[Αλεξάνδρου Ιόλα: Η Ζωή μου], Μέρος 9ο – Νίκος Σταθούλης, bibliotheque.gr, 25/11/2013


46. Τάκις  
«Ήταν το 1956, όταν μου είπαν για έναν Έλληνα γλύπτη, ο οποίος παρουσιάζει κάτι μυστηριώδη γλυπτά σε μια γκαλερί του Λονδίνου. Βρισκόμουν ήδη στο Λονδίνο, όπου διαπραγματευόμουν ένα χώρο, μια γκαλερί στην King Street. Πήγα λοιπόν στην γκαλερί «Hannover» και είδα κάτι «σινιάλα» τα οποία μου φάνηκαν πραγματικά ενδιαφέροντα.
Λέω στον γκαλερίστα:
-«Που είναι αυτός ο καλλιτέχνης; Θέλω να τον δω αμέσως.»
Ήταν ο Τάκις, ο οποίος έμενε σε ένα δωματιάκι που του είχε παραχωρήσει ο εφοπλιστής Γιάννης Καρράς. Ήταν απίστευτα φτωχός. Όταν συναντηθήκαμε, ήρθε με κάτι σανδαλάκια –το μισό πόδι του ήταν απ’ έξω. Μιλάμε για Λονδίνο, Απρίλιο μήνα με κρύο. Κουβεντιάσαμε πολύ λίγο, αλλά το κατάλαβα αμέσως ότι πρόκειται για μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος δεν έκανε τέχνη ελληνική, αλλά διεθνή.
Οι καλλιτέχνες δεν έχουν διαβατήριο. Ο Picasso είχε γεννηθεί στην Ισπανία, αλλά δεν ήταν Ισπανός. Αυτή ήταν η διαφορά του Τάκη, όπως και του Μόραλη ή του Χατζηκυριάκου- Γκίκα από τους άλλου καλλιτέχνες οι οποίοι έκαναν τότε τέχνη ελληνική. Αυτό ήταν που δεν άντεχα ποτέ στην τέχνη: τον εθνικισμό. Όταν βλέπεις ένα αριστούργημα, δεν έχει σημασία από πού ήταν αυτός που το έφτιαξε ή από πού ήταν η μαμά του. Η μαμά του Ντα Βίντσι ήταν μια υπηρέτρια, αγνώστων λοιπών στοιχείων… Γιατί λοιπόν να μας ενδιαφέρουν ανούσιες λεπτομέρειες;  

Αγόρασα όλα τα έργα του Τάκη και του έδωσα χρήματα να ξεκινήσει τις έρευνές του για τα «τηλεφώτα» του, μια εμπνευσμένη σύλληψη τότε, την οποία μου σχεδίασε σε χαρτί: μια λάμπα που παρέπεμπε στην ψυχή.
Ήταν ψηλός, με μεγάλα εκφραστικά μάτια ανήσυχα, μάτια τρελού. Ήταν αυθάδης, ευγενικά θρασύς και απότομος, γκανγκστερικός. Πραγματική περίπτωση ιδιοφυούς καλλιτέχνη. Έβλεπα τα γλυπτά εκείνης της περιόδου, και με παρέπεμπαν στην αρχαϊκή λιτότητα. Φαντάσου ότι ήταν από σίδερο και είχαν ονόματα όπως Οιδίπους, Αντιγόνη, Σφίγγα, Είδωλο. Ήταν «πεινασμένος» από τότε ο Τακης, ήταν ανήσυχος, ιδεολόγος, μελαγχολικός, και ήθελε ο τρελός να αλλάξει τον κόσμο, ένας τρελός με σανδάλια και χοντρά δάχτυλα, ο οποίος δεν ήξερε τότε καλά -καλά άλλη γλώσσα, δεν είχε πάει σχολείο, και όμως ήταν πάντοτε ένας επιστήμονας, ο οποίος σου μιλούσε για μηχανική, πληροφορική, μαγνητισμό, βασισμένο στην επιστήμη.
Σου μιλούσε ακόμη για ένα αρχαϊκό πολιτισμό του παρελθόντος και άλλα πολλά. Συχνά, από τον παροξυσμό της σκέψης του, πάθαινε συχνά κρίσεις επιληψίας και στις φλόγες των ματιών του διέκρινα τις «πύρινες κραυγές» του Μαρσέλ Ντισάν και του Tinguely, που ακτινογραφούσε –άλλος τρελός- το σύμπαν, και πριν τελειώσει τη σκέψη του, έλεγες ότι αυτός ο απίθανα ερωτικός νέος είναι ταυτόχρονα και γκάνγκστερ και τρελός και βιολόγος και Ινδός βελονιστής
Φαντάσου ότι έφτασε στο Παρίσι ως χίπις και μετά πήγε στο Λονδίνο όπου συναναστρεφόταν όλο με λεσβίες και πούστηδες. Του άρεσε να μιλά για πουτάνες και περηφανευόταν ότι η πρώτη του γκόμενα ήταν μια πουτάνα δεκατρία χρόνια μεγαλύτερή του. Όλους αυτούς τους απίθανους τύπους τού τους είχε γνωρίσει ο Ταχτσής –δούλευε τότε ως μπάτλερ σ’ ένα πλούσιο σπίτι-, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε αναστατώσει το Λονδίνο.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης μου είχε μιλήσει για τον Τάκη αρκετές φορές. Ο Τάκης μεθοκοπούσε με τον εγγονό του Φρόιντ, τον ζωγράφο Λούσιαν Φρόιντ, ο οποίος εκείνη την εποχή έκανε κάτι σκιτσάκια. Είχε φέρει μάλιστα στο Λονδίνο τότε και τον Μίνω Αργυράκη. Ήταν δε μοναδικός ψεύτης. Από τον Τάκη άκουσα τα ωραιότερα, τα πιο καλλιτεχνικά ψέματα που έχω ακούσει ποτέ: ότι μια μέρα θα γίνει θεός, ότι μικρός έθαψε τα έργα του, ότι αγαπούσε τον Προμηθέα και τον Βάκχο με την ίδια δύναμη που αγαπούσε τον Τζιακομέτι και τον Μπέικον.
Όμως ο Τάκης ήταν καλλιτέχνης από γεννησιμιού του. Ήταν βίαιος, γι’ αυτόν η βία είχε κάποιο βάθος. Ήταν η ίδια η ενέργεια της γης. Ήταν όντως ένας πολύ ωραίος Έλληνας, με όλα τα πραγματικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φυλής του, και ακόμα κάτι πιο σημαντικό: είχε αυτό το απίθανο ψυχωτικό σύνδρομο που έχει μέσα του κάθε μεγάλος καλλιτέχνης.
Μου είπε για τις ιδέες του, για τα «σινιάλα» του και τα «τηλε-μαγνητικά» γλυπτά του, τα οποία τον παρότρυνα να ξεκινήσει, ενώ παράλληλα τον προετοίμαζα για την Νέα Υόρκη –ο ίδιος γνώριζε την Αμερική από μια πλούσια Αμερικανίδα, την Κάρεν Κρόσμπι-, κάτι που τελικά έγινε το 1961 με τα «Τηλε- μαγνητικά γλυπτά», τα οποία γνώρισαν μοναδική επιτυχία. Τότε ήταν που ο Μαρσέλ Ντισάν, αποκάλεσε τον Τάκη «ακάματο δουλευτή των μαγνητικών πεδίων».
Ήδη το στοίχημα που είχα βάλει με τον Ρούσβελτ το είχα κερδίσει. Μεταφέροντας την ελίτ των Ευρωπαίων καλλιτεχνών στην Αμερική και κυρίως στη Νέα Υόρκη, έστω ως πρόσφυγες, έκανα τη μοντέρνα τέχνη συνώνυμο της Δημοκρατίας και του παγκόσμιου ανθρωπισμού. Μπορεί τότε όλοι οι ζωγράφοι –οι μοντέρνοι ζωγράφοι- να ήταν «αλήτες» κατά τους Αμερικανούς κριτικούς της δεκαετίας του ’40, ωστόσο τώρα πια, στη δεκαετία του ’60, άρχιζε η Αμερική, χάρη σ’ αυτούς, να παίρνει τα ηνία της τέχνης στα χέρια της.
Ο Τάκης έπρεπε να επαναστατήσει πάνω στον εφησυχασμό. Ήδη ο διάλογος ανάμεσα στην τέχνη και την ουτοπία είχε πραγματοποιηθεί, η προσφορά λοιπόν της Αμερικής ήταν δεδομένη και αυτός ο θεότρελος ο Τάκης έκανε μια ακόμα υπέρβαση, πήγε ένα ακόμη βήμα πιο πέρα παίρνοντας εκδίκηση από την Αμερική για λογαριασμό της Ευρώπης. Για φαντάσου…
Βέβαια, οι Αμερικάνοι ποτέ δεν του συγχώρεσαν το γεγονός ότι λίγα χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1969, εισέβαλε μέσα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και έκλεψε το τηλε- γλυπτό του, πριν προλάβουν να αντιδράσουν καν οι φύλακες. Μετέφερε την «μηχανή» του έξω από το Μουσείο, στο προαύλιο, και ζήτησε ακρόαση από τον φίλο μου, διευθυντή Μπέιτς Λόουρι, προκειμένου να συζητήσουν για το αναχρονιστικό τρόπο λειτουργίας του μουσειακού συστήματος. Την επόμενη βέβαια οι εφημερίδες το είχαν πρωτοσέλιδο γεγονός. Μάλιστα μία έγραψε ότι ο κύριος Ιόλας έφερε στην Αμερική τον Μatta, τον Τanguy, τον Μagritte… Τον Τάκη γιατί τον έφερε;
Στα εγκαίνια της πρώτης του έκθεσης στη Νέα Υόρκη το 1961 είχε έρθει η Γκρέτα Γκάρμπο. Έστειλα λοιπόν έναν υπάλληλο μου να μου πει ότι η Γκρέτα ήρθε στην γκαλερί. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και φορούσε μαύρα γυαλιά. Η μεγάλη ντίβα έμεινε έκθαμβη από την δουλειά του Τάκη… Από εκείνη τη βραδιά, από εκείνη την έκθεση, η πόρτα της Αμερικής για τον Τάκη είχε πια ανοίξει.
Την επόμενη μέρα με την βαρόνη Ντε Ρότσιλντ και την Γκάρμπο τρώγαμε σε ένα εστιατόριο και η ντίβα μου έδειξε το ενδιαφέρον της για αυτόν τον Έλληνα γλύπτη, ο οποίος την είχε εντυπωσιάσει. Κανονίσαμε εξάλλου με την Βαρόνη και την Γκάρμπο να ζητήσουμε να ανοίξει μια αίθουσα του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, αφιερωμένη στην μεγάλη ηθοποιό, γεγονός που έγινε ύστερα από αρκετά χρόνια.
Σε εκείνο το γεύμα, η Γκρέτα μας αποκάλυψε πόσο άσκοπα είχε σπαταλήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της και παραπονιόταν στη βαρόνη για την ασημαντότητα της ύπαρξής της. Η πτώση της μόλις άρχιζε, η ανωτερότητα της όμως μόλις ξεκινούσε…

