
31. Λάζαρος Πολίτης
Ο ζωγράφος Novelo Finotti, σκάλιζε το πορτραίτο του. Ο Αλέξανδρος Ιόλας πόζαρε και δεν μιλούσε. Εγώ με τον Λάζαρο στην κουζίνα και τη Σούλα να μαγειρεύει κουνέλι λεμονάτο με δεντρολίβανο από τους κήπους του σπιτιού του.
«Καθιέρωσε πολλούς καλλιτέχνες. Όλοι τους γίνανε πλούσιοι και διάσημοι. Όταν πρωτοβγήκε ο Ιόλας στην ελληνική αγορά με την γκαλερί «Ιόλας- Ζαμπουλάκης», ο Φασιανός πούλαγε ελάχιστα 50 000 δρχ. Είπε ότι τα έργα του, άξιζαν 500.000 δραχμές!
-«Ιόλα είσαι τρελός… με 500.000 δεν θα πουλήσουμε τίποτα!» του έλεγε ο Φασιανός.
Πουλήθηκαν και τα ντουβάρια της γκαλερί! Είναι μάγος σε αυτά. Όταν οργανώνει μια έκθεση, δεν βασίζεται μόνο στην Αθήνα. Φέρνει ανθρώπους από το Παρίσι, από την Ευρώπη, τους οποίους πείθει, όχι μόνο να αγοράσουν έργα αλλά και να αγοράσουν και ένα σπίτι στην Ελλάδα, σε ένα νησί και να τα βάλουν εκεί. Και το έκαναν!!
Το έκανε ήδη η Madam Gruner, όπου στο Πόρτο- Χέλι αγόρασε μια παραλία 300 στρεμμάτων, δημιούργησε μια βιβλιοθήκη στο χωριό και στο σπίτι της έβαλε έργα του Τάκη, του Παύλου, του Ακριθάκη, του Φασιανού και πολλών άλλων
Ο Ιόλας από μόνος του, επειδή αγαπάει την Ελλάδα, κάνει και τους ξένους να την αγαπήσουν. Αγαπάει όσους έχουν ταλέντο. Πιστεύει, για παράδειγμα, πολύ τον Κώστα Ταχτσή. Γι’ αυτό τον έχει τόσα χρόνια δίπλα του. Πιστεύει ότι έχει τεράστιο ταλέντο, αυστηρή γλώσσα, μιλάει άπταιστα τα ελληνικά και είναι πολύ φίλος του. Γι’ αυτό τον βοηθάει οικονομικά, για να μπορεί να αφοσιώνεται στο ταλέντο του, στο γράψιμο.
Εντελώς ξαφνικά, αυτή η ηρεμία της σκέψης του Λάζαρου διακόπτεται από την παρουσία της αδερφής του, Νίκης Στάϊφελ, η οποία μπήκε από την πόρτα της κουζίνας.
-«Τι κάνετε εδώ; Πού είναι ο Ιόλας; Α… του φτιάχνει το πορτραίτο ο Finotti…» κοίταξε λίγο το τραπέζι που είχα τις σημειώσεις μου λέγοντας μου «Το βιβλίο γράφεις εσύ;» πηγαίνοντας προς την μεριά που μαγείρευε η Σούλα. Άνοιξε το καπάκι της κατσαρόλας που ετοιμαζόταν το κουνέλι με το δεντρολίβανο. Σαν υστερική, έφτυσε μέσα στην κατσαρόλα, φωνάζοντας: «Σκατά φαί!». Έκλεισε την κατσαρόλα και έφυγε.
Ευτυχώς ο Ιόλας δε κατάλαβε τι συνέβη και συνέχιζε ατάραχος να ποζάρει στον ιταλό καλλιτέχνη. Ο Λάζαρος γυρνώντας προς το μέρος μου, μου εκμυστηρεύτηκε:
«Την υπεραγαπά την αδερφή του ο Ιόλας γιατί είναι μόνη της. Τη πάντρεψε 4 φορές, δε θυμάμαι, πιστεύει ότι είναι ένα άρρωστο άτομο η Νίκη. Ένα άτομο που χρειάζεται βοήθεια, κι όμως την αγαπούσε. Τον νευρίαζε τόσο πολύ που μια μέρα της φόρεσε ένα καθρέφτη, κολάρο, βρίζοντάς την στα Γαλλικά! Τον έβγαζε εκτός εαυτού. Ήθελε να παίρνει από το σπίτι τα πάντα. Κάνει τα αδύνατα δυνατά για την καταστροφή του.
«Μου άλλαξε ριζικά τη ζωή», θα μου πει το ίδιο απόγευμα στον κήπο του Ιόλα, ο Λάζαρος. «Νόμιζα τότε ότι ήμουν κάποιος και δεν ήμουν τίποτα. Με έκανε να ξεχάσω τελείως τον παλιό μου εαυτό κι άρχισα να προσαρμόζομαι σε ένα εντελώς καινούργιο τρόπο ζωής. Τότε δεν έμενε στην Ελλάδα, γιατί τις γκαλερί του ο Ιόλας τις είχε στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά την επισκεπτόμουν συχνά».
«Ήθελε να σε ψάχνει μέχρι τη ρίζα σου. Όταν σε γνώριζε, ήθελε να ξέρει για το σπίτι σου, τους γονείς σου, τα αδέρφια σου, τα πάντα. Δεν ενδιαφερόταν μόνο για σένα, αλλά για όλους τους ανθρώπους που σε περιέβαλλαν. Η οικογένειά σου ήταν και δική του. Κατάλαβα από τον Ιόλα ότι ο άνθρωπος κάθε μέρα που περνά μεταβάλλεται.

Θυμάμαι πάντα ότι, όταν ο διπλανός του, όποιος κι αν ήταν αυτός, είχε ανάγκη από οτιδήποτε, έσπευδε ο Ιόλας να βοηθήσει. Το Πάσχα και τα Χριστούγεννα έκανε παραγγελίες στο Ζαχαροπλαστείο «Elidor» στη πλατεία της Αγίας Παρασκευής να του ετοιμάσουν πενήντα- εκατό τσουρέκια. Είχε λοιπόν κάτι φακέλους και μέσα έβαζε χρήματα, και έστελνε τα παιδιά σε κάτι απίστευτες γειτονιές να μοιράσουν στις διευθύνσεις της λίστας από ένα φάκελο και ένα μεγάλο τσουρέκι, χωρίς να ξέρει κανείς ποιος είναι αυτός που τα στέλνει αυτά τα δώρα κάθε Χριστούγεννα.
