
36. Pierre Restany
Ήταν Νοέμβριος του 1985, όταν, επίμονα στο τηλέφωνο, μου είπε ότι έπρεπε να ανέβω στο σπίτι στην Αγία Παρασκευή, νωρίς το απόγευμα. Στις 6.00 αν θυμάμαι καλά. Έκανε ζέστη κι΄ας ήταν Νοέμβριος, αλλά όταν έμπαινες στο σπίτι από τους κήπους, ερχόταν μια δροσιά. Τα χοντρά μαρμάρινα πλακόστρωτα και το μαρμάρινο σπίτι, που ήταν χωμένο στη γη, έφτιαχναν μια πολύ δροσερή αύρα.
Έπαιζε πασιέντζα στο τραπέζι της κουζίνας, συνηθισμένη κίνηση. Ήταν ντυμένος σπορ και η διάθεσή του ήταν περίφημη! Ήταν μια χαρά!
-«Να κάνουμε το βιβλίο! Αλλά δε είχα μόνο μια ζωή, είχα πολλές!» μου είπε με ειρωνική διάθεση.
-«Να τις καταγράψουμε όλες!» του απάντησα.
-«Μπα, δε χρειάζεται. Έχω για καθεμιά, το βιογράφο της. Τώρα περιμένω τον κριτικό και θεωρητικό τέχνης, τον Pierre Restany. Έρχεται για δυο μέρες στην Ελλάδα και θα έρθει από εδώ, να βγούμε και για φαγητό αργότερα.»
Ο Pierre Restany γνώριζε τον Ιόλα από την δεκαετία του ’60 . Παρακολουθούσε την πορεία του. Ταξίδευε παντού για τις εκθέσεις του. Διάβαζα συχνά κείμενά του και μου είχαν μιλήσει πολλοί καλλιτέχνες γι’ αυτόν. Ήθελα τη γνώμη του κορυφαίου της γενιάς του, να μιλήσει για τον Αλέξανδρο Ιόλα.
Εκείνος, μεταξύ κόκκινο κρασιού και ελληνικών μεζέδων της Σούλας, έγραψε για το μύθο του Αλέξανδρου Ιόλα ένα εκπληκτικό κείμενο το οποίο δημοσιεύτηκε στο Art Magazine λίγα χρόνια από το θάνατο του .
«Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τη μυθολογία ως μια εν σπέρματι ιστορία, μέσα στην προϊστορία της ιστορίας. Οι μύθοι, στην ουσία, ακολουθούν το νήμα του χρόνου, γενιά με γενιά και αποκτούν το νόημα που τους δίνουν, οι άνθρωποι που τους ενσαρκώνουν.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας ενσαρκώνει τον ελληνικό μύθο της γενιάς μου. Είναι το ίδιο μοντέρνος με την Μελίνα Μερκούρη. Είναι ένας άνθρωπος του θεάματος και έχει διατηρήσει από την καριέρα του ως χορευτής, ένα εντελώς προσκηνιακό ύφος «εγγραφής» του σώματος του στο χώρο.
Σε αυτή τη φυσική λεπτότητα ερχόταν να προστεθεί μια εξαιρετική καλλιτεχνική διαίσθηση, μια αυστηρή πρόσκληση στην ποιότητα, που ερχόταν σε αντίθεση με το ρομαντικό περίβλημα της συναισθηματικής του ζωής.
Η βουλιμία του για την τέχνη, καλύπτει όλες τις εποχές, από την Αίγυπτο ως την μαύρη Αφρική, ωστόσο ήταν ο χώρος της σύγχρονης τέχνης, στον οποίο ήξερε να δίνει τον καλύτερό του εαυτό.
Ήταν ο μόνος που «είδε» και προώθησε τον Σουρεαλισμό στη ζωγραφική και την εδραίωση του αισθητικού του status.
Η φιλία του με την οικογένεια De Menil, του άνοιξε τις πόρτες στην Αμερική και του επέτρεψε να υπερασπιστεί δυναμικά την ευρωπαϊκή τέχνη στην κρισιμότερη στιγμή της «πάλης της αγοράς», μεταξύ της Νέας Υόρκης και του Παρισιού.
Με είχε παρακολουθήσει από πολύ κοντά, στην περιπέτειά μου με τον νέο- ρεαλισμό, καθώς υποστήριξε ενεργώς τους περισσότερους από τους πρωταγωνιστές του κινήματος, Yves Klein, Jean Tinguely, Niki de Saint Phalle, Martial Raysse, ήδη από την εποχή της έκδοσης του θεωρητικού μου έργου για το νέο αυτό κίνημα, αναλαμβάνοντας την παρουσίαση των καλλιτεχνών στην γκαλερί του στο Παρίσι το 1968.
Τώρα διάλεξε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του στην Αθήνα, η οποία προφανώς αποτελεί την έσχατη πολιτιστική αναφορά, με την έννοια της «διασποράς» που τον είχε οδηγήσει να «διασπείρει» στις αίθουσες τέχνης του, στις λεωφόρους της Δύσης.
Μου αρέσει να βλέπω τον Ιόλα σ’ αυτό το σπίτι, περιτριγυρισμένος από ένα μέρος των θησαυρών του. Μέσα σε ένα οίκημα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αντιμέτωπος με τις συνήθεις γραφειοκρατικές διαδικασίες, τις οποίες προκαλεί η παρουσία του στο περιβάλλον των διανοούμενων και των πολιτικών της εποχής.
Μου αρέσει σε αυτό το σπίτι να αποκαλύπτει μαζί μου, πέρα από το χώρο και το χρόνο, τη μορφή μερικών από τους δημιουργούς που είχαμε αγαπήσει και θαυμάσει από κοινού. Εγκαταστάθηκε στο μύθο του. Αυτό είναι. Όπως ακριβώς και η εμμονή του. Η εμμονή του έχει να κάνει με το χρόνο, δηλαδή με την ηλικία, την οποία αρνείται κατηγορηματικά, γεγονός που παίρνει γι’ αυτόν μια υπαρξιακή διάσταση. Η πνευματική του υπόσταση, όμως, είναι απεριόριστη και του αρέσει να επαναλαμβάνει ότι οι καλλιτέχνες δεν έχουν ηλικία.»
O Novello Finotti φτιάχνει το πορτρετο του Αλέξανδρου Ιόλα…!!
37. Σκιαγράφηση (2)
Το αναπάντεχο τον γοήτευε. Τον κρατούσε σε κίνηση… Φοβερός χαμαιλέων, αρκεί να έχει οποιοδήποτε συμφέρον. Άλλαζε προς το όφελός του, οτιδήποτε αρνητικό και να του συνέβαινε. Θεωρούσε φυσικό να υπάρχουν και αποτυχίες.
Ζητούσε πάντοτε τη γνώμη των άλλων- από την οποία επηρεαζόταν πριν προβεί στην οποιαδήποτε επαγγελματική επιλογή. Βρισκόταν σε μια συνεχή συνομιλία με όλους τους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο έλεγχε τη δική του, τελική εκτίμηση. Ένας κοινός τόπος για το διεθνές μάρκετινγκ.
Ήταν ο άνθρωπος, ο οποίος έστειλε την ίδια επιστολή υπερασπίσεως σε δυο αντίδικους εχθρούς. Πάντα προηγούταν των πράξεων της εποχής του. Οριακά αναπάντεχος. Δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τους «διανοούμενους» της εποχής, τους κριτικούς τέχνης και γενικά με τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν μια ενιαία στάση απέναντι στην τέχνη και στη ζωή.