 Τέλος πάντων, πάντα με γοήτευε η τέχνη του Τάκη, αλλά με γοήτευε και κάτι ακόμη: αυτή η αντίσταση, αυτή η εκδίκηση του Τάκη, αυτή η υποτέλεια που αισθανόσουν δίπλα του. Ήταν αδίστακτος! Μεγάλος καλλιτέχνης…»
Όσα ζούσα μέσα σε αυτό το σπίτι, με άφηναν καθημερινά άφωνο…. Το τηλέφωνο δε σταμάταγε να χτυπά ποτέ. Οι επισκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Σχεδόν 20 ώρες τη μέρα δεχόταν κόσμο, καλλιτέχνες, γείτονες, φίλους του ενώ δε σταματούσε να μιλάει στο τηλέφωνο… με ολόκληρο τον κόσμο. Του αρκούσαν μόνο 4 ώρες να κοιμηθεί και αυτό ήταν όλο…
Του άρεσε όμως να περπατά στους κήπους του. Ανάμεσα στα δέντρα του και στα γλυπτά του. Λάτρευε τη φύση, δε ξέρω πόσες φορές είχαμε περπατήσει στους κήπους της Αγίας Παρασκευής. Εκεί γαλήνευε.
Στην είσοδο έξω από το σπίτι, στην αυλή, μόλις που είχαν φτάσει τα μεγάλα στρογγυλά «γκονγκ» του Τάκη. Τον έλεγε τρελό… «Ό, τι κι αν έκανε στη ζωή του, το κατάφερε χάρη στη τρέλα του και στον ερωτισμό του» μου έλεγε, ενημερώνοντάς με ότι την επόμενη μέρα θα ερχόταν ο γλύπτης.
Του άρεσαν πολύ οι ιστορίες της ζωής του Τάκη. Τρελαίνονταν να ακούει τον Τάκη να διηγείται την ερωτική του ζωή. «Όλο για το πουλί του μιλάει. Γι’ αυτό και έφτιαξε ένα από το ωραιότερα γυμνά στην ιστορία της γλυπτικής του 20ου αιώνα, τον «Άγιο Σεβαστιανό».
Την επόμενη μέρα ο Τάκης ήταν σε φοβερή φόρμα. Είχε αυτό το σατανικό χαμόγελο, που δεν ήξερες που να σταθείς. Θυμήθηκε ένα περιστατικό το 1968, που πήγε στο σπίτι του ο Ιόλας στο Παρίσι και του άφησε μια κασέλα με περιδέραια μαροκινών Πριγκίπων, χρυσά, γεμάτα διαμάντια. Ο Τάκης τρελάθηκε. Δε μπορούσε να κοιμηθεί. Μετά από τρείς ημέρες πάει ο Ιόλας στο σπίτι του και τον ρωτάει που είναι τα κοσμήματα.
-«Να τα!» του απαντά ο Τάκης και ο Ιόλας έξαλλος, τον βρίζει, λέγοντας του:
-«Βλάκα! Γιατί δεν τα ‘κλεψες; Τα έχω ασφαλίσει πάνω από τρείς φορές!»
Είχα πάθει σοκ! Ήταν τρελοί και οι δυο τους. Το τι είπε εκείνη τη μέρα ο Τάκης, δεν περιγράφεται, καθώς ο Ιόλας την είχε καταβρεί με τις απίστευτες ιστορίες του, εγώ κατέγραφα αυτήν την απίστευτη συνάντηση, που μόνο μέσα στο σπίτι του Αλεξανδρινού Μαικήνα μπορούσες να ακούσεις.
Ο Ιόλας άκουγε κι ευχαριστιόταν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγε να λέει τις ιστορίες του. Άλλες πραγματικές. Άλλες τις σκαρφιζόταν.
Το γέλιο του Ιόλα ακουγόταν μέχρι την πόρτα του γκαράζ στον κήπο.
-«Η Τέχνη βγαίνει από την ίδια τη ζωή.» ψιθύρισε ξαφνικά ο Ιόλας, «Δεν είναι έξω η ζωή από την Τέχνη. Για να φτάσει ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, να δημιουργήσει το ανθρώπινο σώμα, έπρεπε πρώτα να τεμαχίσει 32 πτώματα που έπαιρνε από τα κοιμητήρια…» είπε και μείναμε για μια ακόμα φορά άφωνοι.
Ο Ιόλας ήταν απρόβλεπτος εκεί που δεν το περίμενες, ενώ προέβλεπε συγχρόνως το παραμικρό. Εκεί που δε συγχωρούσε τίποτα ήταν έτοιμος να κατασπαράξει ό, τι τον περιέβαλλε, την ίδια στιγμή ήταν ικανός να μετανιώσει και να ξεχάσει τα πάντα σα μικρό παιδί.
Ήταν υπερβολικός. Πίστευε στη αθανασία και φοβόταν τον θάνατο. Διψασμένος για έρωτα, για φλόγα, για πάθος, υπέφερε από τις ίδιες τις ερωτικές του επιλογές. Ήταν αναγκασμένος να σωπαίνει για ό, τι αφορούσε τον εαυτό του στο όνομα μιας ψευτοηθικής.
Ήταν ακραίος. Αλλά ακόμα και στις ακρότητές του, έβρισκε τον κόσμο του. Δε τον ενδιέφερε αν τον έλεγαν ανήθικο. Δεν τον δυσαρεστούσε που ήταν ασυνήθιστος, πρωτάκουστος, απίστευτος, φτάνει να μην τον συνέδεε κανείς με τις τρέχουσες αξίες τις εποχής του.
Έβλεπα μια αιώνια πάλη δαιμόνων και θεών όταν θυμόταν τη ζωή και το έργο του. Μια άβυσσος, που ζητούσε κάθε ώρα, κάθε στιγμή, ένα θεριό να βρει ν’ αγωνιστεί μαζί του. Ήταν τόσο τολμηρός στη ζωή, που δεν μπορούσε παρά να είναι τολμηρός και στη σκέψη.

Η Μελίνα Μερκούρη, ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο Ζάχος χατζηφωτίου και η Νικη Σταϊφελ στο υπνοδωμάτιο της Αγίας Παρασκευής !!!!