Η ευαισθησία του υπήρξε μνημειώδης. Ήταν ευαίσθητος και συγχρόνως πολύ δυνατός. Μπορούσε να του πονέσει το δόντι και να βάλει ένα καρφί και να το βγάλει, και να δει παράλληλα λίγο αίμα και να λιποθυμήσει. Αλλά όταν αποφάσιζε να κάνει κάτι, το έκανε. Δεν πιστεύεις τι δυνάμεις έχει αυτός ο άνθρωπος μέσα του.
Είχε ένα πρότυπο. Ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Είχε ρουφήξει ολόκληρη τη διεθνή βιβλιογραφία γι’ αυτόν. Είχε παραγγείλει στους περισσότερους ζωγράφους να του κάνουν έργα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, άλλαξε το μικρό του όνομα σε «Αλέξανδρος», και πάντα δίπλα στο κρεβάτι του είχε ένα καινούργιο βιβλίο για τον Μακεδόνα στρατηλάτη. Δεν υπήρχε περίπτωση στη ζωή του που να μην ανέφερε το παράδειγμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
«Ήθελε να φτιάξει έναν καλλιτεχνικό χώρο στην Αγία Παρασκευή», «Ήθελε οι ζωγράφοι του να κατοικούν κοντά του, να έχουν τα εργαστήριά τους και τα σπίτια τους δίπλα ου, να κάνει κάτι σαν «Αλεξάνδρεια της Τέχνης». Είχε αρκετά στρέμματα στη Αγία Παρασκευή. Τότε ο αρχιτέκτονας Μανώλης Καραντινός διαμόρφωνε την επάνω πτέρυγα του σπιτιού και το σχέδιό του τον είχε εμπνεύσει. Έδωσε λοιπόν το πρώτο οικόπεδο στον ζωγράφο Παύλο, και σχεδίαζε να έρθουν να κατοικήσουν όλοι οι καλλιτέχνες μαζί.
«Είχε πολλά ελαττώματα ο Ιόλας», θα παραδεχτεί ο Λάζαρος. «Το πρώτο του ελάττωμα ήταν η αδυναμία του στους ανθρώπους. Έδειχνε τεράστια αδυναμία και αυτό το πλήρωνε ακριβά. Αν τον εκμεταλλεύτηκαν πολλοί, ήταν από τις αδυναμίες του. Δεν είχε κακό στο μυαλό του ποτέ. Ο σκοπός του ήταν να βοηθήσει τους καλλιτέχνες και όχι μόνο να τους εμπορευτεί. Ήταν ευτυχισμένος μόνο όταν οι ζωγράφοι και οι γλύπτες γύρω του ήταν ευχαριστημένοι, όταν το σπίτι είχε κόσμο, όταν τον αγαπούσαν οι άνθρωποι, και ιδίως οι καλλιτέχνες.»
«Πουλούσα κάτι που αγαπούσα, την τέχνη. Εγώ δεν είχα ανάγκη περισσότερο από πεντακόσιες δραχμές τη μέρα. Όταν όμως οι άνθρωποι γύρω μου και οι καλλιτέχνες είχαν προβλήματα, οικογένεια, παιδιά, έξοδα, τι πιο απλό από το να τους δώσεις μια βοήθεια και να τους κάνεις ευτυχισμένους.» θα μου εκμυστηρευτεί ένα από τα πολλά απογεύματα στο σπίτι του.
«Ήταν αθώος σαν μικρό παιδί. Μπορούσες να τον γελάσεις, δεν ήταν πονηρός», θα μου πει ο Tinguely λίγο πριν πεθάνει. «Και μπορούσε, με το που θα σε δει, να καταλάβει τι σκέφτεσαι. Του έλεγες: «Καλημέρα», και ήξερε αν κάτι θέλεις, αν κάτι σου συνέβαινε, αν έχεις ανάγκη από κάτι, αν σε απασχολεί κάτι, ή ακόμα αν τον κοροϊδεύεις.»
«Όταν πρωτοείδα τον Αλέξανδρο Ιόλα στου Γιώργου του Σκαλιντό, τα μάτια του ήταν σα διαμάντια», θα τονίσει ο Λάζαρος Πολίτης. «Η εμφάνισή του ήταν λόρδου, νόμιζα ότι έβλεπα δυο μεγάλα διαμάντια να φωσφορίζουν, ήταν γοητευτικός. Όταν σε κοίταζε, η ματιά του άγγιζε την καρδιά σου, την ψυχή σου, έβλεπες τη δύναμή του, σ’ έκανε κουρέλι ο μαγνητισμός του. Είναι αλήθεια ότι ένιωθα μεγάλο ερωτισμό για τον Ιόλα και αυτός για μένα. Μ’ έπαιρνε στις τρείς η ώρα το πρωί στο σπίτι και μου ‘λεγε: «Τι κάνεις;», ανησυχούσα κι έτρεχα κοντά του. Δεν μπορούσε να είναι μόνος του.
Πίστευε πολύ στη μοίρα, και ειδικά στα κοσμήματα, στο χρυσό και στα διαμάντια, στα χαρτιά, στον καφέ. Του άρεσαν υπερβολικά τα κοσμήματα, και κάθε κόσμημα το φορούσε για διαφορετικό λόγο. Ήξερε πολύ καλά να διαβάζει το χέρι σου και ήταν γνώστης όλων των χαρτιών, ιδιαίτερα μάλιστα ήξερε τα πάντα για τα ζώδια.
Περνούσε ολόκληρα πρωινά, και μέρες ακόμη, στην κουζίνα του σπιτιού ρίχνοντας τις πασιέντζες του και που και που ερχόταν στο σπίτι η καφετζού από τη Ρώμη, το Παρίσι, την Αίγυπτο, ή την Τουρκία. Είχε και μία στη Θεσσαλονίκη, την οποία επισκεπτόταν τακτικά. Ήταν προληπτικός. Ποτέ δεν ταξίδευε στις 13 του μηνός, ποτέ δεν κοιμόταν σε δωμάτιο 13, μισούσε τον Ποσειδώνα για τον οποίο έλεγε ότι ήταν ένα χθόνιος θεός, πολύ ισχυρός και ισοδύναμος του Δία, ενώ λάτρευε τον Δελφίνιο Απόλλωνα, για τον οποίο έλεγε πάντοτε τα καλύτερα λόγια.»