Η βαθιά του συγκρότηση και η συνομιλία του με τους ανθρώπους και τα πράγματα, αντικατοπτριζόταν και στο χώρο που επέλεγε και στον τρόπο που έστηνε τις εκθέσεις του. Ο Ιόλας καλλιέργησε τα οριακά του χαρακτηριστικά.
Ο Ιόλας δεν είχε ανάγκη χρημάτων. Είχε ανάγκη συγκινήσεων… που τις πουλούσε στους άλλους.
Αποτέλεσε ηγετική μορφή στην Ιστορία της Τέχνης του 20ου αιώνα. Με μια στρατιά κυρίαρχες φυσιογνωμίες στο χώρο των τεχνών, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων μας.
Ο ίδιος ήταν πλήρης. Ζούσε την αίγλη της επιτυχίας με το μυαλό του κολλημένο εδώ… στην Ελλάδα που έγινε και ο τρόπος της τραγωδίας του.
38. Αρχαία Ελλάδα και Έλληνες
Του άρεσε υπερβολικά να περπατάμε στους κήπους στου σπιτιού του. Χειμώνα καλοκαίρι, με βροχή με κρύο το τι συζητούσαμε σ΄αυτούς τους περιπάτους δε περιγράφεται. Ένας περίπατος που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1983 και δε τέλειωσε ποτέ.
-«Ιόλα, είστε αλαζονικός, όταν μιλάτε για την Ελλάδα. Εδώ δεν θα σας το συγχωρέσουν αυτό. Υπάρχει μια ιδιαίτερη εξάρτηση του Έλληνα με την ιστορία του.». Ο Ιόλας με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια δε μου μιλούσε
– «Είστε λεβέντης και άστατος και αλαζονικός» τόλμησα να προσθέσω, χωρίς να υποπτευθώ τις συνέπειες.
-«Γιατί είμαι αλαζονικός και άστατος; Επειδή διεγείρω συγκινήσεις; Επειδή ψάχνω την ιδανική λεία μιας καινούργιας εμπειρίας; ή αν σου πάει καλύτερα, μια ακόμη μεταμφίεση της ευτυχίας;»
-«Μιλώ για τον Παρθενώνα, Ιόλα. Δεν έπρεπε να πείτε στη δημοσιογράφο, ότι έτσι, σαν ερείπιο, είναι πιο όμορφος.»
-«Μα έτσι είναι. Είναι τόσο σπουδαίος γιατί κουβαλά την ιστορία του.»
Σταμάτησε να μιλάει. Μου πρότεινε να περπατήσουμε, για κόμη μια φορά, έξω στα πλακόστρωτα, ανάμεσα στις κολώνες, ανάμεσα στα σινιάλα του Τάκη και τα γυμνά του Finotti.
-«Όταν αναφέρεσαι στην τέχνη, σίγουρα θα αναφερθείς στην τέχνη της Αθήνας. Οπωσδήποτε θα στρέψεις το βλέμμα σου στον Παρθενώνα. Εκεί πήγα 17 χρονών… Όταν ήρθα εδώ και ήθελα να χορέψω εκεί γυμνός! Με άφησαν να κάνω μια φωτογράφιση με τη φωτογράφο Νέλη Σεραιδαρη 
-«Γιατί το πάθος σου για την Ελλάδα;»
-«Το 480 π. Χ. οι ναοί πάνω στο βράχο παιδί μου είχαν καεί και λεηλατηθεί από τους Πέρσες. Ο δήμος με ηγέτη τον Περικλή, άρχιζε να τον ξαναχτίζει με μάρμαρο, με μια λαμπρότητα και μια ευγένεια, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ μέχρι τότε ο κόσμος. Είναι η εποχή που μιλούσαν όλοι για την μοναδικότητα της τέχνης της Αθήνας. Γι’ αυτό και το πάθος μου γι’ αυτήν.»
-«Νάτος ο θαυμασμός σας.»
-«Όλοι θαυμάζουν αυτόν τον πολιτισμό, ο οποίος θρέφεται από τις πιο ισχυρές επαναστάσεις, τις αφομοιώνει τέλεια και στο βάθος μένει απρόσβλητος. Πες μου εσύ τώρα. Ποιος δήμος; Η «Αυριανή» είναι; Που είναι ο Περικλής σήμερα; Ο Ανδρέας Παπανδρέου; Αυτό εννοούσα. Να βρεθούν ηγέτες, να πουν στον Δήμο, ότι η Αθήνα έγινε για τη εποχή της η πιο σημαντική πόλη. Εδώ καρποφόρησε η πιο μεγάλη, η πιο εκπληκτική επανάσταση σε ολόκληρη την ιστορία της τέχνης.
Όταν οι Αθηναίοι καλλιτέχνες άρχισαν να σμιλεύουν μαρμάρινα αγάλματα, ξεκίνησαν από εκεί ακριβώς που είχαν ξεκινήσει οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι. Οι Αιγύπτιοι είχαν βασίσει την τέχνη τους στη γνώση. Οι Έλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν τα μάτια τους. Από τη στιγμή που άρχισε αυτή η επανάσταση, τίποτε δε μπορούσε να τη σταματήσει. Ήταν σαν να είχες ανοίξει ένα παράθυρο και το ρεύμα του παρέσυρε τα πάντα.»
Μου άρεσε όταν μιλούσε για τέχνη ο Ιόλας. Έπρεπε όμως κάτι να τον ερεθίσει για να συγκροτήσει τη σκέψη του. Η αναστάτωση που προκλήθηκε στον τύπο, ήταν τέτοια που ερέθισε την σκέψη του.
-«Τι ήταν αυτό που ενέπνευσε την τέχνη της Αθήνας;» τον ρώτησα.
-«Πάμε να δεις» μου είπε και κατευθυνθήκαμε προς τις αίθουσες όπου ήταν τοποθετημένες οι Ελληνικές αρχαιότητες. Με άφησε να κοιτάξω για αρκετή ώρα τα κυκλαδικά ειδώλια. Δε μιλούσε. Μου έδειχνε τους αμφορείς, τα χρυσά στεφάνια της Μακεδονίας.
-«Είναι ο μυστικισμός της φύσης που γίνεται νόμος στη μνήμη του Έλληνα. Από αυτόν τον νόμο ακριβώς, προκύπτει το βασικό νόημα του μέτρου, που είναι και το βασικό νόημα της τέχνης.»
Προχωρήσαμε προς το υπνοδωμάτιό του, μια αίθουσα 300 τετραγωνικών μέτρων, όπου μέσα εκεί υπήρχαν κολώνες, γλυπτά και Αρχαία Ελληνικά αγάλματα.
«Δες αυτό το μαρμάρινο αγόρι… Απίθανο πλάσμα. Το μέτρο στα φυσικά μεγέθη, το μέτρο στις φυσικές δυνάμεις, το μέτρο στις ψυχικές εντάσεις. Κοίταξε τον κορμό του Τουταγχαμών.» Ένα εξαίσιο Αιγυπτιακό κομμάτι της συλλογής του και χαϊδεύοντάς το, συνέχισε:
«Το τιτάνιο, το γιγάντιο, υπάρχει μόνο σαν αντίθεση στην τέχνη της Αθήνας. Όλα τα συλλαμβάνει το μάτι. Το μέτρο, παιδί μου, είναι αυτό που ανεβάζει την ελληνική φύση στο άπλετο φως και αυτό το φως γίνεται λόγος, εικόνα, παράσταση, άγαλμα. Να το μέτρο που χάσανε οι νεοέλληνες…»
Έβλεπα μια ιδιοφυΐα να καταστρέφεται.