47. Ανακρίσεις… Επιστολή στη Νίκη
Οι εφημερίδες ήδη είχαν αρχίσει να δημοσιεύουν τις καταγγελίες του Αντώνη Νικολάου. Ο Ιόλας στην αρχή το διασκέδαζε. Δεν ήξερε. Δε πίστευε που το πάνε.
Λίγες μέρες μετά άρχισαν ανακρίσεις. Ο τύπος πήρε φωτιά. Τα τηλέφωνα έσπαγαν στο σπίτι. Ο Αντώνης Νικολάου είχε ανακατέψει τους πάντες. Κατηγορούσε για ναρκωτικά τον Αλέξη Ακριθάκη και για όργια. Κατηγορούσε τον Γιώργο Αναγνώστου και τον Λάζαρο Πολίτη για αρχαιοκαπηλία και για όργια.
Ο ανακριτής άρχισε να καλεί όποιον ξέρναγε το στόμα του Νικολάου και έβλεπε το φώς του Τύπου. Ο Αλέξης Ακριθάκης ήταν ο πρώτος που είχε καλέσει ο ανακριτής. Τις ανακρίσεις τις είχε αναλάβει η Γενική Ασφάλεια και η επίσκεψη του Αλέξη στο σπίτι εκείνη τη μέρα ήταν για εκείνο τον λόγο. Ήταν αναστατωμένος, μάλλον οργισμένος.
-«Σε κάλεσαν, παιδί μου, στην αστυνομία; Σε αναστατώσανε;» τον ρώτησε ο Ιόλας.
-«Αυτό είναι το μόνο ενοχλητικό. Ότι με καλέσανε. Παρόλο που ο αξιωματικός ήταν ευγενέστατος κύριος. Αλλά το συναίσθημα να βρεθείς σ’ αυτόν τον χώρο είναι λίγο δυσάρεστο. Δηλαδή είναι που περνάς εκείνο το κατώφλι, αυτοί οι άνθρωποι το περνάνε κάθε μέρα. Είναι η δουλειά τους. Εμένα δεν είναι η δουλειά μου. Τι στο διάβολο ήθελα μέσα σε εκείνα τα γκρίζα ντουβάρια;.»
-«Πείτε μου για τον Ιόλα» του είπα.
-«Δε θέλω να επεκταθώ στις σχέσεις μου με τον Ιόλα για να μην γίνει καμιά παρανόηση, επειδή είναι ομοφυλόφιλος, ότι μου ‘χει πιάσει τον κώλο. Είναι ένας πρίγκιπας. Ο Ιόλας μου έμαθε πολλά πράγματα. Οι άλλοι μπερδέψανε την γούνα που φοράει ο Ιόλας με την κοινωνική του θέση. Δεν είπε κανείς ότι ο Ιόλας δεν είναι καπιταλιστής. Ήταν ένας καπιταλιστής λιμπεράλε. Αλλά παίζουν πάντοτε ρόλο οι ζήλιες, οι μαλακίες, ζηλεύει ο ένας αυτό, ο άλλος το άλλο. Άλλος θέλει να πάρει λεφτά από τον Ιόλα. Άλλος έπιπλα. Άλλος και τα δύο. Άλλος οικόπεδο, πισίνα, άλλος σπίτι. Τον έχουν τσακίσει.»
-«Δεν έχεις δίκιο. Μη βρίζεις τα παιδιά. Μη κρίνεις τους άλλους, κρίνε τον εαυτό σου!» φώναξε δυνατά ο Ιόλας.
-«Με έμαθες πράγματα Ιόλα τα οποία τα σέβομαι. Το εκτιμώ αφάνταστα. Πράγματα τα οποία δεν μου τα έδειξε κανείς γκαλερίστας. Η λεπτότητά σου. Η ιδιοφυία σου. Αλλά δεν βλέπουν την ευγένειά σου όλοι, γιατί είναι γαϊδούρια! Είναι προικοθήρες οι καλλιτέχνες σου. Τι να πω; Δεν έχουν καταλάβει τα καθίκια ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει ταυτότητα και πάνε να γίνουνε αστοί. Σε παρακαλώ Ιόλα. Έχεις κάνει λάθη. Έχεις παραδοθεί στην οικογένειά σου, η οποία εξαντλείται από την αδερφή σου την Νίκη. Δε θα σου αφήσει ούτε παντόφλα, ούτε σώβρακο. Θα σε φάει αυτή!» φώναξε νευριασμένος ο Αλέξης.
-«Σκάσε! Σου απαγορεύω να μιλάς εσύ έτσι για την Νίκη. Είναι άρρωστη. Πρέπει να την δεις σαν άρρωστη!» φώναξε ο Ιόλας.
Ο Αλέξης Ακριθάκης αγαπούσε τον Ιόλα από τότε που γνωρίστηκαν, το 1970. Ο Ιόλας του έτρεφε μεγάλο σεβασμό και ήξερε καλά τον άναρχο αυθορμητισμό του. Ήταν απίστευτη σκηνή και η έντασή της. Ο Αλέξης νευριασμένος τον καληνύχτισε και έφυγε.
Ο Ιόλας ήταν στα χάλια του. Είχε κρεμάσει το πρόσωπό του από τις έγνοιες και τις φασαρίες που δημιουργούσε η αδερφή του, Νίκη Στάϊφελ . Είχε μεταφέρει στο δικό της σπίτι απέναντι, πολλά έργα τέχνης του αδερφού της αλλά για αυτό που ανησυχούσε ο Ιόλας ήταν για τα αρχαία που είχε μεταφέρει από τη συλλογή του και για την κίνηση αυτή δεν είχε ενημερωθεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Της τα ζητούσε θυμάμαι για καιρό, επίμονα. Λέγοντάς της ότι θα προκύψουν προβλήματα και φασαρίες, ότι τα αρχαία πρέπει να βρίσκονται στη θέση τους αλλά η Νίκη του απαντούσε ότι είναι δικά της και δεν τα δίνει με τίποτα πίσω.
Αρκετά προβληματισμένος, κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας και έγραψε μια επιστολή στην αδερφή του…

Μια απο τις σπάνιες εμφανίσεις της Νικης Σταϊφελ, αδερφής του Αλέξανδρου Ιόλα, με φόρεμα της Μανταμ Γκρέ, στο πάρτυ που έδωσε ο Ιόλας για τον Νουρέγιεφ. Διπλα της ο Νίκος Σταθούλης.

«Παρασκευή 9 Μαϊου 1985
Αγαπημένη μου αδερφή Νίκη,
Η υπόθεση της υγείας μου με έχει κλονίσει. Όμως πολύ περισσότερο από όλα τα προσωπικά μου μαρτύρια, έχω τύψεις στη συνείδησή μου που δεν έρχομαι να σε βλέπω πολύ, αλλά θέλω να σου εξηγήσω τις δύο κυριότερες αιτίες αυτής της συμπεριφοράς.
Εν πρώτοις, μου ανέθεσαν οι δικηγόροι μου να βρω χαρτιά, που αφορούν το πρόσωπό μου. Αυτό μου πήρε δέκα μέρες και νύχτες να αναζητώ επτά βαλίτσες για να βρω τα σχετικά πιστοποιητικά, προκειμένου να βοηθήσω με όλες μου τις δυνάμεις την υπόθεση.
Δεύτερον, ο τρόπος της επικοινωνίας μεταξύ μας είναι τόσο ανταγωνιστικός, που η έξαψη κάθε φορά που συναντιόμαστε, αντί να δημιουργούν μια συνεννόηση, τελειώνει με φωνές περιττές καθώς και με κρίσεις στην καρδιά μου και γυρίζω πάντα λυπημένος και απογοητευμένος στο σπίτι μου, αντί να φύγω με γαλήνη και αγάπη. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που με κάνει ευτυχή στη σημερινή μου θέση.
Η Ελενίτσα είναι η μόνη κόρη του αδερφού μου και στηρίζω τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο. Αυτό είναι η μόνη αξιόπιστη προσπάθεια απέναντι στην ψυχή του αδερφού μου.
Το σπίτι στο Ψυχικό, τα έπιπλα και τα δώρα είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα, να τα δώσω αλλά πριν τον θάνατό μου, να αισθανθώ αγαλλίαση και ψυχική ικανοποίηση. Ό, τι έχω τα δίνω στην Ηρώ, τον Κώστα, τη Μάγκυ, την Ελένη και στους φίλους μου που αγαπώ.
Θέλω να βοηθήσω για το κοινό καλό και να βοηθήσω στην πνευματική πρόοδο του τόπου μου για τα πολιτιστικά… Το Μπομπούρ, το Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Μακεδονικό της Θεσσαλονίκης, την Πινακοθήκη, το Μουσείο Γουλανδρή…
Μετά από μια ζωή όλο πάλη, δυναμική και πνευματική ανάπτυξη, πρέπει να υπερασπιστώ με όλες μου τις δυνάμεις το καθήκον μου και να πραγματοποιήσω το ιδεώδες μου.
Δε βάζω στην ίδια μοίρα τα πιο απλά πράγματα βοήθεια, περίθαλψη. Διότι δεν πρέπει να μιλάμε για τόσο απλά και φυσικά πράγματα. Και η Ηρώ, που πήρε την Ελενίτσα, μικρούλικο κορίτσι, σαν κόρη της και έτρεχε με αγάπη και περιποίηση- είναι πράγματα τόσο φυσικά.
Οι ρήξεις και οι παρεξηγήσεις μου κάνουν κακό. Με σκοτώνεις. Προσπαθώ με όλη μου τη δύναμη να δώσω όση χαρά μπορώ. Την ψυχική μου γαλήνη θέλω. Δε με νοιάζουν τα πράγματα. Έπιπλα, πίνακες, αρχαιότητες, κοσμήματα. Αυτά θα τα μοιράσω δίκαια σε όλους σας, στους φίλους μου αφού δεν τα θέλει το κράτος. Δε θα τα πάρω μαζί μου.
Απλά θα ήθελα να τελειώσει η ζωή μου με αγάπη ανάμεσά μας. Με αγάπη ανάμεσα σε σένα και στην Ελένη. Κι όσο για τους φίλους μου. Είναι καταπληκτικοί. Μοναδικοί στον κόσμο. Γι’ αυτό θα τους βοηθήσω με όλες μου τις δυνάμεις.»
Δεν τέλειωσε το γράμμα. Ήταν ήδη κουρασμένος και το χειρόγραφο των πέντε σελίδων, κομμένων από το ημερολόγιό του, το καθαρόγραψε . Κράτησα το πρόχειρο χειρόγραφο για το αρχείο μου.
Η αντίδραση της Νίκης ήταν ακαριαία. Μόλις που είχε διαβάσει την επιστολή, έριξε στους ώμους της μια εσάρπα και ήρθε στο σπίτι του Ιόλα με άγριες διαθέσεις.