32. Brooks Jackson
Έναν από τους ανθρώπους που αγαπούσε πραγματικά στη ζωή του, ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν ο Brooks Jackson. Τον αγαπούσε ίσως περισσότερο και από τον Λάζαρο, τον Αντρέ και τον Γιώτη. Είχε ένα θείο χάρισμα από τότε που ήταν νεαρός χορευτής. Αυτό διέκρινε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Τον πήρε μαζί του. Στην αρχή σαν συνεργάτη του, στην συνέχεια ως διευθυντή στην γκαλερί του στη Νέα Υόρκη έως ότου του την χαρίσει και να γίνει ο ιδιοκτήτης της. Σε μια συνέντευξή του στον Paul Cummings το 1976, για το αρχείο της Αμερικάνικης Ιστορίας, ήταν αποκαλυπτικός.
«Ο Ιόλας ήταν Έλληνας, γεννημένος στην Αίγυπτο. Και ήρθε στη Νέα Υόρκη το ’43. Όταν ήρθε, ξεκίνησε την Αμερικανική Σχολή Μπαλέτου. Ήταν η μοναδική σχολή μπαλέτου τότε. Με τον Μπαλανσίν καθηγητή αλλά και άλλους Ρώσους καθηγητές.
Μου δόθηκε, μια υποτροφία τότε, με τη βοήθεια του Tchelitchew και μετά από ένα χρόνο, πριν να αρχίσω να χορεύω πάνω στη σκηνή, συνάντησα τον Ιόλα, που συμμετείχε στο μπαλέτο της εταιρείας για το μαρκήσιο de Cuevas.
Πρέπει να ήταν 1945… Όταν ιδρύθηκε η Εταιρεία Ballet από τον Μπαλανσίν και Λίνκολν Kirstein, και συμμετείχα και εγώ εκεί, μέχρι που έγινε το New York City Ballet, στο οποίο έμεινα μέχρι το 1955.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πριν γίνει το New York City Ballet, μιας και δεν υπήρχε πολύ δουλειά στο Μπαλέτο της Εταιρείας, έκανα Broadway και παρουσίαζα κάποια πράγματα στην τηλεόραση, όπως και ο Ed Sullivan.
Στη συνέχεια, λοιπόν, όταν σταμάτησα να χορεύω το 1955, Ιόλας μου είπε:, «Γιατί δεν εργάζεσαι μαζί μου; Και έτσι ξεκίνησα.
Η μεγαλύτερη επιρροή που είχα, είναι από τον Ιόλα. Έμαθα πολλά πράγματα από αυτόν… Όχι μόνο για την τέχνη, αλλά γενικά. Τουλάχιστον, εγώ προσπάθησα να πάρω από αυτόν τα καλά του και όχι τα αρνητικά του.
Ο Ιόλας γεννήθηκε στην Αίγυπτο από Έλληνες γονείς. Εκείνη την εποχή, υπήρχαν πολλοί Έλληνες στην Αίγυπτο. Στη συνέχεια, όμως, σιγά-σιγά οι Έλληνες άρχισαν να φεύγουν. Ο ίδιος νιώθει πολύ Έλληνας, και το όνειρό του είναι να βρεθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Αυτό ήθελε πάντα…
Το πότε γεννήθηκε, δεν το γνωρίζω. Κανείς δεν το ξέρει. Το διαβατήριό του, που είχα δει κρυφά, κάποτε, έλεγε ότι γεννήθηκε το 1917 . αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Πρέπει να είναι περισσότερο. Θα με σκοτώσει αν ακούσει να το λέω αυτό.
Αλλά όταν ο πατέρας της γυναίκας μου, της Adriana, και Ιόλας ήταν στην Elba, ένα καλοκαίρι, καθώς έκαναν βόλτα στην παραλία, ο Ιόλας είπε στον πατέρα της Adriana, ότι είχαν γεννηθεί την ίδια χρονιά. Ο πατέρας Adriana γεννήθηκε το 1901. Τώρα, αυτό κάνει τον Ιόλα, εβδομήντα πέντε χρονών. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι τόσο.
Αλλά, ακόμα κι έτσι, αυτός πρέπει να είναι εβδομήντα, εβδομήντα κάτι. Τέλος πάντων, αυτός δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχτεί τίποτα.
Ήρθε εδώ κατά τη διάρκεια του πολέμου και ήταν χορευτής. Χόρευε σε κάποιον θίασο στο Βέλγιο, σε ένα Μπαλέτο, και στη συνέχεια ήρθε εδώ για να χορέψει στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης.
Πριν από αυτό ήταν ο χορευτής με τη Φλωρεντία Myers, η οποία ήταν η κόρη του γραμματέα του Γενικού Λογιστηρίου, Myers. Και έκαναν ένα είδος μπαλέτου μαζί, σε διάφορα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, και στη συνέχεια, αφού χώρισαν, συνέχισε με τη Θεοδώρα Ρούσβελτ, η οποία τον ερωτεύτηκε. Έφτιαξε μια ομάδα, και έκαναν χορευτικά σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης.
Εκείνη την εποχή ο De Chirico του είχε σχεδιάσει ένα κοστούμι. Όλα του τα κοστούμια του τα σχεδίαζαν διάφοροι καλλιτέχνες, όπως ο Dali, ο Stuart Cheny, και άλλοι πολλοί. Κουστούμια για τις παραστάσεις που έκαναν αυτός και η Θεοδώρα.
Πήγαν και στη τη Νότια Αμερική για μια περιοδεία, και έκαναν το USO σόου. Αλλά και πριν από αυτήν, περιόδευσε σε όλη τη χώρα με το Ballet Theater, και με την Σχολή Μπαλέτου Dorothy Littlefield.
Δεν πήγε πίσω στην Ευρώπη το ’39…. Βέβαια, δεν πήγε κανείς πίσω στην Ευρώπη, μετά τον πόλεμο… Κάθισε εδώ για δέκα χρόνια περίπου και νομίζω ότι το πρώτο ταξίδι της επιστροφής του ήταν μετά που άνοιξε την πρώτη γκαλερί του.
Δεν είχε γνώσεις για όλους τους ζωγράφους και τους γλύπτες, αφού το ενδιαφέρον του αρχικά, ήταν ο χορός, γι ‘αυτό πρέπει να ήταν κάτι δυνατό, που πραγματικά αισθάνθηκε, και πήρε μαζί του κάποιους καλλιτέχνες, στους οποίους άρεσε αυτό το είδος της δυναμικής του προσωπικότητας.
Είχε πολλή ενέργεια μέσα του. Υποθέτω ότι είναι κληρονομική, επειδή ο πατέρας του ήταν σαν και αυτόν. Αν περπατούσες με τον πατέρα του, ήταν συνήθως ένα τετράγωνο μπροστά σου. Και Ιόλας είναι έτσι.