-«Γιατί μένετε εδώ;»
-«Γιατί μου αρέσει οι Ελλάδα και οι Έλληνες, κι ας με ενοχλούν οι δημοσιογράφοι και η κυβέρνηση. Καλά οι δημοσιογράφοι, να πάνε να γαμηθούνε! Είναι πιο ωραίο παρά να ασχολούνται με το «τι εννοούσα» με το χαρακτηρισμό.
Να μου πούνε ότι δεν έκανα τίποτα για την Ελλάδα;… Μα γι’ αυτό ήρθα εδώ. Τι να τα κάνω μαζί μου θα τα πάρω; Εδώ ανήκουν. Εδώ θα τα αφήσω. Στον τόπο που διάλεξα να ζήσω, όσο ζω.»
Ξάπλωσε στο ανάκλιντρό του, όπως ήταν, με τα παπούτσια του. Ήταν τόσες πολλές οι αλλαγές στον χαρακτήρα του, τον τελευταίο καιρό, που ήταν εντελώς αποδιοργανωμένος. Κι όμως είχε με τόσα να ασχοληθεί. Είχε δώσει παραγγελία στον Matta για να δημιουργήσει το «Συμπόσιο του Πλάτωνα», στον Andy Warhol είχε παραγγείλει τον «Μυστικό Δείπνο», οι εργασίες στο Palazzo Stelline στο Μιλάνο, προχωρούσαν, το ίδιο και ο χώρος της Φίλκεραμ Τζόνσον στη Θεσσαλονίκη, όπου θα στέγαζε τα 47 έργα της δωρεάς του.
Ένας οργασμός εργασιών, ραντεβού, επαφών, ταξιδιών. Χαιρόταν τα άκρα και τις αντιθέσεις. Κοίταζα γύρω- γύρω την αίθουσα. Το σπίτι είναι μαγικό. Γεμάτο υπερβολές, αισθησιασμό και χλιδή. Τον τελευταίο καιρό ζούσε μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, περιτριγυρισμένος από τα έργα που αγαπούσε πιο πολύ και στην κουζίνα του σπιτιού, με τη Σούλα να του μαγειρεύει καθώς εκεί υποδεχόταν διεθνείς διασημότητες, γείτονες, φίλους του, δημοσιογράφους, συλλέκτες. Ήταν σουρεαλιστικός. Έζησε σουρεαλιστικά και είμαι σίγουρος ότι ακόμη κι ο θάνατός του θα είναι σουρεαλιστικός. 
39. Otto Han
Τον άφησα να ησυχάσει. Ήταν πια μεσημέρι. Το βράδυ θα βγαίναμε με τον φίλο του Otto Han, Γάλλο θεωρητικό τέχνης και διευθυντή του Μουσείου Πομπιντού στο Παρίσι, ο οποίος παρακολουθούσε από κοντά για χρόνια το έργο του Ιόλα. Έμενε στη «Μεγάλη Βρετανία» και στις 21.00 θα τρώγαμε όλοι μαζί.
-«Ο Ιόλας ήταν μια πολύχρωμη προσωπικότητα». «Λατρεύει τις δούκισσες αλλά ταυτόχρονα ζει με το φόβο του δικαστικού κλητήρα. Στη Νέα Υόρκη, επέλεγε γκαλερί με δυο εξόδους. Έτσι μπορούσε να εξαφανιστεί εύκολα. Όταν ο Jackson Pollock έρχονταν να του πουλήσει τα περίφημα “Droppings”, έφευγε από την πόρτα της υπηρεσίας, γιατί δεν είχε 100 δολάρια να τον αγοράσει.».
-«Είμαι εξοργισμένος με όσα προβλήματα έχουν δημιουργήσει οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, σ’ αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο. Πολλοί από αυτούς είναι ανίκανοι να αγοράσουν ένα χαρακτικό του Max Ernst, ή να οργανώσουν μια έκθεση με αναπαραγωγές του Picasso και θέλησαν να τα βάλουν με έναν περίφημο άνθρωπο της τέχνης, ο οποίος προτίμησε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, στην Αθήνα.
Ονόματα μεγάλα της τέχνης, και πιθανότατα, άγνωστα ως χθες για την ελληνική κυβέρνηση, απέκτησαν νόημα με την προοπτική ενός Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στην Αθήνα, το οποίο ακόμη περιμένουμε.
Ο Ιόλας ξεκίνησε ως χορευτής και όλη η ζωή του είναι ένας χορός. Μια σκηνοθεσία, οι εκθέσεις του είναι θεατρικές παραστάσεις. Ο ίδιος είναι θέαμα. Προσπαθεί να έλξει. Προσπαθεί να εντυπωσιάσει.»
-«Αρνήθηκε ποτέ την Ελλάδα όσα χρόνια τον ξέρετε;» ρώτησα τον Otto Han. Ο Ιόλας άκουγε και δεν μιλούσε.
-«Όχι, ποτέ δεν αρνήθηκε τις ρίζες του και υπερασπίζεται τους Έλληνες καλλιτέχνες, αν και τους πουλάει πιο δύσκολα από έναν Max Ernst. Είναι ένας εμπνευσμένος τσιγγάνος. Αγαπάει τα ταξίδια, τις εμφανίσεις αλλά και τις εξαφανίσεις… αλλά αυτός δεν είναι και ένας ορισμός του σουρεαλισμού;»
Στον Ιόλα άρεσε η σύγκριση
«Ο Otto είναι τόσο καταπληκτικός!» φώναξε ο Ιόλας από ενθουσιασμό, τσουγγρίζοντας όλο χαρά τα ποτήρια με το κόκκινο κρασί .
40 . Χρήστος Ιωακειμίδης
Την επόμενη μέρα ταξιδέψαμε για τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να δει ο Otto Han από κοντά τις εργασίες που γινόντουσαν, στο χώρο που είχε παραχωρήσει ο Γιώργος Φιλίππου, στο εργοστάσιό του.
Στη Θεσσαλονίκη θα συναντούσαμε και τον Χρήστο Ιωακειμίδη, οργανωτή εκθέσεων, προσκεκλημένος και εκείνος, για τον ίδιο λόγο, από τον Ιόλα, ο οποίος χαιρόταν αφάνταστα, όταν καλούσε τους πιο ειδικούς για ό, τι έκανε.
Με τον Χρήστο Ιωακειμίδη, είχε γνωριστεί από τη δεκαετία του ’60 αλλά ουσιαστικά μετά το τέλος της δικτατορίας, το 1975, δημιουργήθηκε μεταξύ τους, ένας στενός διάλογος και μια προσωπική φιλία που κρατά ακόμα.
-«Η πρώτη στενή συνεργασία ήταν το 1975 στον «Μήνα του Λονδίνου», όπου είχε διοργανωθεί σε συνεργασία με το Institute of Contemporary Art. Μολονότι, δεν είναι διανοούμενος, έχει ένστικτο και εκπληκτική ικανότητα να διακρίνει- χωρίς να είναι αλάνθαστος- την ποιότητα και την ανθεκτικότητα ενός έργου, καθώς και η προσωπικότητα του δημιουργού.
Σήμερα, στην εποχή της «υπερ- εξειδίκευσης» και της βολής, που εξασφαλίζει αυτούς που τη επικαλούνται- και αναφέρομαι στους εκπροσώπους της τέχνης και στους «εξ επαγγέλματος» εραστές τους- εκλείπει το φαινόμενο της αλληλεπίδρασης μεταξύ των τεχνών και των καλλιτεχνών.