 
-«Την πουτάνα και τους πούστηδες που έχεις μαζέψει εδώ μέσα. Δε θα δώσεις σε κανένα τίποτα! Δε θα πάρει κανένας τίποτα! Ούτε βιβλίο θα βγάλει ο Σταθούλης! Δε πρόκειται να σου δώσω πίσω κανένα αρχαίο! Είναι δικά μου! Κατάλαβες, μαλάκα;»
Είχα μείνει άναυδος. Δε πίστευα στα μάτια μου. Δεν είχα δικαίωμα να πάρω μέρος. Ήμουν υποχρεωμένος να σεβαστώ το χώρο που βρισκόμουν, αλλά μου είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Ήθελα να τη σκοτώσω εκείνη τη στιγμή.
Έβλεπα αναστατωμένο τον Ιόλα. Είχε πολλές φορές αντιμετωπίσει τέτοιες σκηνές… Πολλές φορές όμως έφευγε και την άφηνε να ουρλιάζει βρίζοντας. Σήμερα όμως δε μίλησε, αλλά τουλάχιστον είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του.
Ο Ιόλας μου είπε ότι το βιβλίο πρέπει να βγει.
-«Μη βιαστείς… 25 χρόνια μετά το θάνατό μου να βγει. Δεν είναι ακόμα καιρός, ούτε για τον κόσμο, ούτε για τους δικούς μου ανθρώπους. Βγάλε μια περίληψη αλλά να περιμένεις. Όλα σ’ αυτόν τον τόπο έρχονται τόσο μετά.»
Έβλεπα μπροστά μου ένα σκληρό και εγωιστικό πρόσωπο αλλά να είναι συγχρόνως τόσο τρυφερό και απροστάτευτο. Μια ιδιοφυία στο είδος της και να εξευτελίζεται από την ίδια την αδερφή του. Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος, ο αναμφισβήτητα γοητευτικός, αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την αδερφή του.
-«Είναι η μοίρα μου αυτή. Τι να πω; Είναι άρρωστη. Είναι τόσο δυστυχισμένη και αυτό με θλίβει αφάνταστα. Με αφανίζει. Με καταστρέφει. Γιατί εγώ; Αυτό το δηλητήριο.» ψέλλισε και είδα για πρώτη φορά τον Ιόλα, να δακρύζει.
Έβλεπα το ντεκόρ της ζωής του να καταρρέει. Αυτή η μεγάλη προσωπικότητα της Τέχνης, αυτός που τα έδινε όλα για την Τέχνη και τους καλλιτέχνες, ήταν παντελώς μόνος του. Αυτός που εκμεταλλεύτηκε όλες τις καταστάσεις, δε μπορούσε να αντιμετωπίσει την αδερφή του. Αυτός ο άνθρωπος που είχε συναναστραφεί όλα τα λαμπρά ονόματα του αιώνα μας, τσακιζόταν από το πείσμα της αδερφής του.

Ο Μπίλλυ Μπό Σεβόταν τον Αλέξανδρο Ιόλα. Ο Αλέξανδρος Ιόλας Αγαπόυσε τον Μπίλλυ Μπό

48. Σκιαγράφηση (3)
Έβλεπα αυτήν την χαρισματική προσωπικότητα, να με έχει δεχθεί στη ζωή του και στις πιο προσωπικές του στιγμές. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν ένα ολοζώντανο έργο τέχνης.
Ο ίδιος ήταν μια Δημιουργία. Ζούσε, κινούνταν και ανέπνεε στον παλμό της Τέχνης. Είναι μαέστρος. Είναι ηθοποιός. Είναι πνευματώδης. Καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος να σε βγάζει και να σε αποδεσμεύει από την καθημερινότητα.
Κάθε λεπτό μαζί του είναι μια ευτυχισμένη στιγμή. Ο ίδιος ξεχειλίζει από δίψα και όρεξη για ζωή. Για δημιουργία. Απόλυτα ενημερωμένος σε όλα τα τρέχοντα και στη διεθνή επικαιρότητα. Ήξερε πώς να τα βλέπει συγχρόνως όλα και από μια άλλη σκοπιά.
Τοποθετεί κάθε τι στη σωστή του διάσταση. Με τη βοήθεια και του ανεξάντλητου πηγαίου χιούμορ που διαθέτει, δεν κολλάει ποτέ σε ασήμαντες λεπτομέρειες .Κινείται και συμπεριφέρεται σαν ένας ουσιαστικά αριστοκρατικός άνθρωπος ενώ ταυτόχρονα είναι ευαίσθητος σαν μικρό παιδί, ή μάλλον έχει το προσόν και την αρετή να έχει διαφυλάξει μέσα του, την πραγματική, αλάθητη ευαισθησία ενός παιδιού.
Δεν ήταν ελεύθερος ο Αλέξανδρος Ιόλας. Ήταν απελευθερωμένος. Πως ήταν δυνατόν να μην εκτιμούμε τη μοναδική, ξεχωριστή προσωπικότητα, ο οποίος λάμπρυνε την εθνικότητά του, διεθνώς στο χώρο της Τέχνης. Δεν είναι λίγες οι χώρες, οι Η.Π.Α., η Γαλλία που θα θεωρούσαν τιμή τους να τον πολιτογραφήσουν δικό τους.
Εμείς, αυτοδιοριστήκαμε επικριτές με έναν, όλο και επιταχυνόμενο, ρυθμό, πικραίνοντάς τον αφάνταστα. Ο Αλέξανδρος Ιόλας, έχει ένα μοναδικό μυστικό, και την αρετή, να θεωρεί την Τέχνη σαν την ζωή και την ζωή σαν την Τέχνη. Με ανύπαρκτα μεταξύ τους όρια, πλαίσια και ανασταλτικά σημεία και κινείται σε έναν μαγικό, μεταφυσικό και υπερβολικό κόσμο.
Δεν ήταν δυνατός να σταθεί μπροστά στη καθημερινή κακία των συμπολιτών του. Ούτε στη απληστία της αδερφής του. Δεν ήταν δυνατόν να σταθεί ο Ιόλας μπροστά στη μεμψιμοιρία και την κακομοιριά.
Τον κοιτάζω και θυμάμαι πόσο αγαπάει τα παιδιά. Είναι παιδί και ο ίδιος. Μεθάει με τις τσαχπινιές του, με τις σκανδαλιές του. Ξέρει με μια απίστευτη ευαισθησία, πώς να μιλάει στα παιδιά των φίλων του. Θυμάμαι πως επικοινωνούσε στην ουσία μαζί τους. Σε σημείο που να τα συνεπαίρνει.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, μπορεί να ζωντανέψει την Γκρέτα Γκάρμπο, τον De Chirico. Μέχρι και αρχηγούς κρατών που είχε γνωρίσει στη γεμάτη από γεγονότα, ζωή του.
Μια προσωπικότητα στην ουσία «ποιητική», με την έννοια της δημιουργίας. Ατόφια. Αυθεντική. Εμπνευσμένα βιωμένη. Μαγική σε πνοή και σε σθένος, η οποία παραμένει αντιδραστική σε κάθε περιγραφή. Σε κάθε ανάλυση και σε κάθε προσέγγιση. 
Μια προσωπικότητα που φέρνει μέσα της και γύρω της το συναίσθημα μιας παντοτινής μεγαλειώδους γιορτής. Μιας λάμψης εκτυφλωτικής, που υπέβαλε στο έπακρον το περιβάλλον γύρω μας.
Οι συγγενείς του –η αδερφή του- λυσσομανούσαν εναντίον του, όπως και οι συμπολίτες του. Οι καλλιτέχνες του είχαν λακίσει. Οι φίλοι λιγόστευαν κι αυτοί. Ένα «τέλος» πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
Ήθελα να τον ψυχολογήσω. Δεν ήταν εύκολο να τον ψυχολογήσεις.
Ένα από τα ουσιαστικότερα χαρίσματά του είναι ότι σε γυρίζει δυόμιση χιλιάδες χρόνια πίσω, πριν από τον Χριστιανισμό, στην κλασσική αρχαιότητα. Τότε που τα ένστικτά μας είχαν ιερή και μια τελετουργικά άμεση σχέση με την πόλη και την κοινωνία.
Μας ξανάμαθε να ξεπλέκουμε νύχτα, το ύφασμα που υφαίναμε την ημέρα. Όπως η γυναίκα του Οδυσσέα. Μας έμαθε να μετράμε τη ζωή μας με το ακατανόητο στη λογική, νήμα.
«Απελευθερωμένοι από τα όνειρα (αλλά με το όνειρο οδηγό) μπορούμε να νικήσουμε, να εκδικηθούμε το ακατανόητο της ζωής, φτιάχνοντας Τέχνη.»
Με το νήμα αυτό, ο Ιόλας, όχι μόνο μέτρησε τη ζωή του, αλλά σχεδόν την έκανε ύβρη και υποφέρει τώρα από αυτό. Την τελετουργία της θανάτωσής του, την οργανώνει ο ίδιος.
Με την παγκόσμιά ικανότητά του για την Τέχνη, έστησε εδώ, σ’ αυτή τη χώρα, το μαυσωλείο του. Με ένα στόλο μοναδικών έργων Τέχνης και με διεθνές καλλιτεχνικό πλήρωμα, ήρθε και άραξε στο λιμάνι, την Αγία Παρασκευή.
Μετά σαν άρχοντας δεξιώθηκε τους μέλλοντες δημίους του. Στη χώρα μας είναι εύκολο. Η ηθικολογία είναι γενικευμένο και ριζωμένο αίσθημα. Ο καθένας μας είναι χωροφύλακας, εισαγγελέας, δικαστής και δήμιος. Πράγμα που διευκολύνει τα πάντα.
Τώρα άρχιζε να μοιράζει τα πράγματά του. Σε φίλους, σε καλλιτέχνες. Οργανώνει τους κλέφτες του. Τα έχουν βάλει μαζί του ακόμη και οι συγγενείς του. Τραγικό. Γυμνός θα αφεθεί στις μαινάδες για την τελική φάση της θανάτωσής του.
Έβλεπα το τέλος να έρχεται και αυτό το τέλος ήταν τραγικό, γιατί δεν ήταν καθόλου εύκολο να αντιμετωπίσει την αδερφή του, τη Νίκη Στάιφελ.
Ήταν τόσο προκλητικός. Ήταν φυσικό . Ήταν ακραίος… δεν ήταν μέσος άνθρωπος. Είναι ενθουσιώδης. Τολμηρός. Τυχοδιώκτης πραγματικός. Οξυδερκής αλλά ευάλωτος στις οικογενειακές αξίες. Είναι πληθωρικός. Σε μια στιγμή μπορεί να αλλάξει χίλια πρόσωπα.
Κοίταζα αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος έζησε στην ιστορία γράφοντας τον μύθο του, μέσα σε όνειρα μάλλον παρά στην πραγματικότητα. Τον κοιτούσα επίμονα με ένα κόμπο στον λαιμό. Αυτός που έζησε δίπλα σε δούκισσες και μαρκησίες, αυτός που αγαπήθηκε από πρίγκιπες, αλήτες και οραματιστές καλλιτέχνες, αυτός που δεξιώθηκε πολιτικούς, κοσμικούς, απλούς καθημερινούς ανθρώπους και ποιητές, ήρθε να καταδικαστεί «μεσαιωνικά» στην πατρίδα του.
Ξαφνικά, μου ήρθε στο μυαλό αυτό που μου είπε λίγες μέρες πριν, στο Παρίσι: «Γεννήθηκα μέσα στην Τέχνη και από τότε ζω σ’ αυτό το σύμπαν. Μόνο εκεί. Η Τέχνη είναι η μόνη που με μαγεύει. Η μόνη που με παγιδεύει. Όχι οι άνθρωποι. Χωρίς εξηγήσεις. Αποτελεί προέκταση της ζωής μου…»