Όσον αφορά την οικογένειά του, δε μιλάει πολύ γι’ αυτήν. Είναι ένα είδος μυστηρίου… Αμφιβάλλω αν θα μάθει ποτέ κανείς την αλήθεια, αλλά γνωρίζω, ότι είχαν μια επιχείρηση βαμβακιού. Τώρα, τι σημαίνει ακριβώς αυτό, δεν ξέρω. Αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να παραδεχτεί κάτι τόσο ταπεινό. Θα πρέπει να κάνει κάποιος πολλή έρευνα πάνω σ’αυτό.
Πάντως, πρέπει να πω ότι αγαπάει πολύ την οικογένειά του και έχει διατηρήσει επαφές με ,τον αδελφό και τις αδελφές του, αλλά και με τον πατέρα του. Τους υποστηρίζει, βέβαια οικονομικά, όλα αυτά τα χρόνια, και από τότε που τέλειωσε ο πόλεμος, όταν τους είδε και πάλι, τους πήρε υπό την φροντίδα του, όλους και τις ανιψιές του και όλους.
Δεν έχει σημασία αν δεν είχε χρήματα τότε , αλλά κατάφερνε πάντα να τους τα στέλνει, και άρχισε σιγά- σιγά να φτιάχνει το σπίτι του στην Ελλάδα, το οποίο είναι σήμερα ένα απίστευτο ανάκτορο. Ήταν ένα δωμάτιο στην αρχή στη μέση ενός αμπελώνα.
Όταν ο Ιόλας ξεκίνησε να φτιάχνει το σπίτι του στην Ελλάδα, δεν είχε τίποτα. Ήταν απλά ένας χωματόδρομος, και μετάφεραν καθημερινά νερό για να έχουν. Δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα ακόμα. Τώρα είναι ένα απίστευτο σπίτι γεμάτο με απίστευτα πράγματα.
Αυτό δεν φαίνεται πάρα πολύ απ ‘έξω, είναι περισσότερο σαν ένα αραβικό σπίτι, ξέρετε, αλλά όταν μπεις μέσα, δεν μπορείς να πιστέψεις στα μάτια σου.
Και νομίζω ότι στο τέλος θα γίνει αυτό που ήθελε πάντοτε να κάνει, να το παραχωρήσει στην Ελλάδα ως μουσείο. Αυτό το είχε πάντα στο μυαλό του.
Μέσα έχει τα πάντα, κάθε είδους έργα, εκτός από σύγχρονη τέχνη. Σε κάποιες δημοπρασίες εδώ αγόρασε αρχαιότητες, αιγυπτιακή, Ελληνική και Ρωμαϊκή, ακόμη και κολώνες, και τα έστελνε όλα πίσω στην Ελλάδα.
Μέχρι και τα έπιπλα είναι από εδώ. Αγόραζε συνέχεια από όλες τις χώρες, από τη Γαλλία, από την Ιταλία, από την Ισπανία και από όλο τον κόσμο. Και έτσι, αυτό το σπίτι είναι γεμάτο με όλα αυτά τα πράγματα-με αντικείμενα τέχνης, ελεφαντόδοντα, εικόνες… ό, τι και να θέλεις, είναι όλα εκεί.
Είναι πραγματικά ένας μεγάλος συλλέκτης. Και είχε συλλέξει ήδη πολλά πράγματα πριν γίνει έμπορος Τέχνης. Ακόμα και όταν ήταν χορευτής, πάντα αγόραζε έπιπλα αντίκες και, μέσα σε ένα χρόνο, το σπίτι ήταν γεμάτο με έργα.
Έχει μέσα έργα της ιταλικής Αναγέννησης και του Μπαρόκ, με αγγέλους, κρεμασμένους, που πετούν σε όλο το σπίτι και κάτι μεγάλα θυμιατήρια, ξέρετε, κρέμονται πολυέλαιοι, και οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι, με το κόκκινο της Πομπηίας, από δίπλα έκανε και ένα δωμάτιο με κίτρινο χρώμα, με έργα της Αυτοκρατορίας και τη γαλλική περίοδο. Σε ένα σημείο του διαμερίσματος είχε σαράντα καρέκλες, όπου ο Ιόλας ποτέ δεν έχει καθίσει.
Πιθανώς γι ‘αυτό ο Μαγκρίτ ζωγράφισε το πορτρέτο του με ένα Homburg, το οποίο ο Ιόλας ποτέ δεν φορούσε και με ένα χαρτοφύλακα, και ένα πανωφόρι… Τον ονόμασε: «L’homme Assis», η εντύπωση που είχε δηλαδή ο Magritte, ότι ο Ιόλας ποτέ δεν καθόταν .
Αγαπά ό, τι και να κάνει. Πρέπει να έχει αυτόν τον ελληνικό χαρακτήρα, του να αγοράζει και να πουλάει. Είναι στο αίμα του.
Λατρεύει να διαπραγματεύεται. Μπορεί να διαπραγματεύεται μέχρι το σημείο που να καταλήγουν μερικές φορές οι πελάτες του, να πληρώνουν πολύ περισσότερο από το ποσό που είχε ξεκινήσει η διαπραγμάτευση.
Στην πραγματικότητα, ξεκίνησα να δουλεύω μαζί του το ’55. Αλλά πριν από αυτό είχα δουλέψει μαζί του και μέσα και έξω από την γκαλερί του. Τον βοηθούσα σε εξωτερικές δουλειές, όπως στο να πάρει την αλληλογραφία του, την αντιμετώπιση των φακέλων, να κολλήσει τα ένσημα, και τη σφράγιση τους και όλα αυτά.
Ο Ιόλας ήταν πάντα πολύ φιλόξενος στο σπίτι του, με τους πάντες, ακόμη και αν δεν τον είχαν βοηθήσει, και του άρεσε πολύ, να μαγειρεύει…
Δεν είχε πολλά χρήματα, αλλά μαγείρευε και έδινε σε όλους φαγητό και φρόντιζε να περνάνε όλοι καλά. Πριν κάνει λεφτά, πολλοί περνούσαν από το διαμέρισμα που έμενε στη Νέα Υόρκη, και διάσημα πρόσωπα , και με τίτλους και από όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Έχει ένα απίστευτο μάτι. Όχι μόνο για τη ζωγραφική. Είχε γούστο, μια ποιότητα . Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αλλά υποθέτω ότι γνώριζε τι ήθελε σε ένα Magritte ή Brauner, αλλά και από κάθε καλλιτέχνη. Έβλεπε το ταλέντο του και το έβγαζε στην επιφάνεια.
