόνα, τις βαριές γούνες και το διαρκές παιχνίδι με το κιτς, που σήμερα μοιάζουν γερασμένα και ενοχλητικά.
Ο Ιόλας ήταν γεννημένος για να είναι ηγέτης, είτε στο χορό- ως κορυφαίος- είτε ως ιμπρεσάριος τέχνης. Σε μια περίοδο που ο Σουρεαλισμός ήταν εδραιωμένος στην Ευρώπη, ο ίδιος έγινε η γέφυρα του κινήματος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, διαδίδοντας το έργο τους και αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Ήταν από τους πρώτους, που εκτίμησε τον Pollock και τον Wols, αλλά και τον De Chirico- τον οποίο οι Σουρεαλιστές είχαν αποκηρύξει, καθώς και το πρώιμο και ύστερο έργο του Πικάσο με τον οποίο υπήρξαν φίλοι στενοί. Φίλος στενός με τον Rene Magritte αλλά και πιστός φίλος με τον Max Ernst. Ήταν δε πρότυπο οι στενές σχέσεις μεταξύ ενός καλλιτέχνη και του art dealer του και κανείς μέχρι τότε δεν το είχε καταφέρει αυτό.
Το 1985 είχε καλέσει τον Ιταλό καλλιτέχνη Novelo Finotti στο σπίτι του, να φτιάξει το γλυπτό πορτραίτο του.
«Προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘60» θυμάται ο ιταλός καλλιτέχνης «κι ενώ πλησίαζα στο τέρμα της διαδρομής των τριάντα μου χρόνων, το υλικό που χρησιμοποιούσα ήταν ο μπρούτζος και έτσι για να τελειώσω τα γλυπτά μου, πήγαινα σε χυτήρια οπού χυνόταν σε καλούπια, τα έργα διάσημων συναδέλφων, ξεκινώντας από τον Miro και φτάνοντας μέχρι τον Dali. Μια μέρα, λοιπόν, συνέβη να συναντήσω έναν κύριο, ο οποίος φορούσε μια μακριά και πανάκριβη γούνα. Εκείνη την εποχή, τέτοιου είδους ντύσιμο δεν ήταν συνηθισμένο στους άντρες. Έτσι η περιέργεια μου προέκυψε σαν κάτι φυσιολογικό και έγινε ευχάριστα αποδεκτή από τον εν λόγω κύριο, ο οποίος μου συστήθηκε. Ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας, που είχαμε έρθει απ’ ευθείας από το Παρίσι για να επιβλέψει το χύσιμο σε καλούπι μερικών γλυπτών με την υπογραφή του Max Ernst- που εμένα, μια και τότε ήμουν παρασυρμένος από την ποιητική του σουρεαλισμού, και μου προκαλούσαν ανατριχίλες εξαιτίας των ασυνήθιστων, ιδιοφυών επινοήσεών τους.
Από τότε και για πολύ καιρό, δεν είχα ξανά νέα του, ώσπου μια νύχτα- μέσα του καλοκαιριού του 1975- ξύπνησα από ένα επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ήταν εκείνος. Ο Ιόλας. Με ρωτούσε σαν να συνεχίζαμε μια συζήτηση που είχαμε αφήσει στη μέση, μια ώρα πριν: «Finotti, αποφάσισα να οργανώσω μια έκθεσή σου, προσωπική, στην γκαλερί μου στο Μιλάνο. Συμφωνείς; Είσαι έτοιμος;».
Έτσι λοιπόν αντιμετωπίσαμε την πρώτη μας αυτή την καλλιτεχνική περιπέτεια που, όπως συνηθίζεται να λέγεται, έτυχε μεγάλης αναγνώρισης του κοινού και της κριτικής. Η προσωπικότητά του ακτινοβολούσε, συχνά με μια «αυλή» για συνοδεία του, εξίσου διάσημα στους διεθνείς κύκλους, με τη σοπράνο Μαρία Κάλλας και τον Αριστοτέλη Ωνάση. Όμως τον Ιόλα τον γνώρισα αληθινά μόνο όταν με κάλεσε στην Αθήνα, στο μαρμάρινο σπίτι του. Αυτό το υπέροχο loft μέσα στο οποίο αναδυόταν ολόκληρη η «ραδιούργα» προσωπικότητά του.
Αντιλήφθηκα με πόση ειρωνεία, οξυδέρκεια και αυθάδεια, κατάφερνε να κάνει να συμβιώνουν έργα πολιτισμών, που από οποιαδήποτε άποψη, ήταν υπερβολικά απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλον. Από τους Ασσυρο- βαβυλώνιους στους Αιγύπτιους, από την αρχαία Ελλάδα στη Ρώμη. Από τους Βυζαντινούς στην Αναγέννηση.
Με όλα αυτά δημιούργησε ένα ακόμη έργο τέχνης, ένα δικό του έργο τέχνης, το δικό του αριστούργημα. Φαινομενικά τολμηρές προσεγγίσεις, ζευγαρωμένα ανάμεσα σε λουλούδια, αντικείμενα, έπιπλα, χαρακτηρίζοντας την έκρηξη μιας δημιουργικότητας χωρίς δισταγμό.
Σε μένα συμπεριφερόταν όπως ο Σωκράτης στους μαθητές του, ακολουθώντας την τέχνη της μαιευτικής, αναλαμβάνοντας το ρόλο της μαμής του πνεύματος και αντλούσε από τον καθένα ό, τι καλύτερο. Με ωθούσε με ευγενή σιγουριά στην υλοποίηση συγκεκριμένων γλυπτών που εκείνος «έβλεπε» και «ζούσε», πριν εγώ αρχίσω να λαξεύω το υλικό μου, αποσπώντας από την τεχνική και τη φαντασία μου όλα όσα εγώ ο ίδιος δε γνώριζα ότι κατέχω.
Έτσι συμπεριφέρονταν και στον υπόλοιπο κόσμο, όχι μόνο με τους καλλιτέχνες. Προσωπικότητα από πολλές απόψεις τυχοδιωκτική, για άλλους αναγεννησιακή, ένας μαικήνας πρίγκιπας ή καρδινάλιος, ένας άρχοντας. Ένας μεγάλος διευθυντής ορχήστρας που κατάφερνε να συγκλονίζει τους διάφορους σολίστες, σεβόμενος όμως την προσωπικότητα του καθενός.»