Ο Ιόλας, όντας ο ίδιος, τηρουμένων των αναλογιών, homo universalis της εποχής του, είναι στη θέση να συνθέτει κομμάτια του καλειδοσκόπιου της καλλιτεχνικής δημιουργίας και να μην την αντιμετωπίζει σαν σύνολο μεμονωμένων περιπτώσεων χωρίς περιεχόμενο.
Αυτό τον θωρακίζει απέναντι στην «συναισθηματική ατροφία του μίσους» και τον ενίσχυε με μια θετική στάση απέναντι στους ανθρώπους και τις καταστάσεις, είναι το χιούμορ του. Αυτό πιθανόν να τροφοδοτεί την χαρακτηριστική σωματική και πνευματική αντοχή του, με τη δυνατότητά του να αναλώνεται, μέσα από το μανιακό του δόσιμο στη δουλειά του, καθώς και την καταπληκτική άνεση της μεταμόρφωσης από πρίγκιπα του Μανιερισμού, σε μεγαλόπρεπο αλήτη ή σε τσατσά των μυθιστορημάτων του Ταχτσή.
Η ελληνική σκέψη έχει επηρεάσει την τέχνη των ευρωπαίων και των αμερικανών του αιώνα μας. Ο Ιόλας σαν τον έμπειρο χειρουργό, έδινε τις διαγνώσεις και αποτελεί τον μοναδικό, ίσως, κρίκο για να συνδέσει την ελληνική συμμετοχή στα παγκόσμια γεγονότα της τέχνης τα 2/3 του 20ου αιώνα.» 
41. Κατερίνα Καμάρα
Μια μέρα μετά είχε κανονίσει η Κατερίνα Καμάρα , – η οποία μαζί με τη Μάρω Λάγια-κυρίως το πείσμα της Μάρως- είχαν πρωτοστατήσει για τη δημιουργία του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης- να φάμε στο σπίτι της. Ήταν η Λιάνα Κανέλη εκεί, δούλευε τότε ως δημοσιογράφος στο συγκρότημα του Χρήστου Λαμπράκη, για το περιοδικό «Ταχυδρόμος», ο ζωγράφος Αλέξης Ακριθάκης κ.α. Την Κατερίνα Καμάρα την εκτιμούσε βαθύτατα ο Ιόλας. Είχαν και οι δύο πάθος για την ίδρυση του Μουσείου στη Θεσσαλονίκη.
«Ανταποκρίθηκε με τόσο ενθουσιασμό στην πρόταση του σωματείου μας, το οποίο είχε συσταθεί από το 1978, για την δημιουργία του Μουσείου, μετά τους μεγάλους σεισμούς της ίδιας χρονιάς. Μου έδωσε περίπου 50 έργα από την συλλογή του. Έργα σημαντικά για την ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω όμως όσο ζω, είναι η εντυπωσιακή αντοχή του, σωματική και ψυχική παρά την προχωρημένη του ηλικία και τον ανελέητο πόλεμο φθοράς που δέχεται από τον ελληνικό τύπο.»
Στη τελευταία παράσταση του Ρούντολφ Νουρέγιεφ στο Ηρώδειο, η αγωνία του Αλέξανδρου Ιόλα για τον αγαπημένο του χορευτή ηταν έκδηλη. Του χάρισε ενα μονόποτρο 10 καρατίων και του σκούπιζε τον ιδρώτα που έτρεχε στο κορμί του…
42. Καλλιτέχνες…
Ήταν τόσο ακαριαίος στις παρατηρήσεις του, που δεν χόρταινα να τον ακούω. Δε θυμάμαι καν πόση ώρα περπατούσαμε, συζητώντας για τη ζωή του. Μου είπε να μην ξεχάσω το βράδυ, να επικοινωνήσω με τον Andy Warhol, προκειμένου να οργανώσουμε το ταξίδι στη Νέα Υόρκη , όπου θα έβλεπε ο Αλέξανδρος Ιόλας για πρώτη φορά το έργα του «Μυστικού Δείπνου». Ήθελα να μου μιλήσει ξανά και ξανά για τον Andy Warhol. Είχα ακούσει, άλλωστε, τόσα πολλά για τη σχέση τους.
-«Μα τον αγαπώ, το λατρεύω αυτό το παιδί. Είναι καταπληκτικός. Βοήθησε την Αμερική. Παντρεύει τη νεολαία με όλους τους «σικ» ανθρώπους…
Όπως ο Χριστός είπε: «Αφήστε τα παιδιά να έρθουν σε μένα», έτσι και ο Andy ήρθε σαν παιδί. Βοήθησε την Αμερική να ξεφύγει από τον πουριτανισμό της, είτε με τα μισο- πορνογραφικά, είτε με τα μισο- αισθητικά του φιλμ, είτε με τα πορτραίτα των ψεύτικων σταρ, που είχε γύρω του, είτε με τους αληθινούς σταρ, που του άρεσαν. Είναι τρομερό άτομο και ίσως μια μέρα να τον θεωρήσουν Άγιο…»
-«Ο Robert Rausenberg;» ρώτησα.
-«Μα ο Rausenberg ήταν ο άνθρωπός μου. Ήταν αρκετά επηρεασμένος από τον Max Ernst, και να φανταστείς ότι δεν τον ήξερε. Αυτά τα κολάζ ήταν πλησίον του Max Ernst, αλλά έβλεπες κατευθείαν την κατεύθυνση του Max, μαζί με τον Warhol, ενώ όταν εμφανίστηκε ο Rausenberg, ήταν σαν να εμφανίστηκε προφήτης. Ήταν πολύ περισσότερο για την Αμερική παρά για την τέχνη.»
-«Ποιόν καλλιτέχνη δεν αντέχετε;» τον ρώτησα.
-«Τον Gy Twombly δεν αντέχω. Δεν μπορώ να αντέξω αυτό το ντελικάτο πλησίασμα και αυτό το κάτασπρο φόντο. Τον αγαπώ πολύ σαν άνθρωπο και τη γυναίκα του και το όμορφο σπίτι τους στη Ρώμη. Είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Πολύ έξυπνος αλλά μέσα του δεν έχει καμία ευαισθησία. Προτιμώ τη δουλειά του Rausenberg γιατί κάνει λάθη.»
-«Ποιος καλλιτέχνης σας κέντρισε, σαν άνθρωπος;»
-«Ο Joseph Cornell. Μου άρεσε πολύ σαν άνθρωπος. Έκανα 7 εκθέσεις του Cornell και κάθε φορά ήταν μια αξιομνημόνευτη εμπειρία. Ήταν ένας εντελώς ποιητικός άνθρωπος. Δεν είχε κανένα μέτρο, αλλά δεν ήταν για κανένα λόγο τρελός. Επέτρεπε απλά στον εαυτό του να έχει μια αφθονία χαράς.
Είχε εκπληκτική επαφή με την δουλειά του. Ό, τι κι αν ήταν… Ένα κουτί γεμάτο φάρμακα ή ένα κουτί γεμάτο πουλιά. Μου άρεσε γιατί ήταν μια βουτιά στο παρελθόν εντελώς μοναδική.
Κατά μία έννοια είναι «νεκρόφιλος», σε παρασέρνει μαζί του πίσω στο παρελθόν, όπου έβρισκε όμορφα πράγματα. Ήταν αληθινός καλλιτέχνης με οράματα ωραίων γυναικών.