Ίσως ο Julian Levy είχε μεγάλη επιρροή επάνω του. Πρέπει να θαύμαζε τον Julian Levy πολύ. Νομίζω όμως ότι έπρεπε να υπάρχει κάτι μέσα του ήδη. Ακόμα και πριν τον Levy…
Στα πρώτα χρόνια της γκαλερί του δεν είχε ούτε ένα υπάλληλο, επειδή δεν υπήρχαν χρήματα. Συνήθιζε, λοιπόν, να έχει τους φίλους του να δουλεύουν στη γκαλερί, και μετά τους έκανε στο σπίτι του δείπνο για να τους ευχαριστήσει.
Θυμάμαι όταν πήγε για το πρώτο ταξίδι του στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο για να αγοράσει έργα, και επέστρεψε με ένα σωρό πράγματα. Με ένα Πικάσο… Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά.
Όταν έφτανε η ώρα του κλεισίματος της γκαλερί, έπρεπε να πάρει όλα τα έργα από εκεί, αλλά δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει, και γι ‘αυτό τον βοηθούσα εγώ.
Για μεγαλύτερη ασφάλεια, ο Ιόλας μεταφέρθηκε από 55th Street στο Ανατολικό 51 και 57th, και όταν έγινε η Αλέξανδρος Ιόλας, Inc., είχε μέσα έργα του Max Ernst και του Matta και πολλών άλλων διάσημων καλλιτεχνών, αλλά δεν είχε πουλήσει ούτε ένα έργο
Μετά η μια γκαλερί διαδεχόταν την άλλη… Σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική, του άξιζε όλο αυτό γιατί αγαπάει την Τέχνη και έχει δουλέψει πολύ πάνω σε αυτό.
Είναι ένας μοναδικός άνθρωπος, πολύ φιλικός και με μια ιδιαίτερη εξυπνάδα. Τον αγαπώ πολύ και τον εκτιμώ βαθύτατα. Μπορούσε να μιλήσει με τον οποιονδήποτε. Σε οποιαδήποτε γλώσσα. Και κυρίως με τον τρόπο της σκέψης του. Είχε ένα χάρισμα και καταλάβαινε πολλά πράγματα.
Του αρέσει να παίζει και με τους ανθρώπους αλλά και με τους καλλιτέχνες. Τους δίνει την έμφαση που χρειάζονται και μετά τους καθοδηγεί. Διασκεδάζοντας. Ο κόσμος είναι το παιχνίδι του.»

33. Με τους Ντε Μενίλ στο Grand Palais
Ο Ιόλας ήταν προσκεκλημένος του Προέδρου της Γαλλίας, Φρανσουά Μιτεράν και του υπουργού Πολιτισμού Ζαν Λανγκ, στο Παρίσι για την παρουσίαση ενός μέρους της συλλογής της Ντομινίκ Ντε Μενίλ. Η παρουσίαση θα γινόταν τον Απρίλιο του 1985 στο «Grand Palais» με τον τίτλο «La rime et la raison». Ο Ιόλας, μάλιστα, με σύστησε στην Ντομινίκ Ντε Μενίλ ως βιογράφο του.
Οι τεράστιες αφίσες με τον τίτλο «La rime et la raison» στόλιζαν τη γαλλική πρωτεύουσα και τα Ηλύσια είχαν πάρει μια όψη γιορτινή. Και δικαιολογημένα, αφού στο Παρίσι ο Ιόλας και η Ντομινίκ Ντε Μενίλ, η μεγαλύτερη συλλέκτρια του κόσμου, έδιναν μια ακόμη παράσταση. Δέκα χιλιάδες έργα τέχνης από την παλαιολιθική εποχή μέχρι σήμερα περίμεναν στο «Grand Palais» τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν και τον Γάλλο υπουργό Πολιτισμού, τον Ζακ Λανγκ, να εγκαινιάσουν την έκθεση.
Την προηγούμενη μέρα ο Μιτεράν είχε στείλει στον Ιόλα μια τεράστια ανθοδέσμη στο ξενοδοχείο «Georges II» και την επόμενη η Ντομινίκ Ντε Μενίλ με τον Αλέξανδρο Ιόλα ξεναγούσαν τον Γάλλο Πρόεδρο και τους επισήμους, όταν γυρνώντας προς το μέρος του Ιόλα, ο Μιτεράν του είπε: «Αγαπητέ Ιόλα , αυτή τη συλλογή θα τη ζήλευαν τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου».
Η έκθεση είχε προκαλέσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον και φυσικά το ενδιαφέρον του Τύπου. Στη Γαλλία η Μοντ και η Λιμπερασιόν αφιέρωναν επί μέρες ολοσέλιδα αφιερώματα και η γαλλική τηλεόραση φιλοξενούσε στο στούντιο του Antenne 2 την Ντομινίκ Ντε Μενίλ και τον Αλέξανδρο Ιόλα σε διαφορετικά προγράμματα.
«Πρώτη φορά είδα τόσους πολιτισμούς συγκεντρωμένους μαζί», είπε ο Γάλλος Πρόεδρος στον Ιόλα, ο οποίος του απάντησε: «Πρώτη φορά πολιτικός συγκινείται τόσο πολύ».
Δεν ήταν τυχαίο. Δίπλα στα έργα του 600 π.χ. , τα κυκλαδικά ειδώλια, η τέχνη των Μογγόλων, ζωόμορφες μάσκες και ξίφη Ινδιάνων από την Αμερική, έργα τέχνης από την Ινδία, την Πολυνησία, τη Μελανησία, την Κίνα, την Αυστραλία, τη Νέα Γουινέα, την Αφρική, αριστουργήματα του μινωικού πολιτισμού ανακατεμένα με Fernandez, Max Ernst, De Chirico, Miro, Picasso, Man Ray, Tanguy, Magritte, Brauner, Niki De Saint Phalle, Tinguely, Taki, Fontana, Matta, έκαναν χιλιάδες επισκέπτες ν’ απορούν για τον πλούτο της συλλογής. Η κυρία Ντε Μενίλ ήταν ιδιαίτερα ευτυχισμένη, όπως βέβαια και ο Ιόλας, ο οποίος είχε κερδίσει ένα ακόμη στοίχημα. Τότε ήταν και η στιγμή που της αποκάλυψε το μυστικό της επιτυχίας του, που είχε να κάνει με τη συλλογή της ντε Μενίλ. «Έφτιαξα το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής πουλώντας τις ιδέες μου που είχαν γίνει έργα!». Αργότερα έμαθα πως ο Ιόλας είχε πουλήσει στη Ντομινίκ Ντε Μενίλ εξήντα έργα Max Ernst και του Magritte, δέκα Brauner, Picasso αλλά και De Chirico, Andy Warhol, Matta, Niki De Saint Phalle, Jean Tingueli , ασιατική και αφρικανική τέχνη, ειδώλια, ελληνικά και ετρουσκικά γλυπτά.