49. Vogue ‘68  
Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη τη μέρα με περίμενε με ιδιαίτερη αγωνία έξω από τον κήπο του. Προφασίστηκε ότι έκανε ασκήσεις για την καρδιά του, ενώ κρατούσε μια συνέντευξη του 1968, η οποία είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Vogue
-«Πρέπει να μπει στο βιβλίο όπως είναι, μου είπε. Είναι μια συνέντευξη που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών τότε, εκείνη την εποχή που το Παρίσι έβραζε, κι έφερει πολύ κόσμο στη γκαλερί μου.»
Τη συνέντευξη την είχε πάρει η διεύθυνση του περιοδικού και είχε προκαλέσει για ένα μήνα όλο το φιλότεχνο Παρίσι… -«Αγαπητέ Ιόλα, όλοι συμφωνούν στο θαυμασμό για την επιτυχία σας. Σε τρία χρόνια, αφού κατακτήσατε τη Νέα Υόρκη και τη Γενεύη, εγκατασταθήκατε στο Παρίσι και όταν χρησιμοποιώ τη λέξη «εγκατασταθήκατε», το κάνω για να τονίσω την έννοια της επιτυχίας και της καθιέρωσής σας. Ιόλα, θα επιθυμούσαμε να αποκαλύψετε τους λόγους της επιτυχίας σας. Μιλήστε μας για τη ζωή σας. Δεν ήσασταν πάντοτε έμπορος πινάκων;»
-«Όχι, ξεκίνησα με το χορό. Ω, η ζωή μου δεν ήταν απλή. Ντεμπουτάρησα στην Αμερική με τον Μπαλανσίν. Επέμενε πολύ να με κάνει να χορέψω στην «Τραβιάτα». Λατρεύω την «Τραβιάτα», ιδιαίτερα όταν διευθύνεται από τον Τοσκανίνι. Είναι το πιο ωραίο βαλς του κόσμου. Αλλά αρνήθηκα να ντυθώ με παλιά και αρχαία κοστούμια. Αηδίασα… Από την άλλη, δεν ήθελα να γίνω μέλος γκρουπ. Εγώ είμαι ανεξάρτητος. Παρ’ όλο τον θαυμασμό μου για τον Μπαλανσίν, έφυγα. Έγινε πυρ και μανία. Κατόπιν, πήγα στη Βραζιλία με την εγγονή του Προέδρου Ρούσβελτ, τη Θεοδώρα, για να δώσω ρεσιτάλ χορού. Μετά έγινα σύμβουλος του μαρκησίου Ντε Κουέβας, γνώρισα τον Στραβίνσκι…»
-«Τον Στραβίνσκι;»
-«Τον λατρεύω τον Στραβίνσκι. Είναι πολύ φίλος μου. Είναι σε όλα εξαιρετικός. Γνώρισα επίσης τον Χάιντσμιθ, Ντάριους Μισό, Σογκέ, Πουλένκ. Έλαβα μέρος στο φεστιβάλ του Κουπρέν του Παρισιού όταν ήμουν σπουδαστής χορού. Ήταν το 1938. Ένιωθα υπέροχα διότι ήμουν πολύ νέος, μόλις είκοσι δύο ετών. Αλλά πάντα προτιμούσα να εργάζομαι μόνος.
Λοιπόν, είχα μια φίλη, τη δούκισσα Μαρία Ντε Γκραμόν και ένα βράδυ της είπα: «Δεν ανέχομαι πια το χορό όπως έγινε, με τις ίντριγκες και όλα αυτά. Δεν είναι πια χορός αυτό!». Με ρώτησε: «Τι μπορούμε να κάνουμε;» Κι εγώ της πρότεινα: «Να κάνουμε κάτι μαζί!». Κι έτσι άνοιξα μια γκαλερί μαζί της. Η γκαλερί αυτή ήταν ένα θαύμα. Η Μαρία, η φίλη μου, με οδήγησε στον Ρόμπερτ Ντε Ρότσιλντ, που αγόρασε αμέσως. Ήταν το 1944. Όλα πήγαιναν θαυμάσια. Δε γνώριζα απολύτως τίποτα. Πουλούσα Τσελίτσεφ, Dali… Ο Τσελίτσεφ ήταν αυτός που διακόσμησε τους τοίχους της γκαλερί στη Νέα Υόρκη…»
-«Υπάρχουν ακόμη οι τοίχοι αυτοί;»
-«Όχι, δυστυχώς! Δεν πλήρωσα το ενοίκιο και μ’ έδιωξαν…»
-«Υπάρχει κάτι το κοινό μεταξύ του χορού και του επαγγέλματος σας;»
-«Για μένα, κάθε έκθεση είναι σαν πρεμιέρα μπαλέτου. Σκοτώνομαι, εκνευρίζομαι και περιμένω το κοινό για να κάνω μια παράσταση. Δε θεωρώ την γκαλερί εμπορικό επάγγελμα. Είναι ένα επάγγελμα καθαρά καλλιτεχνικό.
Μια έκθεση που κοσμείται από τον Yves Klein και τον Max Ernst είναι σαν μπαλέτο. Είναι ένα θέαμα στο οποίο οι θεατές είναι χορευτές και το ντεκόρ είναι από ζωγράφο. Εξάλλου, δεν είμαι έμπορος πινάκων μόνο για να πουλάω πίνακες. Οι συλλέκτες μου είναι φίλοι μου, φίλοι που ερωτεύονται ό, τι κάνω, ό, τι βλέπω. Πιστεύω πως έχω μια τεράστια δύναμη γοητείας.»
-«Έχετε σίγουρα μεγάλη δύναμη γοητείας.»
-«Τεράστια. Αλλά, εάν αισθανθώ ότι κάποιος δεν έχει σχέση με μένα, τον πετάω έξω… Δεν υπάρχουν «ευκαιρίες» σε μένα, δε δέχομαι παζάρεμα…»
-«Είναι κάτι σαν κι αυτό που έκανε ο Vollard. Αλλά ήταν ένα κόλπο για να πουλάει πιο ακριβά.»
-«Α, δεν το γνωρίζω.»
-«Ναι, ο Vollard έδιωχνε ευγενικά όσους δεν του άρεσαν.»
-«Εγώ έδιωξα μεγάλους συλλέκτες της Αμερικής. Ένας από το Σικάγο μου είπε: «Μα έχω 78 Picasso!». Του είπα: «Μπορεί να έχετε 7.000 Picasso, δε με ενδιαφέρει…». Το όνομα του βέβαια δεν το αποκαλύπτω… Δεν έχει και σημασία… Για μένα το μόνο που μετρά είναι το πρόσωπο του ανθρώπου. Υπάρχει κάτι που με τραβάει στους ανθρώπους: η εμπιστοσύνη. Η υπόθεση της επιταγής είναι λεπτομέρεια, ενέργεια ταχυδακτυλουργού…»
-«Μα δε αγαπάτε το χρήμα;»
-«Το χρήμα… Τι είναι αυτό; Δεν το γνωρίζω. Το χρήμα… Α, ναι βέβαια. Μου χρειάζεται πολύ, αλλά χρήμα έχω. Άγχος δεν έχω.»
-«Ιόλα, ο χορός, η ζωγραφική, τα δολάρια, όλα αυτά σας φαίνονται καλά για να πολεμήσετε το άγχος σα;»
-«Δεν έχω τέτοιο πράγμα…»
-«Ιόλα, αφιερώνετε το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων σας στις γκαλερί σε σουρεαλιστικές μορφές έκφρασης.»
-«Ποτέ δεν είχα σουρεαλιστικό πίνακα. Πείτε μου ένα όνομα.»
-«Μax Ernst, Μagritte, Brauner ή Λεονόρ Φινί. Δεν μπορείτε να αρνηθείτε ότι τέσσερις σπουδαίοι ζωγράφοι της γκαλερί σας είναι σουρεαλιστές.»
-«Α, δεν είμαι της γνώμης σας. Είναι σαν να ρωτάτε ένα μαύρο αν είναι νέγρος. Γιατί; Είναι ένα ανθρώπινο ον. Και τον Πικάσο θα τον βαφτίζατε κυβιστή με την δικαιολογία ότι έκανε στο πανί τους πιο ωραίους κύβους στον κόσμο;»
-«Μήπως σκέφτεστε να αρνηθείτε τον Σουρεαλισμό;»
-«Όχι, δεν αρνούμαι τον Σουρεαλισμό. Η πρώτη λέξη που είπε ο Αδάμ στην Εύα ήταν σουρεαλιστική. Βέβαια, αν θέλετε να μου βάλετε μια ετικέτα, αποκαλέστε με σουρεαλιστή. Αχ, αυτή η μανία να ετικετάρετε τα πάντα. Ως και στην Αμερική υπέφερα από αυτό. Ξέρετε, είμαι τόσο απορροφημένος με ό, τι κάνω, που δεν μπορώ να ορίσω τίποτα για τον εαυτό μου.»
-«Δηλαδή, κατά τα λεγόμενά σας, ένας έμπορος δεν πρέπει να ανήκει σε μια τάση, να την υπερασπίζεται;»
-«Δε γνωρίζω αρκετούς εμπόρους για να ξέρω πως λειτουργούν, πως σκέπτονται. Εγώ ελκύομαι, για παράδειγμα, από τον δικό σας, τον Κlimt. Είναι ένας ζωγράφος που είχα λατρέψει κάποτε. Αλλά δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες. Τις κατατάξεις… Δεν υπερασπίζω ζωγράφους. Παραδείγματος χάρη, αγαπώ τον Αισχύλο. Εάν θεωρείτε τον Αισχύλο σουρεαλιστή, τότε λέγετέ με σουρεαλιστή και την γκαλερί μου σουρεαλιστική…» 