Ο Αλέξης Ακριθάκης με τον Αλέξανδρο Ιόλα στη Θεσσαλονίκη. 1985
30.  Η προτομή
Στα 1977 ο Αλέξανδρος Ιόλας κάλεσε τον Novelo στη Νέα Υόρκη, στην γκαλερί του στην Park Avenue, όπου οργάνωσε την ατομική έκθεσή του και τον παρακολουθούσε βήμα- βήμα, ενώ υλοποιούσε τα γλυπτά του, τα οποία προορίζονταν για την Sala της Biennale της Βενετίας στα 1984. Το 1985 άρχιζε να μεταφέρει στα γλυπτά του τις ιδέες του Αλέξανδρου Ιόλα (καρέκλες, τραπέζια, ντιβάνια).
Την ίδια χρονιά, στην Αγία Παρασκευή ο καλλιτέχνης άρχισε να σμιλεύει το πορτραίτο του. Το πορτραίτο φιλοτεχνήθηκε στο πρώτο δωμάτιο του Μουσείου, το οποίο επικοινωνούσε με την πόρτα της κουζίνας.
Ήταν ανοιχτή η μπαλκονόπορτα της αίθουσας, που έβλεπε στα πλακόστρωτα και τις συστάδες με τις ύστερο- ελληνικές κολώνες και τους βωμούς. Εισέβαλε από παντού το φως και χτύπαγε στο πρόσωπο τον Ιόλα, ο οποίος πόζαρε στον Ιταλό γλύπτη.
Ο Λάζαρος Πολίτης παρακολουθούσε την εξέλιξη της λαξεύσεως του πορτραίτου επάνω στον πηλό. Ο Λάζαρος ήταν ένα από τα αγαπημένα του παιδιά. Τον Λάζαρο τον είχε γνωρίσει από τον φίλο του ενδυματολόγο, Γιώργο Σκαληνό, ο οποίος πέθανε νωρίς. Τον αγαπούσε πολύ τον Λάζαρο, από την πρώτη φορά που τον είδε, κάτι σκίρτησε μέσα στον Ιόλα και τον πήρε μαζί του. Κι ο Λάζαρος τον αγαπούσε βέβαια αφού του άλλαξε τη ζωή.
«Γρήγορα μπήκα σε νέους κύκλους ανθρώπων, από την πρώτη στιγμή που γνώρισα τον Αλέξανδρο Ιόλα. Ήταν κοντά στην πλησιέστερη, προς την ιδανική μορφή ανθρώπου. Έκανε καλές και τίμιες εξηγήσεις και το κυριότερο, αντιμετώπιζε με ευγένεια τα πάντα. Είχε πολλές και τεράστιες γνώσεις. Ό, τι γνώριζε, το γνώριζε καλά, ιστορικές, θεατρικές, χορευτικές, μουσικές. Διάβαζε πολύ και αγαπούσε την Ελλάδα. Αν κάτι τον ενοχλούσε αφάνταστα, ήταν η ανικανότητα των πολιτικών να κυβερνούν τον λαό τους.
Είχε σπάνια σιγουριά και ισορροπία αλλά και μια επιπολαιότητα, καθώς ανά πάσα ώρα και στιγμή ήταν έτοιμος για μια νέα ερωτική γνωριμία. Κοιμόταν λίγες ώρες, διάβαζε πολλές και είχε συνέχεια ραντεβού με συλλέκτες, γκαλερίστες, καλλιτέχνες.
Ξέρει να μιλάει. Σε μαγεύει με τις γνώσεις του. Οι καλλιτέχνες νοιώθουν δυνατοί κοντά του. Όλοι τους δημιούργησαν κοντά του τα καλύτερα έργα τους. Ήταν οι καλύτερές τους εποχές. Οι ξένοι καλλιτέχνες τον λάτρευαν. Οι Έλληνες αντίθετα δεν λένε καλό λόγο για αυτόν. Δεν τον νοιάζει όμως. «Είναι ζήτημα παιδείας», όπως λέει συχνά. Για μένα ο Αλέξανδρος Ιόλας, είναι από μόνος του ένα σχολείο. Η δραστηριότητά του ήταν διαρκής.»    

[αύριο η συνέχεια]
το βιβλίο του Νίκου Σταθούλη “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΟΛΑΣ : Η ΖΩΗ ΜΟΥ” δημοσιεύεται σε καθημερινές συνέχειες  στη “ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ” με την ευγενική άδεια του συγγραφέα.

Ανακτήθηκε στις 09-06-2020 από: https://www.bibliotheque.gr/article/31292

Σχολιάστε