Οι ρίζες της οικογένειας Ντε Μενίλ χάνονταν στα βάθη των αιώνων. Τετρακόσια χρόνια είναι γνωστή η οικογένεια των Γάλλων ευγενών, η οποία τα τελευταία χρόνια εκτός από την ομώνυμη τράπεζα,ασχολείται με επιχειρήσεις σε παγκόσμια κλίμακα, κρατώντας το μονοπώλιο των μηχανημάτων που κάνουν γεωτρήσεις για πετρέλαιο σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Πέρα όμως από τις επιχειρήσεις, η Ντομινίκ Ντε Μενίλ ήταν φιλότεχνη. Την αγάπη της για την τέχνη την όφειλε στον Αλέξανδρο Ιόλα.
Εκείνο το βράδυ, όταν τη ρώτησα ποιο ήταν το μυστικό της μοναδικής σε ποιότητα και αριθμό της συλλογής, μου απάντησε: «Μα βέβαια ο Ιόλας, ο οποίος με παρακίνησε. Εγώ απλώς εμπιστεύτηκα το ένστικτό του, την αγάπη και το πάθος του για την τέχνη, και η εμπιστοσύνη μου αυτή στο πρόσωπό του δεν πήγε χαμένη».
Στις 21 Απριλίου η Μοντ έγραψε: «Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν ο Μεγάλος Αφυπνιστής. Η Γαλλία και ο Σουρεαλισμός του οφείλουν πολλά. Ο κόσμος ξύπνησε χάρη στον Αλέξανδρο Ιόλα».
Όταν ο Ιόλας διάβασε την επομένη την Μοντ δεν εξεπλάγη καθόλου. «Μα πάντα οι Γάλλοι εκτιμούσαν τη δουλειά μου», θα πει, « το πρόβλημα είναι τι θα γίνει στην Ελλάδα, η οποία έβγαλε προς τα έξω το φως του πολιτισμού και δεν έχει σήμερα ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης. Μη νομίζεις ότι η Ντομινίκ είναι καμιά παθιασμένη με την τέχνη. Απλώς κατάλαβε ότι η τέχνη είναι για ολόκληρο τον κόσμο, γιατί αγαπούσε τον ίδιο τον κόσμο. Είχε τα χρήματα, αγόραζε για την συλλογή της, ήθελε να χτίσει μουσεία, να χαρίσει συλλογές, να κάνει ένα έργο πανανθρώπινο που στόχο να έχει τον άνθρωπο και την τέχνη του, μακριά από τις πολιτικές ίντριγκες και ιδεολογικές σκοπιμότητες».
Το στοίχημα είχε ήδη κερδηθεί.
Μετά την έκθεση, ο Ιόλας έδωσε ένα πάρτι στο «Maxim» για τριάντα άτομα προς τιμήν της Ντομινίκ ντε Μενίλ , η οποία έφτασε με μια μπεζ βιζόν. Συλλέκτες, διευθυντές μουσείων, κοντέσες αποτελούσαν την συντροφιά για τον Ιόλα.
Εκεί ήταν και ο Αντρέ Μουργκ, ένας από τους πιο αφοσιωμένος φίλος του Ιόλα. Γνώριζε τα χούγια του καλά. Τον ήξερε πάνω από τριάντα χρόνια και γνώριζε όλες τις πλευρές του, ενώ ποτέ δεν ξέχασε πως δίπλα του είχε ανδρωθεί…
-«Γνωρίζετε καλά ποιος είναι ο Ιόλας;» με ρώτησε στα εγκαίνια της έκθεσης.
-«Ίσως κάποτε τον καταλάβω.» του απάντησα.
-«Δεν θα τον μάθετε ποτέ.» μου είπε ορθά- κοφτά.
Για κάποιον λόγο, ο Ιόλας ήθελε πάντα να προκαλεί τα βλέμματα και τα κουτσομπολιά όταν βρισκόταν σε δημόσιους χώρους: σε γκαλερί, σε εστιατόρια, σε σπίτια κοσμικών, ακόμα και σε υπουργεία.

Με τη Μάρα Καρέτσου
Με τη Μάρα Καρέτσου Θυμάμαι μια φορά που προχωρούσαμε με την Μάρα Καρέτσου και τον Ιόλα στους παγωμένους δρόμους του Παρισιού λέγοντας ανέκδοτα. Στηριζόταν στο μπράτσο της Μάρας και την παρότρυνε:
-«Πες μου πιο πρόστυχα ανέκδοτα, βλακείες είναι αυτά που μου λες.»«Ήταν το 1980 όταν ο Κώστας Πανιάρας μου γνώρισε τη Μάρα Καρέτσου, ένα κορίτσι τρελό, με καταπληκτική ενέργεια, θάρρος και χιούμορ μοναδικό. Έκανε τότε έκθεση σε μια γκαλερί στο Κολωνάκι, σ’ ένα υπόγειο, και παρουσίαζε κάτι μπρούτζινα.
Ένα πρωί λοιπόν μπήκα στη γκαλερί και είδα τη Μάρα. Φορούσε ένα τζιν κολλητό, γεμάτο χρωματιστές πούλιες –της πήγαινε γάντι- και τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα πίσω. Έμοιαζε σαν αγόρι, αλλά και τα έργα της ήταν αντρικά. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο σκληρά έργα καμωμένα από γυναίκα.
Αυτό το κορίτσι ειπα μέσα μου έχει μέγάλη δύναμη. Αξιζε τη βοήθειά μου γιατι ήταν εξαιρετική και σαν καλλιτέχνης, και σαν άνθρωπος και σαν φίλη. Όλα τα εχει μέσα της αυτό το κοριτσι. Εχει πείσμα, ταλέντο, αφοσοίωση, καταλαβαίνεις, αφιέρωσε τη ζωή της την ίδια στη τέχνη… λίγο το έχεις αυτό;
Άρχισε λοιπόν να μου στέλνει κόκκινα τριαντάφυλλα, ερωτικές επιστολές, ερχόταν σπίτι, φώναζε, γέλαγε. Της είπα λοιπόν να ετοιμάζεται για την γκαλερί που διατηρούσα στους 57 δρόμους για τον Μπρουκς, και της ζητούσα να δουλέψει στο Παρίσι καμιά δεκαπενταριά έργα, κι όταν ήταν έτοιμη να με ειδοποιήσει.