Ο Νίκος Σταθούλης και ο Άντι Γουόρχολ

 «Πόσο καιρό παρέμεινε ανοιχτή η πρώτη σας γκαλερί στη Νέα Υόρκη;»
-«Ω, διάρκεσε… μα δε θυμάμαι πόσο ακριβώς. Είχα δύο δολάρια στην αρχή…»
-«Είναι αρκετά για να αποκτήσετε μια γκαλερί στη Νέα Υόρκη;»
-«Δε γνωρίζω. Ευτυχώς έχω ένα κουνιάδο, θαυμάσιο άνθρωπο, τον Άρθουρ Στάιφελ, που μου έχει πολλή εμπιστοσύνη. Του ζητώ εκατομμύρια δολάρια και μου τα δίνει έτσι. Μου δίνει μια επιταγή και πόσα μηδενικά έχει δε γνωρίζω..»
-«Γιατί την γκαλερί σας στο Παρίσι, που μόλις πήρατε, δε γνωρίζετε τίποτα;»
-«Δε γνωρίζω, δεν είμαι αυτός που έχει τα χρήματα. Όταν έχω χρήματα, αγοράζω έργα… Θα ήθελα πολύ να αγοράσω έναν Κlimt… Είμαι έτοιμος να αγοράσω έναν…»
-«Ποιος ήταν ο πρώτος ζωγράφος με τον οποίο συνεργαστήκατε; Ο πρώτος που υπερασπίσατε;»
-«Δε μπόρεσα να συνεργαστώ με κανένα ζωγράφο. Να υπερασπιστώ ένα ζωγράφο; Δεν είμαι έμπορος πινάκων…»
-«Γιατί αποκηρύσσετε τόσο πολύ το επάγγελμά του εμπόρου; Ο έμπορος είναι ένα αξιοσέβαστο επάγγελμα…»
-«Δεν το αποκηρύσσω καθόλου. Έχω άγνοια…»
-«Άγνοια τίνος, Ιόλα; Οικονομικά προβλήματα; Αγοράζετε ένα πίνακα και τον πουλάτε με κάποιο κέρδος. Τίποτα πιο φυσικό…»
-«Όχι δεν αγοράζω ποτέ ένα πίνακα. Μπορεί ένας από τους πίνακές μου να αξίζει σήμερα π.χ. 150.000 δολάρια, μπορεί επίσης να μου κόστισε 2.000 φράγκα ή 10.000 φράγκα… Δεν έχει καμία σημασία. Όταν βλέπω ένα πίνακα ξέρω ότι αξίζει τόσα. Δηλαδή ότι εγώ θα πλήρωνα τόσα. Διότι γνωρίζω ότι αυτό που αγαπώ αξίζει τόσα.
Όταν αγοράζω ένα πίνακα του Wols 300 δολάρια και τον πούλησα 150.000 δολάρια, δεν κοίταξα την τιμή στην οποία τον αγόρασα. Όταν τον πήρα, ήξερα ότι ήταν ένας πίνακας που άξιζε 150.000 δολάρια. Είναι πολύ απλό. Δεν εξετάζω την τιμή αγοράς και πωλήσεως. Κοιτάζω την ουσιαστική αξία ενός πράγματος.
Όταν κοιτάζω π.χ. έναν Κlimt, συμπληρώνω μια επιταγή αμέσως. Είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο…»
-«Ιόλα, είστε πολύ σίγουρος για τον εαυτό σας. Ανάλογη εντύπωση σπάνια σχηματίζουμε για όσους ασκούν το επάγγελμά σας. Αλλά δεν σας φαίνεται ότι το πάθος για χρήμα είναι αναμενόμενο σε έναν συλλέκτη, ο οποίος πάντοτε φιλοδοξεί να αγοράζει έργα; Εάν συμφωνείτε με την άποψη αυτή, τότε γιατί ανακαλείτε;»
-«Μα δεν ανακαλώ καθόλου. Εγώ βρίσκω ότι η υπόθεση του χρήματος δεν έχει καμία σχέση με εμένα. Έχω ανάγκη το χρήμα, διότι λατρεύω να το μετατρέπω σε διάφορα πράγματα: πολύτιμους λίθους, αντίκες, χειρόγραφα, οτιδήποτε θέλετε στον κόσμο… Το χρήμα είναι η μαγική ράβδος που μου δίνει ό, τι αγαπώ. Ό, τι επιθύμησα στη ζωή μου, το έχω. Χωρίς να σκεφτώ. Το χρήμα δεν είναι κάτι που με κάνει να σκέφτομαι…»
-«Ποιος ήταν ο πρώτος πίνακας για εσάς;»
-«Η πρώτη φορά που είδα –με την ουσιαστική έννοια του «βλέπω»- έναν πίνακα σε μια γκαλερί στο Παρίσι, του De Chirico. Έπαθα τότε σοκ, κι αυτό με οδήγησε στην ζωγραφική. Είδα ένα πίνακα και όλη η ζωή μου άλλαξε. Πρέπει να πω ότι χρωστάω τα πάντα στο ζωγράφο αυτό…»
-«Παρ’ όλες τις ατέλειές του;»
-«Παρ’ όλες τις ατέλειές του… Είναι φίλος μου και αισθάνομαι πλήρη ευτυχία μαζί του.»
-«Τι λέτε για το πρόβλημα των πλαστών του De Chirico; Μερικοί βεβαιώνουν ότι τους ξαναφτιάχνει ο ίδιος από το 1915…»
-«Μα τι θαύμα! Να ξανακάνεις την αιωνιότητα! Ξανακάνει την αιωνιότητα. Είναι ο μεγαλύτερος και δημοφιλέστερος καλλιτέχνης. Ξανακάνει έργα της «σειράς», αλλά είναι θαυμάσιος…»
-«Έχετε πέντε ή έξι ζωγράφους συνδεδεμένους με την γκαλερί σας, μεγάλους ζωγράφους. Πως συνεργάζεστε μαζί τους, με συμβόλαια;»
-«Με τους νέους μου ζωγράφους έχω συμβόλαια αποκλειστικότητας. Με τους άλλους τίποτα. Με τους Μagritte, Μax Ernst, Fernandez, Μatta, Brauner συνεργάζομαι φιλικά. Μ’ εμπιστεύονται, δεν έχω κανένα χαρτί μαζί τους. Είχα στην αρχή…τώρα δεν έχω τίποτα..»
-«Πηγαίνετε στον ζωγράφο και έχετε την πρώτη άποψη;»
-«Δεν ξέρω τη σημαίνει πρώτη άποψη. Έχω μια αιώνια άποψη. Όταν βλέπω έναν πίνακα του Magritte ή του Μax Ernst, η ιδέα να κοιμηθώ ένα βράδυ με τον πίνακα αυτό, είναι αρκετή.»
-«Υποφέρετε στη ιδέα να πουλήσετε ένα πίνακα;»
-«Όχι δεν υποφέρω. Ειλικρινά δεν είμαι τόσο εγωιστής, όχι.»
-«Αδιαφορείτε για το ότι θα γεράσετε;»
-«Δε θα γεράσω ποτέ. Αυτή τη στιγμή ετοιμάζω την έκθεση ενός νέου δεκαεφτά ετών, του Raysse. Είμαι λοιπόν τόσο νέος όσο και αυτός.»
-«Δεν σας απασχολεί ο θάνατος;»
-«Διόλου, διότι ο θάνατος είναι ζωή. Αυτή είναι η κλασική μου διάπλαση.»
-«Είστε θρήσκος;»
-«Ό, τι πιο θρήσκο… Ορθόδοξος ως επί το πλείστον.»
-«Ποιοι είναι οι νέοι σας ζωγράφοι;»
-«Είναι οι Τάκης, Niki de Saint Phalle, Martial Raysse. Πρέπει να πω ότι οι καλλιτέχνες μου είναι υπέροχοι. Δεν είναι ρεαλιστές που παρασύρονται από μάταιη πολυτέλεια. Τους λατρεύω.»
-«Πως ζουν;»
-«Τους δίνω ένα… Ένα ετήσιο…»
-«Και μ’ αυτό το ετήσιο υποχρεούνται να σας δίνουν έναν ορισμένο αριθμό πινάκων;»
-«Το αγνοώ. Ρωτήστε τη διαχειρίστριά μου. Αυτές οι λεπτομέρειες.»
-«Σε περίπτωση κρίσης θα καταστρεφόσασταν για τους ζωγράφους σας;»
-«Α, από τότε που ασκώ το επάγγελμα αυτό μιλούν για κρίση που θα γίνει το επόμενο έτος. Δε γνώρισα ποτέ αυτήν την κυρία προσωπικά. Πως είναι; Ξανθιά, μελαχρινή, κοκκινομάλλα, τι είδος; Τη γνωρίσατε;»
-«Πως πουλάτε έναν πίνακα;»
-«Μα, εγώ ποτέ δεν πουλάω ένα πίνακα. Κάνω τους ανθρώπους να ερωτεύονται τον πίνακα που αγαπώ.»