Συνήθιζα να πηγαίνω στο σπίτι του Cornell, στην Utopia Parkway, στο Queens της Νέας Υόρκης. Είχε ένα αδερφό ανάπηρο, που ήταν καθυστερημένος και είχε δυσκολίες στη ομιλία του. Τον μετακινούσε σε αναπηρικό καροτσάκι. Τον αγαπούσε πολύ και τα φαγητά που του έφτιαχνε, αποτελούνταν από πιάτα όπως καρύδια, ζελέδες φρούτων με τα πιο απίστευτα χρώματα. Δεν υπήρχε καθόλου «αληθινό φαγητό» αλλά ήταν πάντα χρωματιστό.
Συνήθιζε να ζουλάει βιολέτες στη μανιταρόσουπα και να φαίνεται μωβ. Ο Cornell δεν έτρωγε πολύ και μιλούσε με μια υπέροχη φωνή…»
-«Γιατί σας άρεσε ο Cornell;»
-«Δεν μπορούν να δικαιολογηθούν αυτά που αρέσουν στον καθένα και αυτά που δεν αρέσουν… Για παράδειγμα η Γεωμετρική Τέχνη, με κάνει να βαριέμαι μέχρι θανάτου. Δε συγκινούμαι εύκολα με ένα πίνακα του Frank Stella. Αν μου δώσεις έναν, δώρο, θα στον γυρίσω πίσω γιατί δεν έχω τι να το κάνω.
Η Γεωμετρία πρέπει να γίνει πιο μυστηριώδης. Νωρίτερα, στον εικοστό αιώνα, οι άνθρωποι προσπάθησαν να κάνουν Γεωμετρική Τέχνη και τι έγινε; Στο τέλος ένας ο Mondrian, προσπαθούσε να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο. Δε πας πουθενά έτσι.
Η τέχνη είναι ένα όχημα που μας μεταφέρει. Αλλά γυρίζεις από τον Παράδεισο σε ευθεία γραμμή; Δε νομίζω»
-«Πως φαντάζεστε, Ιόλα, τον Παράδεισο;»
-«Τον Παράδεισο τον διακοσμείς όπως θέλεις, έχει πολύ ψηλά ταβάνια και ακριβό νοίκι. Θα περιμένω να δω τι πουλάνε εκεί. Είναι μεγάλη αγορά. Στην Κόλαση όλα έχουν μια σαπισμένη ποιότητα. Στον Παράδεισο είναι όλα πολύ οργανωμένα. Τα έπιπλα είναι ωραία και όλα έχουν το αρχικό σου μονόγραμμα επάνω, στο χρώμα των περιστεριών. Αλλά είναι βαρετό. Αλήθεια. Η κόλαση πάλι, πρέπει να μοιράζει την ανία της, αλλά είμαι σίγουρος ότι πρέπει να είναι λίγο διασκεδαστικά!
Ο Δάντης είναι ένας μονόχνοτος άνθρωπος, ο οποίος μπορούσε να έχει και τα δύο μέρη αλλά ήταν ανίκανος.
Αλλά στη δουλειά της Τέχνης, όλα εξαρτώνται από την αγάπη που έχεις γι’ αυτήν… Καλύτερα να είσαι κακός εραστής, παρά ανίκανος. Το είχα πει και στον Πικάσο αυτό.» 
43. Πικάσο- Ντε Κίρικο
Δεν ήξερα πόσο δυνατά να γελάσω. Είχα αρκετό καιρό να τον δω έτσι… Ήταν τόσο εξαιρετική η διάθεσή του, που δε μου άφησε περιθώριο να μην τον ρωτήσω για τον Picasso ή τον De Chirico.
-«Ο Picasso… Τον λατρεύω. Τα έργα του είναι τόσο σοκαριστικά. Έφτιαξε μπροστά μου το πορτραίτο του Μαλαρμέ, μέσα σε ενάμιση λεπτό!… Το οποίο το έχω ακόμη… Τη δεκαετία του -50 ο σημαντικότερος έμπορος έργων του Picasso, ο Ντάνιελ Χενρι Κανβαϊλερ μου έλεγε ότι το ατελιέ του το 1907 ήταν το πιο βρώμικο ατελιέ που είχε δει στη ζωή του. Ήταν ένα χάος. Ένα σκουριασμένο τηγάνι χρησίμευε στο μαγείρεμα και την ούρηση. Είχε πάντοτε μαζί τους σκύλους σε ολη τη διάρκεια της ζωής του. Λάτρευε τα ζώα ο Picasso. Είχε γάτες, σκύλους, πιθήκους. Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος . Τη πρώτη του γυναίκα την Φερνάντ Ολιβιέ, τη κλείδωνε μέσα στο σπίτι- ατελιέ, στο κτίριο που λεγόταν «Πλοίο πλυντήριο» και έκανε τις εξωτερικές δουλειές ο ίδιος. Την έδερνε. Και όταν εκείνη έφευγε τρέχοντας στους δρόμους, έτρεχε πίσω της ικετεύοντας την να τον συγχωρέσει.
Δεν είχε χρήματα στην αρχή. Γρόσι δεν είχε. Οι φίλοι του έδιναν ένα πιάτο φαγητό. Ο ίδιος ο ζωγράφος Μορίς ντα Βλαμένκ, είχε ακούσει τη Φερνάντ να ζητάει μια μπριζόλα για τη σκύλα του Picasso στο μπιστρό στο οποίο έτρωγε με πίστωση ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης του 20ου αιώνα.
Και για φαντάσου ο Matisse, ο οποίος ήταν δώδεκα χρόνια νεότερος από τον Picasso, υπήρξε ο μόνος καλλιτέχνης που Picasso αναγνώρισε ποτέ ως ανταγωνιστή του. Και μάλιστα κατέληξε να τον θεωρεί ισάξιό του.
-Πηγαίνατε συχνά στο ατελιέ του Picasso;
-Αρκετά συχνά, στην αρχή με τον Κριστιάν Ζερβό με τον οποίο ήταν ανεκτίμητοι φίλοι, μέχρι που πέθανε ο Ζερβός το 1970. Έργο ζωής του Ζερβού ήταν ο πληρέστατος κατάλογος των έργων του Πικάσο που φτάνει τους 39 τόμους. Τα πάντα βρίσκονται μέσα εκεί.
Μετά ήταν οι συλλέκτες μου, οι οποίοι ζητούσαν όλο και περισσότερα έργα του. Τα σχέδιά του όμως δείχνουν τη μαστοριά του. Για να κάνει δύο γραμμές πρώτα έφτιαχνε το σκίτσο το χαρτί τόσο τέλεια. Να φανταστείς από ένα πίθηκο και μια κουκουβάγια έφτιαξε το πορτραίτο του.
Δούλευε με τρόπο μανιακό… και θυμόταν πολύ συχνά τις μέρες του 1905… «Μια εποχή φτώχειας, εγκατάλειψης, λιτότητας και μαύρης μιζέριας» έλεγε…
-Είχε ένα παιδί με την Φερναντ;
-Υιοθετημένο. Η σχέση τους ήταν ταραχώδης. Έπρεπε να βρεθεί ένα παιδί να τους ηρεμήσει. Η Φερνάντ δε μπορούσε να κάνει παιδιά, έτσι, τον Απρίλιο του 1907 υιοθέτησαν την μικρή Ραμόντ. Ο Πικάσο γρήγορα άρχισε να το μετανιώνει. Η παρουσία της τον ερέθιζε σεξουαλικά και ήταν γνωστό πόσο τον διέγειραν τα μικρά κορίτσια. Μέχρι που η Φερνάντ βρήκε κάποια γυμνά σεξουαλικά σκίτσα της Ραμόντ που είχε κάνει ο Πικάσο και την επέστρεψε πίσω στο ορφανοτροφείο. Αυτά είναι γνωστά.