Προς το τέλος του 1982 ήταν έτοιμη η Μάρα, και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς έγινε η έκθεσή της. Βέβαια πουλήθηκαν τα έργα της αλλά αυτή έμενε σε ένα κοινόβιο- ξενοδοχείο μόνο για κοπέλες, γεμάτο κατσαρίδες, και σε άθλια κατάσταση γενικά.
Της είπα να πιάσει ένα διαμέρισμα σε ένα καλό δρόμο κι ότι δεν έχει σημασία αν είναι μικρό ή μεγάλο, σημασία έχει η διεύθυνση και η τρελή πήγε στην Park Avenue, στο Delmonico’s, όπου για να πιάσει σπίτι χρειάζεσαι συστατική επιστολή. Αυτή τη συστατική επιστολή της την έδωσα, με αποτέλεσμα να μένει η Μάρα, στην πιο ωραία και σικ συνοικία. Μα ήταν τόσο τρελή και τόσο ωραία. Και τόσο παρεξηγημένη.
Όταν έκανα την εγχείρηση μπαι- πας, η Μάρα μου έστειλε ένα φορτηγό φιάλες οξυγόνου για να μην πεθάνω, τις οποίες δεν άφησε ποτέ η Νίκη, να μπουν μέσα στο σπίτι, για να μην χαλάσουν το ντεκόρ.
Αν κάτι χαρακτηρίζει τη Μάρα, ήταν η παροιμιώδης της απλοχεριά, που συναντάς μονάχα σε βασανισμένα άτομα.
Μετά βρήκε το λουσάιντ, αυτό το νεοπλουτίστικο υλικό, και άρχισε να φτιάχνει μ’ αυτό κολώνες, πλακάκια, πυραμίδες, Αφροδίτες… Καλά έργα, τα οποία είχαν πέραση στους πλούσιους. Αλλά πρόσεξε. Δεν ειναι μόνον αυτό. Εχει μια εσωτερική δύναμη τέτοια… που καλιγώνει τον ψύλο.
34. Κώστας Τσόκλης
-«Τον Κώστα Τσόκλη πότε τον γνωρίσατε;»
-«Στο Παρίσι, στις αρχές της δεκαετίας του ΄70. Κάποια μέρα ο άντρας της Ιλεάνας Σονάμπεντ, ο Μάικλ, μέσω του ζωγράφου Παύλου με πήγε στον Τσόκλη. Τότε η ζωγραφική του Τσόκλη ήταν τελείως αφηρημένη. Ο αέρας του νεορεαλισμού τον είχε επηρεάσει όπως και πολλούς νέους ζωγράφους εκείνη την εποχή. Ήταν σε ένα μικρό ατελιέ στον δέκατο πέμπτο. Μου άρεσε η δουλειά του, του ζήτησα να αρχίσει να επεκτείνει τα έργα του, να τα μεγαλώσει. Η γκαλερί μου στο Παρίσι ήταν πια καθεστώς. Είχα όλους τους νεορεαλιστές στο τεφτέρι μου. Αγόρασα λοιπόν όλα τα έργα του Τσόκλη και έκανα συμβόλαιο μαζί του.»
«Είχε αναμφισβήτητα γοητευτική προσωπικότητα ο Ιόλας», θα μου πει ο Τσόκλης, «αλλά ήθελε όλους τους ζωγράφους σαν παιδιά της παρέας του, σαν φόντο. Εξευτέλιζε τον Φασιανό. Τον σήκωνε στις τρείς και στις τέσσερις η ώρα το πρωί και του έλεγε: «Έλα στη γκαλερί μου να ζωγραφίσεις ένα νέο αγόρι που έχω απόψε μαζί μου». Κι έτρεχε ο Αλέκος και καθόταν και ζωγράφιζε τον γκόμενο του Ιόλα.
Έχω μέσα μου κάτι μεταξύ θυμού και αηδίας για τον Ιόλα, ο οποίος εξαγόρασε με χρήματα το ταλέντο μου. Βέβαια, διαπίστωσα ότι επρόκειτο περί ενός ιδιοφυούς ανθρώπου, αν και κινδυνεύω να μην αποδώσω με τη λέξη «ιδιοφυής» το μέγεθος του Ιόλα. Ήταν πιο πάνω από τους ιδιοφυείς, ήταν ένα φαινόμενο. Δεν ξέρω όμως αν μπορούσε να νιώσει. Τον άνθρωπο, τη δύναμη του ανθρώπου τα εκμεταλλεύτηκε ο Ιόλας. Τα έκλεψε πληρώνοντας την προσωπικότητα των ανθρώπων», επιμένει ο Τσόκλης.
Η συνεργασία του Ιόλα με τον Τσόκλη ήταν πολυτάραχη.
«Κάναμε οχτώ εκθέσεις μαζί με τον Ιόλα. Είχα συμβόλαιο για δεκαπέντε χρόνια μαζί του, έπαιρνα μηνιάτικο. Δε λέω, έκανα λεφτά. Ύστερα ,μας έφερε μαζί του στη Ελλάδα, και δες: όταν έναν άνθρωπο της κλάσης του Ιόλα η ελληνική πραγματικότητα κατάφερε μέσα σε πέντε- έξι χρόνια να τον εξαφανίσει, φαντάσου τι περίμενε ανθρώπους σαν κι εμάς, οι οποίοι ως δημιουργοί ήμασταν μεν ανώτεροι από τον Ιόλα, αλλά ως προσωπικότητες ήμασταν ασυγκρίτως κατώτεροί του. Εμείς είμαστε σίγουρα νεκροί, δεν υπάρχουμε, αφού αυτή η καθημερινότητα της Ελλάδας κατόρθωσε να εξαφανίσει μια φυσιογνωμία τέτοιας εμβέλειας μέσα σε τόσο λίγα χρόνια. Ουσιαστικά πήγαμε και βάλαμε το κεφάλι μας στη λαιμητόμο μόνοι μας. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να ακούσουν τι συνέβαινε έξω από τα σύνορα. Το θεωρούσαν ποταπό, μηδαμινό, καθένας από εμάς που καταπιανόταν με κάτι έξω από τα ελληνικά σύνορα ήταν απορριπτέος και αμφίβολης αξίας. Τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, όλους τους αμφισβητούσαν. Μετά τον Ιόλα, η Ελλάδα άρχισε να δέχεται και την πιθανότητα να είναι κανείς μοντέρνος χωρίς να γίνεται γελοίος. Ο Ιόλας σε αυτό μας βοήθησε όσο δε γίνεται. Ήταν τέτοια η οντότητα που είχε, που ήταν δύσκολο να τον αμφισβητήσει ο οποιοσδήποτε και να πει ότι ήταν γελοίος αυτός ο άνθρωπος. Κάποια στιγμή όμως αντιστράφηκαν τα πράγματα. Τώρα πρέπει να δείξεις τη δουλειά σου πρώτα έξω για να είσαι σίγουρος μέσα στη χώρα σου, και σ’ αυτό βοήθησε ο Ιόλας σημαντικά. Ήταν ένα είδος σκύλου ο οποίος, αφού έκανε τη βόλτα του στον κόσμο, ήρθε στον τόπο του να πεθάνει. Ένα είδος Οδυσσέα, που πέτυχε να ανέλθει σε νεανική ηλικία και να οραματιστεί το μέλλον ξαναγυρίζοντας σε εμπνεύσεις του παρελθόντος. Σ’ αυτό ήταν συνεπής. Και κάτι ακόμα: στην απλοχεριά του. Επί δεκαπέντε χρόνια με έθρεψε ο Ιόλας χωρίς να πάρει τίποτα από μένα. Μ’ έπαιρνε ξαφνικά τηλέφωνο και μου ‘λεγε: «Κώστα, έχεις λεφτά, παιδί μου; Έλα να σου δώσω δέκα χιλιάδες δολάρια». Αυτά δεν τα κάνει άλλος άνθρωπος. Ο Ιόλας ήταν ο Ιόλας, σ’ έκανε σκλάβο του και σε κράταγε με τον τρόπο του.»