-«Δε θα παραχωρούσατε λίγη από τη γοητεία σας, που είναι μεγάλη, εάν ο κύριος που τον κάνατε να ερωτευτεί έναν πίνακα, σας τον επιστρέψει λίγο αργότερα απογοητευμένος από τον έρωτά του; Θα τον ξαναπαίρνατε πίσω;»
-«Προσφέρομαι να τον πάρω πίσω αμέσως. Αλλά όταν ο κύριος το ακούει αυτό, τον ερωτεύεται περισσότερο. Τελευταία, μου συνέβη αυτό με τον μεγαλύτερο ζωγράφο της γκαλερί μου. Ένας αγοραστής επέστρεψε, για να μου πει ότι οι φίλοι του ισχυρίζονταν ότι πλήρωσε ένα τρελό ποσό για τον ζωγράφο αυτό. Του είπα να μου επιστρέψει αμέσως τον πίνακα και θα του δώσω και 30% επιπλέον.»
-«Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σας;»
-«Η μόρφωσή μου. Έχω ελληνική μόρφωση. Γνωρίζω την αρχαία ελληνική. Όταν επιστρέφω στο σπίτι μου για τρείς μήνες το καλοκαίρι, διαβάζω ελληνικά, πράγμα πολύ σημαντικό για μένα. Τον Αισχύλο, τον Πίνδαρο, τον Πλάτωνα… Τους ξαναβρίσκω… Λατρεύω όμως επίσης και Γερμανούς ποιητές.»
-«Δηλαδή το επάγγελμα που κάνετε σας επιτρέπει να διαβάζετε, σας επιτρέπει να παίρνεται τα πράγματα που σας είναι απαραίτητα, να ζείτε σαν ένας «σατράπης»… Σας αρέσει να ζείτε έτσι;»
-«Ναι, σαν ημίθεος…» 
-«Τι λέτε για τον σνομπισμό;»
-«Είμαι τελείως υπέρ του σνομπισμού. Νομίζω ότι όλοι οι φίλοι μου έχουν κάτι το θείο από το οποίο ελκύομαι. Έχουν κάτι από μένα, κάτι που πάει στην κουλτούρα μου. Λατρεύω τα όντα που έχουν έξοχες, θεϊκές ιδιότητες. Ονομάστε το σνομπισμό. Μισώ την café- society, πότε δεν εντάχτηκα σ’ αυτήν.
Είναι μια βλακεία και γι’ αυτό μπορεί να γίνω κομμουνιστής. Μόνο τα όντα που είναι προικισμένα με ποιητική αίσθηση, είναι οι φίλοι μου, ζω με αυτούς διότι φέρνουν την ποίηση στον κόσμο. Αυτό που θέλω στη ζωή, εφόσον δε θέλω πια να χορεύω, είναι να φέρνω την ποίηση με τους πίνακές μου. Δεν είναι σκοπός μου να κερδίζω χρήματα. Πιστεύω στην επικράτηση του πνεύματος, είμαι Έλληνας από την Αλεξάνδρεια, είμαι αριστοκράτης.»
-«Γνωρίζετε, όπως κι εγώ, ότι τους περασμένους αιώνες δεν υπήρχαν έμποροι πινάκων, εκτός εξαιρέσεων όπως ο Γκερσέν, που ήταν μάλλον έμπορος ευτελών πραγμάτων πουλώντας Βατό της ευκαιρίας, ή όπως ο Λεμπρίν που πουλώντας πίνακες της κουνιάδας του.
– Σε τι αποδίδετε το γεγονός ότι κάποτε οι ερασιτέχνες περνιόντουσαν για έμποροι πινάκων, ενώ σήμερα οι συλλέκτες θεωρούν αναγκαίο να υπάρχει ένας μεσάζων μεταξύ του έργου και του πάθους τους;»
-«Ειλικρινά δε μπορώ να σας απαντήσω… Δε γνωρίζω…»
-«Μήπως επειδή οι σύγχρονοι μας έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στο κριτήριό τους και φοβούνται τον εαυτό τους; Μήπως γίνεται λοιπόν αναγκαίο κάποιος πιο καλλιεργημένος να τους πει τι πρέπει να κάνουν;»
-«Εάν είναι αυτός ο ρόλος μου, είμαι ευτυχής. Το δέχομαι αυτό σαν πεπρωμένο.»
-«Συμβουλεύετε τους ζωγράφους σας στο τεχνικό σχέδιο;»
-«Ειλικρινά, όχι. Προφανώς, με τους νέους ζωγράφους υπάρχουν πολλά προβλήματα. Προσελκύονται από την αποκάλυψη, αλλά δεν τους δίνω συμβουλές. Προσπαθώ να πάρω λίγη από την αγωνία που έχουν…»
-«Είναι αγχώδεις;»
-«Ναι, διότι ζουν σε μια εποχή θαυμάσια, αλλά αγχώδη…»
-«Κι εσείς;»
-«Κι εγώ είμαι πολύ αγχώδης…»
-«Τι έχετε να πείτε για το ίδρυμα Maecht;»
-«Δεν έχω τίποτα να πω. Ό, τι και να είναι, εάν δίνει κάτι στο κοινό, είναι καλό.»
-«Σκέφτεστε να δώσετε κάποια μέρα στο κοινό λίγο ιολικό κόσμο σας;»
-«Δεν έχω ιολικό κόσμο. Αλλά θα ήθελα να μαζέψω μερικούς πίνακες να τους δώσω στη χώρα μου. Διότι εάν είμαι όλος Αμερικάνος –εκεί έμαθα τα πάντα-, είμαι επίσης και Έλληνας, και ξέρω ότι η πατρίδα μου δεν έχει δυνατότητες. Θέλω να το κάνω. Έχω δώσει το λόγο μου.»
-«Τι σκέφτεστε για την σύγχυση που επικρατεί στον τομέα των πινάκων εδώ και είκοσι πέντε χρόνιά; Αυτή η δίψα των νέων καλλιτεχνών να δημιουργούν χωρίς παύση κάτι νέο. Ενώ τα ρομαντικά ή τα ιμπρεσιονιστικά κινήματα αναπτύσσονταν σε είκοσι χρόνια, σ’ αυτόν τον αιώνα όλα πάνε τόσο γρήγορα…»
-«Όχι τόσο γρήγορα όσο θα έπρεπε, δυστυχώς. Τα αεροπλάνα είναι τόσο αργά, είναι τα πιο αργοκίνητα πράγματα στον κόσμο, τα πιο ντεμοντέ. Ας μας δώσουν τη χαρά να μην έχουμε το χρόνο να κοιτάξουμε το ρολόι μας. Είναι σημαντικό να φτάνουν πιο γρήγορα ακόμη, και πιο γρήγορα, και ακόμα πιο γρήγορα στον προορισμό τους. Πρέπει και στον τομέα της τέχνης το καθετί να περνά ακόμη πιο γρήγορα. Δεν έχουμε πια ανάγκη τους αιώνες, αλλά τα δευτερόλεπτα. Οι αιώνες δεν πρέπει να υπάρχουν πια, δε λογαριάζονται παρά μόνο τα δευτερόλεπτα. Η τέχνη- δευτερόλεπτο είναι η τέχνη του σήμερα.»
-«Η ταχύτητα είναι ένα μέσο για να καταπολεμάτε το άγχος σας;»
-«Απολύτως. Μόνο στην Ελλάδα μπορώ να μείνω για πολύ καιρό. Στο Παρίσι ύστερα από τέσσερις μέρες θέλω να φύγω. Στην Ελλάδα τα ξεχνάω όλα: τις γκαλερί, τους καλλιτέχνες, τους πίνακες. Στην Ελλάδα, ξαναγίνομαι ανθρώπινο ον και διαβάζω σαν μικρός μαθητής. Το άγχος μου φεύγει.»
-«Γιατί οι γυναίκες στον τομέα της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχουν μικρότερο έργο;»
-«Είναι η γοητεία τους. Ας μείνουν λιγότερες.»
-«Για σας η Λεονόρ Φινί, η Niki de Saint Phalle είναι υποδεέστερες;»
-«Είναι gestalte. Ελληνικά, θα έλεγα «σύμβολα»…»
-«Σύμβολα που καλμάρουν το άγχος μας και μας δίνουν ζωή. Δεν είναι αυτό το καλύτερο που κάνουν τα παιδιά; Αγαπάτε τα παιδιά;»
-«Διόλου.»
-«Η ιδέα του γάμου;»