-Ήταν τότε που έπαιρναν ναρκωτικά;
-Τότε. Όλη μέρα δούλευε, κάπνιζε και έπαιρνε ναρκωτικά. Το αποκάλυψε ο ίδιος το 1953 σε μια συζήτησή του με τον Ζαν Κοκτό ,ότι στο «Πλοίο Πλυντήριο» αυτός και οι φίλοι του τρείς φορές την εβδομάδα καπνίζανε όπιο και τις άλλες έπαιρναν αιθέρα, μορφίνη η χασίς. Θυμάμαι ένα περιστατικό λίγο μετά τον πόλεμο.
Hotel Cipriani, Venice, Italy, June 1967: Left to right, Alexander Iolas, Ed Ruscha, René Magritte, Georgette Magritte, Paniotas Skinnas.
«Μια μέρα πήγαμε να φάμε με τον Picasso, τη Μαρί Λορ Ντε Νουάιγ και τον Μαξ Ζακόμπ –ήταν το 1944- και ξαφνικά, φτύνοντας πάνω στο τραπέζι, είπε στη Μαρί: «Είσαι το μεγαλύτερο αιδοίο στην καραβέλα, Μαρί Τερέζ!». Τότε συσκεύαζε τα έργα του ο Picasso σε ξύλινα κουτιά, τα οποία έπρεπε να διαφυλαχτούν από τους ναζί και να πάνε στη Νέα Υόρκη, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνη, που είχε προγραμματιστεί εκείνο τον καιρό μια αναδρομική έκθεσή του. Του άρεσαν οι γυναίκες που ήταν πολύ πιο νέες από αυτόν, σχεδόν μικρά κοριτσάκια, κι ας φάνταζε εκείνη την εποχή σχεδόν σαν πατέρας τους.
Ο Picasso με φώναζε «μετρ» και μου παραπονιόταν για τη ζωγραφική του. Μου έλεγε πως κάθε πινελιά προκαλεί τον θάνατό του.»
Τέλος πάντων πιστεύω πως ένας καλός πίνακας του De Chirico, είναι πιο σημαντικός από όλα τα αριστουργήματα του Πικάσο.
Ο De Chirico ήταν ένας προ- καταστροφικός και μετα- καταστροφικός καλλιτέχνης. Αν όλος ο κόσμος θα καταστραφεί από βόμβες, τότε θα είναι ίδιος σαν τον πίνακα του De Chirico.» 
44. Μαριλένα Λιακοπούλου
Νωρίς το μεσημέρι μας είχε τραπέζι στο σπίτι της στο Κολωνάκι η Μαριλένα Λιακοπούλου, ιδιοκτήτρια της Αίθουσας Τέχνης Αθηνών. Η εκτίμηση του Ιόλα στο πρόσωπό της ήταν πολύχρονη. Μιλούσε με σεβασμό και αγάπη για την Μαριλένα πάντα. Του άρεσε σαν άνθρωπος. Σαν παρουσία.
-«Τον Ιόλα τον γνώρισα στην Biennale της Βενετίας το 1964, χρονιά που σηματοδοτήθηκε με την εισβολή της Pop Art στην Ευρώπη. Ήμασταν καλεσμένοι σε μια εντυπωσιακή δεξίωση, στο σπίτι της Guggenheim.
Οι Αμερικάνοι, αποφασισμένοι να πάρουν το έπαθλο- το οποίο τελικά και κέρδισαν- εξασφάλισαν το μεγάλο, για τα ως τότε δεδομένα της Biennale, παραπάνω χώρο, όπου έστησαν εντυπωσιακά την έκθεσή τους. Εκεί γνώρισα τον Αλέξανδρο Ιόλα, μαζί με τον Andy Warhol και τον Wols, οι οποίοι με ξένισαν τότε με την εκκεντρικότητά τους.
Ξαναείδα τον Ιόλα χρόνια αργότερα. Το 1976 πια οργανώσαμε μια έκθεση, στο σημερινό χώρο της γκαλερί, με έργα τα οποία εκείνος μου πρότεινε. Από τότε η σχέση μας δεν περιορίστηκε στο πλαίσιο μιας τυπικής «συνεργασίας».
Είναι ένα συνεχές γλέντι να βρίσκεσαι μαζί του. Είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει τη ζωή και τον χαρακτηρίζει η προσωπική και αυθεντική τρέλα μιας καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας που αντανακλάται στα έργα και στην ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή, ανάλογη- τηρουμένων των αναλογιών- με αυτήν του Λουδοβίκου της Βαυαρίας.
Ο Ιόλας είχε την ευτυχή συγκυρία να ζήσει σε μια εποχή καλλιτεχνικής λάμψης και οικονομικής ευμάρειας, πολλών μεγάλων μητροπόλεων. Μαζί του αισθάνθηκα σαν «την κόρη του ζαχαροπλάστη». Με τροφοδοτούσε αφειδώς με έργα του Max Ernst, Andy Warhol, Les Lalannes, χωρίς δισταγμούς και κωλύματα (αυστηρά συμβόλαια και ασφαλιστικά μέτρα, που και ο ίδιος δεν διέθετε για να απαιτήσει από τους άλλους…) Είναι απλά τέλειος.» 
45. Αλέξης Ακριθάκης / Κώστας Ταχτσής…
Αργότερα επρόκειτο να συναντήσουμε τον Αλέξη Ακριθάκη, τον οποίο λάτρευε ο Ιόλας. Τον αγαπούσα κι εγώ. Είχαμε γίνει φίλοι. Γνωριστήκαμε το 1984. Ο Ιόλας μου μιλούσε πάντα με πάθος για τον Ακριθάκη. Τον θαύμαζε. Τον πίστευε σαν καλλιτέχνη.
«Είναι από τους πιο γνήσιους καλλιτέχνες που υπάρχουν στην Ελλάδα…» μου είχε πει ο Ιόλας αρκετές φορές.
«Ήταν το 1965 όταν ο Νάνος ο Βαλαωρίτης, ο γνωστός Έλληνας ποιητής, μαζί με τον ποιητή και ζωγράφο Νίκο Εγγονόπουλο με πήγαν στο Γαλλικό Ινστιτούτο να δω ένα νέο ζωγράφο, τον Αλέξη Ακριθάκη. Είδα μια εκπληκτική δουλειά, κάτι σκιτσάκια τόσο δουλεμένα, τόσο υπέροχα. Ήταν κάτι τέμπερες μοναδικές. «Να τον ανεβάσουμε», πρότεινα στον Βαλαωρίτη. Ο Ακριθάκης δεν ήταν εκεί, στην έκθεσή του. Είχε μάθει ότι θα πήγαινα και εξαφανίστηκε. Έμενε τότε στο Βατραχονήσι, κοντά στο Στάδιο, στο ίδιο σπίτι με τον Κώστα Ταχτσή. Ο Αλέξης ήταν ανθυπολοχαγός έφεδρος στις βάσεις του ΝΑΤΟ στη Νάπολη. Έμεινε εκεί γύρω στους δεκαπέντε μήνες και μετά πήγε στο Βερολίνο ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών.