Γονατιστός ο Παύλος παρακαλούσε τον Ιόλα να γνωρίσει τον Τσόκλη τότε στο Παρίσι και καμάρωνε ο Τσόκλης όταν ο Ιόλας πια έκανε συμβόλαιο μαζί του. ωστόσο, όταν ο Ιόλας πέθανε, ο Τσόκλης δεν ένιωσε παρά οργή, παράπονο και θυμό για το μαικήνα: «Ρούφηξε όλη μου την ενεργητικότητα, τη νεότητα, πήρε από μένα ό, τι πιο ζωτικό είχα, ό, τι πιο δημιουργικό μπορούσα να δώσω», παραπονέθηκε.
Όταν τον γνώρισα, ο Τσόκλης ήταν ήδη πενήντα χρονών και άγνωστος ακόμα», θα μου πει ο Ιόλας, «αλλά το έργο του ήταν σημαντικό για έναν Έλληνα καλλιτέχνη που άρπαξε με νύχια και με δόντια τον άνεμο του νεορεαλισμού, ο οποίος μεσουρανούσε τότε στην Ευρώπη».

35. Νίκη Γουλανδρή
Είχε αρχίσει να μπαίνει το Φθινόπωρο για τα καλά, εκείνο το απόγευμα του Οκτωβρίου του 1985, όταν καλεσμένοι στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νίκης Γουλανδρή στην Κηφισιά, πηγαίναμε στη δεξίωση. Η διάθεση της Νίκης Γουλανδρή στο πάρτι ήταν, όπως πάντα, εξαίσια. Άψογη και λιτή, θυμήθηκε τη γνωριμία της με τον υψηλό της προσκεκλημένο.
«Τον Αλέξανδρο Ιόλα τον γνωρίσαμε, εγώ και ο άνδρας μου τον Νοέμβριο του 1968 στη νέα Υόρκη, στο σπίτι της Jackie Kennedy- Onasi σε ένα ωραίο βραδινό γεύμα. Εκεί συναντήσαμε τον κόσμο της διανόησης της Νέας Υόρκης, με καλλιτέχνες, διευθυντές μουσείων, αρχιτέκτονες, μεγάλους συλλέκτες , όπως τον Paul και την Bienny Mellon, την μεγάλη κυρία της τέχνης και των κύκλων της Αμερικής, την Doris Duke, με τις μυθικές συλλογές της και πολλούς άλλους.
Ένας κόσμος γεμάτος δράση στα μουσεία, στις βιβλιοθήκες, στα γράμματα και στις τέχνες. Ο Ιόλας, πνευματώδης, κοσμοπολίτης αλλά και αλεξανδρινός, έλαμπε και κινούνταν με την άνεση που του έδινε η παλιά του γνωριμία με τη Νέα Υόρκη αλλά και το ευρύ ενδιαφέρον του για ό, τι πνευματικό.
Θυμάμαι ότι είχαμε και οι τρείς, εντυπωσιαστεί με την γνωριμία μας και προγραμματίζαμε τις επόμενες συναντήσεις μας. Από τότε άρχισε μια συνεχή επαφή μαζί του.
Ο Ιόλας ήξερε να εκτιμά και να ανακαλύπτει έργα τέχνης αλλά και ανθρώπους δημιουργούς. Αυτό ήταν το ταλέντο του. Συχνά βρισκόμασταν στο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή, πάντα σε ατμόσφαιρα ρωμαϊκή.
Οι βαριές μυρωδιές των λευκών λουλουδιών, τα ατέλειωτα λευκά κεριά, που φώτιζαν τα μεγάλα σαλόνια με τους μαρμάρινους τοίχους, στα δάπεδα και στις χρυσές πόρτες, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα γοητείας, πολυτέλειας και αισθαντισμού.
Ανάμεσα σε ελληνικά έργα τέχνης και αρχαία έργα τέχνης, αρχαία Αιγυπτιακά, βυζαντινές εικόνες, ανατολικά χαλιά και κιλίμια, ήταν τοποθετημένα έργα γλυπτικής και ζωγραφικής των σύγχρονων μεγάλων καλλιτεχνών- από τον Magritte, τον Picasso, τον Max Ernst μέχρι την Niki de Saint Phalle.
Μια κοινωνία Ελλήνων και ξένων προσωπικοτήτων κινούνταν με άνεση- και ανάμεσά τους κορυφαίοι δημιουργοί. Θυμάμαι το βράδυ με τον Ionesco. Αντίστοιχα θυμάμαι τον Ιόλα στο δικό μας Μουσείο, εδώ στη Κηφισιά, τα πρωινά που έφτανε, πηδώντας δύο- δύο τα σκαλιά σαν παιδί, απολαμβάνοντας την αγωνία μας για τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου και τις προσπάθειές μας για την διάσωση του ρυθμού της Δημιουργίας, όπου υπάκουαν και η Τέχνη και η ζωή.
Αυτό είναι και το κοινό στοιχείο που συνδέει τον Ιόλα με τον άνδρα μου κι εμένα.»
[συνεχίζεται]

Ανακτήθηκε στις 09-06-2020 από: https://www.bibliotheque.gr/article/31432