-«Είμαι απολύτως ενάντιος. Είδα το γάμο του πατέρα μου και της μητέρας μου. Ήταν το πιο καταπληκτικό πράγμα που θα μπορούσε να γίνει. Τη μητέρα μου τη λέγανε Περσεφόνη. Συνάντησε τον πατέρα μου. Τον λέγανε Αντρέα, αλλά ήταν άλλης τάξης. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν πολύ εύπορη στην Αίγυπτο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ όμορφος και η μητέρα μου τον ερωτεύτηκε αμέσως. Μόλις τον είδε λιποθύμησε. Η οικογένειά της δεν ήθελε αυτό το γάμο βεβαίως. Αλλά όταν είδαν το κορίτσι τους στο χείλος του τάφου από τη στεναχώρια της, έκαναν ένα κρυφό γάμο, έτσι, χωρίς κόσμο. Οι γυναίκες λοιπόν, μια και με ρωτήσατε πριν, πιστεύω ότι είναι θαυμάσιες, καταπληκτικές…»
-«Καταπληκτικές. Εκτός απ’ όταν ζωγραφίζουν…»
-«Εκεί είναι άλλο πράγμα. Είναι πολύ σοβαρές και τις θαυμάζω πολύ. Προσπαθούν να ξεφύγουν από τη θηλυκότητά τους…»
-«Υπάρχει κάποιο κοινό σημείο ανάμεσα σε εσάς και στην Niki de Saint Phalle, που εκδηλώνει πότε- πότε μια σφοδρή δειλία κατά των αντρών και μια κάποια περιφρόνηση για τις γυναίκες;»
-«Περιφρόνηση; Διόλου. Εγώ νιώθω βαθύ θαυμασμό.»
-«Θαυμασμό ναι, αλλά επιφυλακτικό…»
-«Πείτε μετρημένο. Αγάπησα πάρα πολύ τη μητέρα μου και δεν περιφρονώ τις γυναίκες. Οι γυναίκες δημιουργοί; Είναι μάλλον μεγάλες εμπνεύστριες. Λατρεύω την κρίση του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τη γυναίκα: «ουσιαστική και ανύπαρκτη»…»
-«Είστε πολύ παθιασμένος;»
-«Υπερ- παθιασμένος.»
-«Ερωτευτήκατε πολλές φορές;»
-«Ερωτεύομαι κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο.»
-«Ας γυρίσουμε στην μητέρα σας…»
-«Είχε πολύ τακτ… Ήταν μια γυναίκα ερωτευμένη, ψεύτρα και πολύ ερωτιάρα. Έμαθα απ’ αυτή πολλά πράγματα.»
-«Τι εικόνα για την αγάπη σας έδωσε;»
-«Συγκινούσε όλους τους άντρες.»
-«Ζηλεύατε;»
-«Διόλου. Έπαιρνα μαθήματα…»
-«Δε ζηλέψατε ποτέ στη ζωή σας;»
-«Διόλου. Δεν υπάρχει αυτό για μένα. Δίνεις και παίρνεις. Ο έρωτας είναι μια κρυφή σελίδα, μια εξαίσια γραφή που διαφέρει σε κάθε άνθρωπο. Στον έρωτα, κάθε φορά είναι ξεχωριστή. Δεν πιστεύω στην εμπειρία. Κάθε φορά είμαι παρθένος, δε γνωρίζω τίποτα για τη ζωή.»
-«Οι άνθρωποι που περνάνε από τη ζωή σας έχουν κάποια σημασία;»
-«Πολύ μεγάλη.»
-«Είστε περίεργος;»
-«Όχι δεν είμαι.»
-«Όμως πηγαίνετε στα μέντιουμ…»
-«Είναι μια παρηγοριά…»
-«Για να γιατρέψετε το άγχος σας; Πόσο σημαντικό είναι αυτό το άγχος;»
-«Υπερ- σημαντικό…»
-«Στη αρχή όμως της συζήτησης μου είπατε ότι δεν έχετε άγχος…»
-«Προ ολίγου ήταν έτσι, τώρα είναι άλλο. Εγώ είμαι ανοιχτός, χωρίς καμιά προστασία. Η ζωή είναι που σου τα φέρνει όλα και σου τα παίρνει όλα. Όλα μου δόθηκαν από το Θεό. Όλα μου δόθηκαν.»
-«Αυτή τη στιγμή πως αισθάνεστε;»
-«Αιώνιος. Αιγύπτιος.»
-«Μόλις προ ολίγων λεπτών εκθειάζατε τον αρχαίο ελληνισμό, μετά δηλώνατε με πάθος ορθόδοξος και τώρα Αιγύπτιος. O παγανισμός για την ευχαρίστηση, η ορθοδοξία για την άφεση των αμαρτιών σας, οι παλιές αιγυπτιακές δοξασίες για επιβίωση…»
-«Αιγύπτιος. Είναι όλα εκεί. Η ζωή; Δεν υπάρχει ζωή. Ο θάνατος; Δεν υπάρχει θάνατος. Εκεί είναι όλα…»
-«Είστε ευτυχισμένος στην Αίγυπτο;»
-«Όχι, αλλά είμαι εκεί τοποθετημένος. Ευτυχισμένος δεν είμαι παρά μόνο στην Ελλάδα. Στο σπίτι μου, που είναι χτισμένο στα χωράφια που ανήκουν στον πατέρα μου. Είναι έξοχο.»
-«Λοιπόν, μιλήσαμε πολύ, και μέσω της ειλικρίνειας των προθέσεών σας αλλά και αυτών των αποσιωπήσεων σας, σας γνωρίζουμε καλά, αγαπητέ Ιόλα. Υπάρχει όμως ένα σημείο που με ενόχλησε λίγο: είναι η συνεχής άρνησή σας να σας θεωρούν έμπορο πινάκων.»
-«Θεωρώ το επάγγελμά μου ως το ωραιότερο. Εξάλλου δε θα μπορούσα να κάνω άλλο πράγμα. Έχω ένα υπερ- σνομπισμό για αυτό που κάνω. Βαφτίστε με έμπορο πινάκων αν θέλετε. Αλλά αυτός ο χαρακτηρισμός αγγίζει την αγάπη μου για τα πράγματα. Διαφορετικά θα θυμώσω μαζί σας. Θεωρώ ότι είμαι ο καλύτερος άνθρωπος στη γη, διότι περιτριγυρίζομαι από καλλιτέχνες, ποιητές και αυτό είναι θαυμάσιο. Εάν όμως μου μιλάτε για χρήμα, τότε σας λέω ότι εάν ένας τραπεζίτης κερδίζει δέκα εκατομμύρια, εγώ έχω δικαίωμα να κερδίζω εκατό εκατομμύρια, διότι κάνω το πιο όμορφο επάγγελμα στον κόσμο.»
-«Δε νιώσατε λύπη που δε γίνατε δημιουργός, ίσος με τον Νιζίνσκι ή με θαυμάσιους ζωγράφους των οποίων τα έργα θαυμάζετε;»
-«Όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό. Δε γεννήθηκα ζωγράφος. Όμως αν θέλετε, μπορώ να σας πω ότι θα τραγουδούσα τη «Νόρμα» πολύ καλύτερα από την Κάλλας. Γι’ αυτό ναι, λυπάμαι δηλαδή που δεν είμαι η Σάρα Μπερνάρ.»
-«Αυτή η επιθυμία να είστε μαικήνας και όχι έμπορος δεν κρύβει αυτήν την ανέλπιδη φιλοδοξία;»
-«Όχι, διάλεξα να είμαι κοντά στους ζωγράφους, στους γλύπτες, διότι απολαμβάνω μια μεγάλη ευχαρίστηση. Όταν γνώρισα τον De Chirico, τον Μax Ernst, κατάλαβα ότι με το να ζεις δίπλα τους γίνεσαι μέρος τους. Κάθε φορά που βλέπω ένα πίνακα του Μax, είμαι ευτυχής που τον έκανε αυτός. Είναι μια συνέχεια της ζωής μου και λέω: «Η ζωή είναι ωραία!». Είναι τόσο ωραία αφού είμαι εκεί, ο πρώτος που βλέπει τον καινούργιο πίνακα, που τον παίρνει στα χέρια του.
Μετά έρχεται η επιταγή, έρχονται μηδενικά, περισσότερα μηδενικά, σύμφωνοι. Θα ήθελα να προσθέσω κιόλας εκατομμύρια μηδενικά πλάι. Αλλά δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα απ’ αυτό που μόλις είδα, τον Κlimt.»

[αυριο η συνέχεια]

Ανακτήθηκε στις 09-06-2020 από: https://www.bibliotheque.gr/article/31586

Σχολιάστε