«Εν τω μεταξύ είχαν περάσει πέντε ή έξι χρόνια. Εκείνη την εποχή στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Βερολίνου παρουσίαζα μια έκθεση με έργα του Matta, και είχα μαζί μου τον Γιώτη τον Σχινά
Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου έναν εκπληκτικό νεαρό, ευγενικό και θρασύ ταυτόχρονα. Ήταν ο Αλέξης Ακριθάκης. Δε μίλαγε καθόλου. Του είπα πόσο μου άρεσε η δουλειά του που είχα δει στο Γαλλικό Ινστιτούτο και έδωσα εντολή αμέσως στον Γιώτη: «Μην τον αφήσεις απ’ τα μάτια σου. Παρ’ τον το βράδυ μαζί σου, βγείτε έξω παρέα». Αυτό και έκαναν. Όλο το βράδυ τρέχανε στα καμπαρέ του Βερολίνου. Ο Γιώτης ήταν ένα πανέξυπνο παιδί από τις Τζιτζιφιές, και είχε αυτή τη μοναδική δύναμη γοητείας που έχουν οι λαϊκοί τύποι, οι οποίοι μπορούν να συνυπάρξουν ακόμα και με πριγκίπισσες.
Την επόμενη μέρα επισκέφτηκα το ατελιέ του Αλέξη στο Βερολίνο. Μα ήταν καταπληκτικά αυτά τα σχέδια, αυτά τα γκρίζα. Κάπου -κάπου μια κόκκινη πινελιά, μια δύναμη που ειλικρινά δεν είχα συναντήσει ούτε στους μεγαλύτερους ζωγράφους. Τα έργα του ήταν καταστροφικά, σε σκότωναν. Τότε λοιπόν του πρότεινα να του κάνω μια έκθεση στη Γενεύη. Έψαξα και βρήκα τον Κώστα Ταχτσή να γράψει ένα κείμενο για τον Αλέξη σε χρόνο ρεκόρ προκειμένου να βγει γρήγορα ο κατάλογος. Εγώ βέβαια ετοίμασα την έκθεση της Γενεύης, αλλά αυτός ο Ταχτσής καθυστερούσε το κείμενο του καταλόγου. Εφτά φορές πληρώθηκε γι’ αυτό το κείμενο, και τελικά το έγραψε μπροστά μου μέσα σε πέντε λεπτά.
«Όταν γνώρισα το Αλέξη ήταν 27 χρονών. Το πρόσωπό του, συνήθως με δύο- τριών ημερών γένια, ήταν χλωμό, τα γαλανά του μάτια ελαφρώς χυμένα μες στις κόγχες τους, τα ξανθιά μαλλιά του κάπως αραιά, το ντύσιμό του ατημέλητο. Κάτω από τη μασχάλη κουβαλούσε συνήθως ένα ντοσιέ.
Τα πρώτα του «αφελή» λίγο –πολύ ρεαλιστικά σχέδια γινόντουσαν όλο και πιο αφηρημένα, όλο και πιο «νοσηρά», κάτι σαν το τοπίο ενός φύλλου ή του ανθρώπινου σπέρματος ή κάποιου βάκιλου κάτω από το μικροσκόπιο.
Με τον Αλέξη γίναμε πολύ φίλοι. Ένα διάστημα μάλιστα έμεινε στο σπίτι μου, σ’ ένα δωμάτιο που δε χρησιμοποιούσα ποτέ. Το κουδούνι της εξώπορτας άρχισε τώρα να χτυπάει με αύξουσα συχνότητα και στις πιο απίθανες ώρες της ημέρας ή της νύχτας. Έμπαινα μέσα νομίζοντας ότι είναι μόνος και τον έβλεπα περιτριγυρισμένο από δέκα τουλάχιστον νέους και νέες, που κάθονταν όπου έβρισκαν. Όπως ακριβώς συνέβαινε στα καφενεία.
Ένα πρωί, τον Απρίλη του ’67, ξυπνήσαμε νωρίτερα απ’ ό, τι συνήθως και σταθήκαμε κι οι δύο στο μπαλκόνι βουβοί μπροστά στο φριχτό θέαμα: στη γωνία του δρόμου ήταν ένα τανκ. Οι εργαζόμενοι κατηφόριζαν με τα πόδια, σαν κουρδισμένοι, προς το κέντρο της πόλης, και στο αντικρινό περίπτερο δεν ήταν κρεμασμένες οι πρωινές εφημερίδες. Τον κοίταξα: και τα δικά του μάτια ήταν βουρκωμένα. Λίγο αργότερα έφυγε, πήγε στο Βερολίνο. Κι όταν, ύστερα από κάμποσο καιρό, ξανάδα τα σχέδιά του πάνω στην γκρίζα διάστικτη επιφάνεια, γεμισμένη τώρα περισσότερο παρά ποτέ από το σίγουρο χέρι ενός καλλιτέχνη, υπήρχε που και που μια κόκκινη πιτσιλιά: κάτι σα λάμψη από έκρηξη βόμβας ή σαν αίμα που ‘τρεξε από το κεφάλι ενός αθώου!»
Ζήτησα από τον Ταχτσή να γράψει ένα βιβλίο, όπου να καταμαρτυρεί τα γεγονότα της γενιάς του. Του πλήρωνα επί δέκα και πλέον χρόνια το μηνιάτικο, να κάτσει και να γράψει για την Ελλάδα που φεύγει, που χάνεται, για τους ανθρώπους που κάποτε δε θα υπάρχουν πια.
Ήταν έξυπνος ο Ταχτσής και είχε καλή πένα, παρ’ όλο που ότι ήταν στρυφνός και πολλές φορές κακός, πολύ κακός με τους ανθρώπους γύρω του. τι να κάνει, ήταν καλλιτέχνης στη γλώσσα και στο γράψιμο. Ύστερα από κάτι χρόνια, μάζεψε κάτι κείμενα τα οποία είχε γράψει κατά καιρούς και μου τα ‘φερε. Ήταν αριστουργήματα. Αργότερα το τύπωσε με τον τίτλο «Η γιαγιά μου η Αθήνα».
Επιτέλους έγινε η έκθεση του Αλέξη στη Γενεύη, η οποία είχε εκπληκτική επιτυχία, αλλά αυτός ήταν μεθυσμένος, ήταν αλλού. Του έβαλα τις φωνές: «Τι έχεις πάθει; Δε βλέπεις την επιτυχία που έχεις; Που βρίσκεσαι;»
Μετά τα εγκαίνια πήγαμε σε ένα ωραίο ρεστοράν, και του ζήτησα ένα τσιγάρο και το κάπνισα. Γύριζαν τα πάντα μέσα μου. Δεν καταλάβαινα που βρισκόμουν , τι έκανα. Μέσα στο τσιγάρο ο Αλέξης είχε βάλει χασίς.»
Το κρύο δε παιζόταν με τιποτα στη Νέα Υόρκη. Χειμώνας 1985. Στο “Εργοστάσιο του Αντι Γουόρχολ. Το πορτραίτο του Λένιν ηταν ετοιμο και ο Αλέξανδρος Ιόλας αγωνιούσε για το καμουφλάζ του “Μυστικού Δείπνου”.. 13 μέτρων…
Ναι ναι 13 μέτρα. Αλλά μόλις απλώθηκε στα πόδια του μασουλόυσε το τσιγάρο του ευτυχισμένος. Μασουλoύσε το τσιγάρο… δε το κάπνιζε…
Ήρθε ο Αλέξης νωρίς το απόγευμα στο σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα. Φορούσε παντελόνι τζίν, φουλάρι και κόκκινο βαμβακερό πουκάμισο. Γούσταρα πολύ σαν τύπο τον Αλέξη γιατί ήταν γεννημένος καλλιτέχνης. Δεν ήταν μόνο όμορφος αλλά και πολύ έξυπνος. Είχε δημιουργήσει έναν ολόδικό του ηθικό δεκάλογο με τον οποίο ξόρκιζε ό, τι τον ενοχλούσε, ό, τι άσχημο άλλαζε την καθημερινότητά του.
Τον Ιόλα τον λάτρευε, γιατί είχε δει πρώτος ότι ήταν μια πράξη καθαρότητας η ζωγραφική του. Ήταν μια πράξη αισθητικής, μα στο βάθος ήταν ηθική, αφού από μικρό παιδί έζησε την αδικία και είχε συνηθίσει να την βλέπει σαν μια πράξη ασχήμιας.
-«Τι ήταν αυτό Αλέξη που σε έκανε να ανακατευτείς με τα χρώματα;»
-«Τα λαϊκά πανηγύρια…»
-«Σου άρεσαν από μικρό τα πανηγύρια;»
-«Το τι ξύλο είχα φάει δε λέγεται. Το έσκαγα από το σπίτι μου αλλά το γούσταρα…»
-«Και η αντίδραση των γονιών σου;»
-«Θέλανε να πάω στο εργοστάσιο που είχαν οι ίδιοι…»
-«Η σχέση σου με το εργοστάσιο ποια ήταν;»
-«Καμία. Το μισούσα.»
-«Και η πρώτη σου επαφή με την Τέχνη;»
-«Όταν έφυγα από το σπίτι μου, πέρασα μια μεγάλη περίοδο στο καφενείο «Βυζάντιο». Ήταν μαζεμένοι όλοι εκεί τότε. Στη πλατεία Κολωνακίου. Εκεί γνώρισα τον Μάνο Χατζηδάκη, τον Μίνω Αργυράκη, τη Μαρία Κάλλας, τον Ωνάση….»
-«Είχες μαλώσει ποτέ με καλλιτέχνες;»
-«Όχι. Γιατί οι καλλιτέχνες δεν είναι κακοί άνθρωποι.»
-«Ποιοι από τους καλλιτέχνες που γνώρισες είχαν χιούμορ;»
-«Χιούμορ είχε ο Μάνος Χατζηδάκης. Ο Κώστας Ταχτσής είχε επικίνδυνο χιούμορ, που σήμαινε ότι δεν ήξερες που βρισκόσουνα αν σε έπιανε στο στόμα του. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε κι αυτός επικίνδυνο χιούμορ. Άσε που με είχε καλέσει μια φορά να φάω σπίτι του, και δεν έφαγα. Σιχάθηκα. Που δεν σιχαίνομαι. Τρώω από κάτω. Πιο βρώμικος άνθρωπος δεν υπήρχε. Πολύ βρώμικος. Αλλά πολύ καθαρός στα χρώματά του…»
-«Τι είναι Τέχνη, Αλέξη;»
-«Δε ξέρω…»
-«Γιατί οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να πουν τι είναι Τέχνη;»
-«Δε ξέρω. Ειλικρινά. Μια ανάγκη ζωής είναι. Είναι μια αρρώστια. Δεν θα υπάρξει καλλιτέχνης που να μπορεί να δώσει τον ορισμό της Τέχνης.»
-«Είναι λύτρωση το να είναι κάποιος καλλιτέχνης;»
-«Δε θα το ‘λεγα λύτρωση… Θα το ‘λεγα κατάρα.»
-«Το πληρώνει ακριβά;»
-«Ναι.. ή φθηνά… αν είναι τίποτα…»
-«Είσαι μποέμ;»
-«Ξέρω ‘γω…»
-«Καταραμένος;»
-«Είμαι. Το έγραφα για πολλά χρόνια στο κουδούνι μου στο Παρίσι.»
-«Γιατί δε μιλάς, δε κάνεις συνεντεύξεις, δε κάνεις εκθέσεις συχνά;»
-«Γιατί δεν έχω λόγο να μιλήσω. Για να βγω να μιλήσω πρέπει να βρίζω από το πρωί ως το βράδυ… Έβρισα μια φορά… έβρισα δυο…»
-«Γιατί;»
-«Να τους χέσω γαμώτο. Γιατί σε αναγκάζουν να βρίσεις. Το φέρνουν από εδώ, το φέρνουν από εκεί, τάχα με μια ευγένεια, αλλά σε φέρνουν μέχρι το λαιμό. Αυτοί δε βρίζουν αλλά σε φέρνουν στη θέση να τους βρίσεις. Σε ενοχλούν στα ίσια. Κοντράρεσαι. Η συμπεριφορά τους είναι χυδαία. Σε κοροϊδεύουν. Σε αντιγράφουν. Όταν έχεις κάνει μια ολόκληρη διαδρομή και εσύ έρχεσαι να βάλεις τρικλοποδιά σε μένα, εγώ δεν έχω τι να σου πω. Εγώ δεν έχω πόδι να σου βάλω τρικλοποδιά εκείνη την ώρα, διότι εσύ λειτουργείς με ένα σύστημα από πίσω σου που σε καλύπτει πλήρως και εγώ είμαι ένας φτωχός, ξεβράκωτος καλλιτέχνης.»
-«Έχεις μια τρέλα, Αλέξη»
-«Εγώ έχω τρέλα;»
-«Την τρέλα του καλλιτέχνη, γι’ αυτό σε αγαπώ.»
-«Πάρα πολλές φορές στη ζωή μου, η τρέλα αυτή έχει λειτουργήσει και μου έχει ταράξει το μυαλό…»
-«Θυμάσαι κάτι;»
-«Ναι. Ένα Σάββατο βράδυ, που κάπου πήγαινα στη Ξενοκράτους στο Κολωνάκι και θυμάμαι τις αντιδράσεις των πλουσίων, οι οποίοι με θέλανε και δε με γαμήσανε.»
Ο Ιόλας τραντάχτηκε στα γέλια. Το ίδιο και εγώ. Η Σούλα κράταγε την κοιλιά της και η Φρύνη γαύγιζε κει εκείνη με το ξέσπασμα του γέλιου μας. Αρκετό καιρό μετά έλαβα ένα σημείωμά του.
«Αγαπητέ Νίκο,
Η ψυχική μου κατάσταση είναι στα μαύρα της τα χάλια. Η κοινωνικοπολιτική γύρω μας είναι σαν τα ερείπια ενός μεγάλου σεισμού.. και εγώ μόνος. Έχω κλειστεί στο σπίτι και ζωγραφίζω με τον φόβο ενός ισορροπιστή στο σχοινί του τσίρκου. Γιατί η Τέχνη είναι μια ευθύνη.
Η Τέχνη έχει την δύναμη να ανατρέψει και να κυβερνήσει. Αυτός είναι και ο ρόλος της. Ο ζωγράφος βλέπει πάντα εξωτερικά. Ο καλλιτέχνης βλέπει εσωτερικά- είναι κάτι σαν τη φωτογραφία που αντιστρέφεις το είδωλο.
Η Τέχνη έχει και μια υποχρέωση στον πολιτικό τομέα, αλλά όχι πολιτικά ενταγμένη. Διότι ανήκει σε όλους, ακόμη και σε αυτούς που δεν την καταλαβαίνουν. Τέχνη είναι κάτι το σημερινό και το αέναο. Όσοι έχουν αυτιά, να βλέπουνε και όσοι έχουν μάτια, να ακούνε.
Είναι ξημέρωμα. Έχω κουραστεί και δεν βλέπω- μόνο σκέφτομαι. Πριν πολλά χρόνια στο Μιλάνο, μου είχε πει ο Ιόλας… «Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι τυφλός…».
Νίκο σε φιλώ,
Αλέξης
[αυριο η συνέχεια]
Ανακτήθηκε στις 09-06-2020 από: https://www.bibliotheque.gr/article/31517